Δεν κουραστήκαμε στο χωριό. Δεν ξέρουμε να σας πούμε για τα τεράστια δεμάτια φορτωμένα με φρύγανα ή με την τροφή των ζώων. Δεν γνωρίζουμε πολλά για τις «χλώμες» και τις «ταγές» με τις πρασινάδες και τα φύλλα από τα δέντρα. Δεν μεταφέραμε ποτέ τις μεγάλες αρμαθιές με τους καρπούς των σιτηρών, τον «χερόβολο» με τα πουρνάρια, τις βέργες και τα καλάμια που βλέπαμε να κουβαλούν στην πλάτη τους (πάντα με χαμόγελο και υπομονή) οι χωρικοί της Βωλάξ. Και όλα αυτά στους δύσβατους για δρασκελισμό δρόμους. Τι να κάνεις; Τα χωράφια κάνουν γεννήματα και θέλουν χέρια...
Λένε πως τα παραμύθια ξεκινάνε δύσκολα και τελειώνουν ευχάριστα... Μια φορά και έναν καιρό ήταν οι άντρες που κουβάλαγαν τις βέργες και τα καλάμια για τα καλάθια ή τις ταγές για την τροφή στα ζώα. Την ίδια εποχή ήταν και οι γυναίκες που κουβάλαγαν τα φρύγανα για ν' ανάψουν τον φούρνο και να μαγειρέψουν ή τα βελανίδια για να ζεσταθεί η οικογένεια τον χειμώνα. Λες και δεν τους έφτανε η κούραση με το καθάρισμα του σπιτιού και το τάισμα των χοίρων...
Θυμάμαι την κυρα-Μαρία την Πιπέρενα, να την καρφώνει ο πόνος στα πλευρά και εκείνη να συνεχίζει με τις κουτσούρες και τα φρύγανα στην πλάτη. Θυμάμαι την κυρα-Λουκία την Κακάλενα, που μου είπε ότι, μια φορά, έβαλε το πόδι της κάτω από τις πέτρες για να μην την φέρει κάτω ο αέρας και το βάρος της αρμαθιάς. Δεν μπορώ να ξεχάσω το Μαρκάκι που –λίγο πριν φτάσει τα 90– μεταφέρει ακόμη τα φύλλα από τις πασχαλιές για να ταϊσει τα ζώα του, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που τα κουβάλαγε – σχεδόν κάθε μέρα– από τότε που ήταν παληκαράκι!
Γυναίκες που βοηθούν στις δουλειές (Ευρωπαϊκές καρτ-ποστάλ. Δεκαετία του '30)
Φωτογραφίες δεν έχει από κείνα τα χρόνια για να με πείσει, αλλά η μνήμη του δεν λέει ψέματα. Με τον χερόβολο στο χέρι και την χλώμη στην πλάτη. Και μερικές φορές με ένα σχοινί κρεμασμένο πίσω του –αφού πλέον, στο αριστερό του χέρι, κρατάει το καλάμι για να μπορεί να περπατήσει– μεταφέρει το κίτρινο καρίκι με το γάλα από τις κατσίκες. Και όταν έρχεται αποκαμωμένος, κάθεται στην σκιά της πίσω ποτίστρας και σιωπηλός κοιτάει το χωριό από την πίσω του πλευρά. Από κει που δεν το φωτογραφίζουν οι τουρίστες. Από κει που το πιάνει βοριάς. Μερικές φορές, μάλιστα, μπροστά από τα βράχια στο Άπλωμα,είναι τόσο κουρασμένος που τον παίρνει ο ύπνος, μέχρι να δύσει ο ήλιος και η ψύχρα να τον ενημερώσει ότι έχει ξεχαστεί...
