Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!

Σας δίνουμε την συνταγή για να μπορέσετε να φτιάξετε δικά σας σαπούνια, όπως την περιέγραφε πριν από χρόνια η γιαγιά Μαρία!

Το σαπούνι δεν είναι παλιά εφεύρεση. Οι άνθρωποι χρησιμοποίησαν διάφορα μέσα κατά καιρούς για την καθαριότητά τους. Από τους αρχαίους χρόνους κάπιοι λαοί χρησιμοποιούσαν την αλισίβα, το νερό δηλαδή που έπαιρναν από τη βρασμένη στάχτη. Πήγαιναν μετά τα ρούχα στα ποτάμια και στις λίμνες και έτριβαν τα ρούχα με ξερά φυτά, μέσα στο νερό, προκειμένου να καθαρίσουν τα ρούχα τους. Το πιο συνηθισμένο μέσο καθαρισμού ήταν η ρίζα του «σαπουνόχαρτου». Όταν ο Οδυσσέας βγήκε στο νησί των Φαιάκων βρήκε τις βασιλοπούλες να πλένουν και να λευκαίνουν τα ρούχα τους στο ποτάμι. 

Το πρόβλημα απασχολούσε τους πάντες –πλούσιους και φτωχούς. Λένε πως για να υπολογίσουν το επίπεδο του πολιτισμού ενός έθνους, μετρούσαν την ποσότητα του σαπουνιού που καταναλώνει κάθε οικογένεια ή και κάθε χώρα...  [1]

Το σαπούνι για να κατασκευαστεί χρειάζεται κατ' αρχάς το οξύ του: Είτε καυστικό κάλιο (Potassium Hydroxide), η ποτάσσα όπως λέμε, κατάλληλη για την παρασκευή μαλακώτερου σε υφή σαπουνιού, είτε καυστικό νάτριο (Sodium Hydroxide) και καυστική σόδα (NaOH –υδροξείδιο του νατρίου) για να παραχθεί σκληρό σαπούνι. Στο χωριό χρησιμοποιούσαν μόνο ποτάσσα. 

Δεύτερο βασικό συστατικό για την κατασκευή του είναι το λάδι. Τα παλιά τα χρόνια που δεν έβρισκες εύκολα λάδι, η τιμή του σαπουνιού ήταν πολύ ακριβή. Kόστιζε μιάμιση φορά πάνω από την τιμή του λαδιού. Γι αυτό και πολλοί χρησιμοποίησαν το λίπος που μάζευαν από τα ζώα και ιδίως τους χοίρους. Φυσικά, αυτό δεν καθάριζε τόσο καλά τα ρούχα γι αυτό δεν το προτιμούσαν. Συνήθως χρησιμοποιούσαν την μούργα, το ίζημα δηλαδή από σάκχαρα και πρωτεϊνες, που κατακάθεται στο ελαιόλαδο και μαζεύεται στον πάτο του πήλινου δοχείου. [2]


1873: Το κόστος αγοράς σαπουνιού για την ενορία της Βωλάξ ήταν μία δραχμή και 10 λεπτά.


1883: Τα έξοδα της παλιάς ενορίας μας δείχνουν την συχνή ανάγκη αγοράς σαπουνιών.

Την ποτάσσα την προμηθεύονταν από μπακάλη στη Χώρα που την πούλαγε μέσα σε σιδερένια δοχεία, δίπλα στις ρέγγες (σκουράντζο) και στον μπακαλιάρο. Mαζί με το λάδι, το έβραζαν και το ξεχώριζαν από τις ξένες προσμίξεις βάζοντάς το σε νταμιτζάνες. Εξάλλου, όσο πιο καθαρό το λάδι τόσο πιο άσπρο το σαπούνι. Η αναλογία που μας δίνει η γιαγιά είναι: 5 κιλά λάδι, 5 κιλά νερό και ένα κιλό ποτάσσα. [3]