Έβλεπα τους χωρικούς να χαιρετάνε και να γνωρίζουν όλο τον κόσμο. Από τα διπλανά χωριά, από τη Χώρα, από τα ύστερα του νησιού. Πριν από χρόνια, είπα σε έναν: «ξέρετε κάθε πέτρα στο χωριό, ε;». Με το δεξί του χέρι, χτυπώντας χαρακτηριστικά 2-3 φορές ελαφρά το στήθος του –κάνοντας την χαρακτηριστική κίνηση που δείχνει τον εαυτό του– μου λέει: «ε, Δημήτρη! Εγώ τις έχω κουβαλήσ'! Λες να μην τις ξέρω...» Δεν ξέρουμε να σας πούμε πιο πολλά. Δεν κουραστήκαμε ποτέ. Εμείς τότε βλέπαμε ελληνικές ταινίες και γελούσαμε. Να! Σαν τον διάλογο παρακάτω:
Η Λίζα με την μητέρα της παίρνουν το πρωινό τους στον κήπο, λίγο πριν η νεαρή μαθήτρια φύγει για το σχολείο.
Η Λίζα, ανοίγει το καπάκι του σκεύους από πορσελάνη.
― Πάλι μαρμελάδα φράουλα!
― Φράουλα δεν μου ζήτησες εχτές...
― Δεν σου ζήτησα φράουλα! Εγώ είπα απλώς ότι δεν μ' αρέσει το βερύκοκο...
― Καλά... καλά... Έλα τώρα. Φάε τουλάχιστον λιγάκι βουτυράκι.
― Όοοοχι!
― Έλα χρυσό μου.
― Ωωωω, δεν θέλω. Δεν πεινάωω.
― Ε, μα πιες τουλάχιστον το γάλα σου. Πιες το έτσι. Σκέτο σα νερό! Έλα χρυσό μου.
― Όχι, να, αφού έχει καϊμάκι.
― Μα δεν έχει καϊμάκι παιδί μου, εγώ η ίδια στο σούρωσα...
― Μα έχει, να! Να! Να!
― Αχ, παιδί μου...
― Καλά τρελλή θα με βγάλεις; (Ακούγεται κορνάρισμα από το πούλμαν)
― Έλα παιδάκι μου...
― Το αυτοκίνητο! Κι είμαι ακόμη έτσι...
― Κάτσε εδώ! Που πας; Κάτσε εκεί. Νυστικιά θα πας στο σχολείο; Ορίστε μας! Δεν είμαστε καλά! Ε, δεν είμαστε καλά...
Έρχεται η υπηρέτρια να ενημερώσει:
― Έξω περιμένουν την δεσποινίδα. Ήρθε το αυτοκίνητο. Λέει να μην αργήσει γιατί έχουν καθυστερήσει.
― Να μην την περιμένουν. Η δεσποινίς θα πάει με το δικό μας τ' αυτοκίνητο. Πες σε παρακαλώ εσύ στον Αντώνη
(ο σωφέρ) να είναι έτοιμος.
― Μάλιστα κυρία!
Η νεαρή Λίζα φωνάζει το σκυλάκι της: «Honey!», και του δίνει το φαγητό της...
[Το Ξύλο Βγήκε απ' τον Παράδεισο (1959), σενάριο: Αλέκος Σακελλάριος]
Ευτυχώς, όμως, τα παραμύθια τελειώνουν ωραία! Αφήσαμε πίσω τους παπούδες μας και τους πατεράδες μας. Τώρα είμαστε μια χαρά! Σένιοι! Έχουμε δρόμους, έχουμε και αυτοκίνητα –όχι μόνο ένα. Στο σπίτι ηλεκτρική κουζίνα, φούρνος μικροκυμάτων και τοστιέρα. Νερό από την βρύση και το ψυγείο και όχι από το πηγάδι. Τα ζώα είναι περιττά· πεταγόμαστε στον Παλαμάρη και ψωνίζουμε. Παίρνουμε αβγά, γάλα, τυρί, χοιρινό. Και ψωμί πολύσπορο από τον φούρνο. Άρχοντες είμαστε! Βλέπουμε και τις ειδήσεις το βράδυ και κουνάμε το κεφάλι:–«Πως μπορούν και ζουν εκεί κάτω αυτοί οι Κινέζοι ρε παιδί μου;». Άντε να τελειώσουν να δούμε καμιά ελληνική ταινία!
Για την μεταφορά: mix_09.2015
Μοιραστείτε το