Συνταγή: Σε μια κατσαρόλα ρίχνετε το νερό και ζεσταίνετε μέχρι να γίνει χλιαρό (να έχουν ζεσταθεί δηλαδή τα τοιχώματα της κατσαρόλας). Ρίχνετε λίγη-λίγη την καυστική σόδα ή την ποτάσσα, ανακατεύοντας συνεχώς με ξύλινη κουτάλα ή ένα σκέτο ξύλο. Αφού διαλυθεί καλά, ρίχνετε το λάδι και συνεχίζετε το ανακάτεμα σε χαμηλή φωτιά. Κάποια στιγμή ο χυλός –γιατί με χυλό μοιάζει αρχικά– αρχίζει να αποκτά μεγαλύτερη πυκνότητα, να «δένει». Σε αυτό το σημείο κλείνετε τη φωτιά και αφήνετε να πάρει λίγες ακόμα βράσεις. Το αποσύρετε από τη φωτιά και το ρίχνετε σε ένα ταψί για να κρυώσει.

Εκείνα τα χρόνια, επειδή δεν καθόντουσαν επάνω από την φωτιά για να το ταράξουν, η δουλειά γινόταν χωρίς ζέσταμα, με αποτέλεσμα να θέλει περισσότερη ώρα στο ανακάτεμα, αλλά και λιγότερο χρόνο για να πήξει το σαπούνι στο ταψί. Τα έβαζαν όλα σε ένα κουβά στην κουζίνα –το καλοκαίρι στην αυλή– και τα τάραζαν για μια ώρα τουλάχιστον. Μέσα στον τενεκέ «έβραζε» από μόνη της η ποτάσσα με το ανακάτεμα και ζέσταινε νερό και λάδι. Με το συνεχές ανακάτωμα γινόταν κρεμώδης χυλός. Επειδή το λάδι είναι ελαφρύτερο από το νερό ανέβαινε στην επιφάνεια μαζί με την λιωμένη ποτάσσα.

Πως φτιάχναμε το σαπούνι στο χωριό

διήγηση: Μαρία Βίδου, το γένος Φυρίγου (1911-2008), 
ηχογράφηση: 2002, 
διάρκεια: 5:21

Τον ημίρευστο αυτόν χυλό, πριν ακόμη πήξει για τα καλά, τον έριχναν σε ένα ταψί και τον χάραζαν. Μόλις στέγνωνε το σαπούνι, με ένα καλό μαχαίρι, το έκοβαν σε τεμάχια (επάνω στα χνάρια που είχαν γίνει) και το τοποθετούσαν μακριά από παιδιά και από ζώα. Πολλές φορές το έβαζαν επάνω σε σανίδες για να ξεραθεί και να διατηρηθεί. Άλλες πάλι, τύλιγαν τα κομμάτια μέσα σε λευκά πανιά για να τα προστατέψουν. Αν ήταν καλοκαίρι, το τοποθετούσαν σε σκιερό μέρος για να μη λιώνει από την ζέστη.

Ας πούμε κάτι περισσότερο για το χάραγμα. Στον Λαογράφο διαβάζουμε: «Έβαζαν μέσα στην μέση του καζανιού πάνω στο υγρό ακόμη σαπούνι δύο ξύλα σε σχήμα σταυρού, για το καλό. Εάν κάποιος μάτιαζε το σαπούνι τούτο δεν έπηζε και μπορούσε να χαλάσει». [4] Τα ξυλαράκια που έβαζαν για το σταύρωμα, πριν κρυώσει το σαπούνι, τα χρησιμοποιούσαν και σαν σημάδια για να κοπεί σωστά το κάθε κομμάτι, η κάθε «πλάκα» όπως την έλεγαν. «Για το καλό άφηναν οι γυναίκες μία από τις "πλάκες", αφού ήταν "ευλογημένες", δίπλα από την εντιχοισμένη κολυμπήθρα της ενορίας για να πλένει ο παπάς τα χέρια του μετά την βάπτιση και να φεύγουν τα λάδια».

Επειδή το πλύσιμο γινόταν στις αυλές, τα κομμάτια του σαπουνιού έπεφταν στο έδαφος. Έτσι όταν σκούπιζαν οι νοικοκυρές και έφταναν στους δρόμους, τα έτρωγαν οι πεινασμένες κότες και τα γουρούνια που ζούσαν στις κέλες. Το μισοτελειωμένο κομμάτι του σαπουνιού, το υπόλειμμα που είχε μικρύνει πολύ το λέγανε «απολειφάδι». (από + λειφάδειον > λείπω. υπολείπεται = υστερεί) Έτσι λέγανε και τους πολύ αδύνατους ανθρώπους.

H κάθε παρτίδα που κατασκεύαζαν –ανάλογα με την οικογένεια που είχε ο κάθε ένας, αλλά και τα υλικά που διέθετε– μπορούσε να παράγει από τριάντα μέχρι ογδόντα οκάδες σαπούνι.

Τόσο η καυστική σόδα όσο και η ποτάσσα είναι οξέα και ως εκ τούτου, χρειάζεται μεγάλη προσοχή στη χρήση τους. Εννοείται πως δεν τα αγγίζουμε ποτέ με γυμνά χέρια και φοράμε πάντα γάντια. Ένα «φρέσκο» σαπούνι δεν είναι κατάλληλο για άμεση χρήση επειδή διατηρεί ακόμη την οξύτητά του. Γι' αυτό χρειάζεται να «μείνει» το σαπούνι, να... ωριμάσει, ώστε ν' αποβάλλει τον όξινο χαρακτήρα του. Το σαπούνι είναι σαν το καλό κρασί –όσο παλιώνει τόσο καλύτερο γίνεται.

Πέρα από την κλασική βωλακίτικη συνταγή, και για όσους θέλουν να αρωματίσουν το σαπούνι τους, στο νερό που θα χρησιμοποιήσετε μπορείτε να βράσετε χαμομήλι ή λεβάντα ή ό,τι άλλο θέλετε. Για όσους ενδιαφέρονται έχουμε τις εξής πληροφορίες για την σωστή χρήση των βοτάνων:

Χαμομήλι ή λεβάντα (για το πρόσωπο)
Χαμομήλι, μέντα, ιβίσκος (για το σώμα)
για το λούσιμο:
Δεντρολίβανο, θυμάρι (σε περιπτώσεις πιτυρίδας)
Μελισσόχορτο, φασκόμηλο, αχιλλεία (για λιπαρά μαλλιά)
Καλέντουλα, χαμομήλι (για ξηρά)
Τσουκνίδα (για άτονα μαλλιά)


Καλή επιτυχία σε όσους καταπιαστούν!


[1] Εδώ στην Ελλάδα, οι βιομηχανίες σαπουνιών είδαν και έπαθαν να προωθήσουν την παραγωγή στην περιοχή τους. Ο Λιναρδάκης, όταν έκανε το πρώτο εργοστάσιο σαπωνοποιίας, δυσκολεύτηκε πολύ να βρει καταναλωτές. Για να μην κλείσει λοιπόν το εργοστάσιο, οι Λιναρδάκηδες αναγκάστηκαν να βρουν αγορές σε μακρινές και πλούσιες Ελληνικές παροικίες όπως την Κωνσταντινούπολη, την Αλεξάνδρεια και την πάμπλουτη τότε Ρουμανία. Φόρτωναν καΐκια και τα έστελναν εκεί που οι άνθρωποι ήξεραν να... πλένονται.

[2] Πολύ αργότερα, μέσα στο σαπούνι έριχναν και χρώματα και αρωματικά. Το παραγόμενο πράσινο σαπούνι δεν είναι τεχνητώς χρωματισμένο. Το πράσινο χρώμα του προκύπτει από την χρήση πυρηνέλαιου. 

[3] Η αναλογία ώστε το σαπούνι να γίνει τελείως λευκό είναι: 3 κιλά νερό, 6 κιλά ελαιόλαδο, 800 γρ. ποτάσσα.

[4] Την ώρα που έβραζε στο καζάνι, το ανακάτευαν και έλεγαν: «Φτου, φτου! Πάτο–κορφή, φτου, φτου»! Αυτό γινόταν για να μην ματιαστεί, και το περιεχόμενο –από τον πάτο ως την κορυφή– γίνει όλο σαπούνι.

 

Για την μεταφορά: mix_09.2015

 

Μοιραστείτε το