Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!


To χωράφι του Αντωνάκα, πίσω από τον Άγιο Μάρκο, μόλις έχει καθαριστεί (φθινόπωρο 2011).

Ο νησιωτικός χώρος του Αιγαίου προσφέρεται ιδιαίτερα για απόπειρα καταγραφής όρων που αντιστοιχούν στα διαφορετικά είδη αγροτικών τεμαχίων. Το χωριό μας είναι γεμάτο από τέτοια που στην πορεία του χρόνου έχουν παγιωθεί ως τοπωνύμια.

Η μακραίωνη συνεχής κατοίκηση, η φύση του εδάφους και το καθεστώς ιδιοκτησίας της γης αποτέλεσαν παράγοντες που οδήγησαν σε μια εξαιρετικά πυκνή σύμανση του τόπου. Στα νησί της Τήνου διασώζεται πλούσιο τεκμηριωτικό υλικό (δικαιοπρακτικά έγγραφα, προικοσύμφωνα, διαθήκες, φορολογικά κατάστιχα και κτηματολόγια) μας ενημερώνει για τα είδη χωραφιών που υπάρχουν στο νησί. Μικροτοπωνύμια της περιοχής βασίζονται επάνω στην αποτίμηση των χωραφιών και την μορφολογία του εδάφους τους.

Ας δούμε τους όρους των αγροτικών τεμαχίων με αλφαβητική σειρά.  Kάτι ακόμη: Οι φωτογραφίες δεν είναι επεξηγηματικές των λημμάτων, αλλά έχουν καθαρά αισθητικό ρόλο.

Αμπέλι

Στα έγγραφα της Εκκλησίας εμφανίζεται ως vigna. Ο π. Φώσκολος γράφει: «Η vigna μπορεί να είναι στις σημειώσεις τόσο το φυτό αμπέλι, όσο και το χωράφι μέσα στο οποίο καλλιεργείται αποκλειστικά το αμπέλι. Συνήθως είναι η πλήρης φυτεία και μάλιστα δεν σπέρνεται. Madre ήταν η μία ρίζα, η "μάνα" του αμπελιού».

Το καλύτερο χωράφι τύπου vigna ανήκει στην Εκκλησία και βρίσκεται στην περιοχή Πετρακάκι (Petracha'cia). Είναι η πρώτη «σκάλα» κάτω από το Καμπί. Απέδιδε κέρδη στην Εκκλησία τουλάχιστον από το 1845. Μέχρι την δεκαετία του 1930, τα καλύτερα αμπέλια (χωράφια vigna), βρισκόντουσαν ακριβώς κάτω από αυτό του ξωκλησιού της Καλαμάν. Μάλιστα λέγεται ότι εκεί δεν υπήρχαν καλάμια, και ότι αυτά φυτεύτηκαν πολύ αργότερα για να «αναγεννηθεί» ο μύθος. Οι μεγάλοι καλαμιώνες της περιοχής υπάρχουν σήμερα στην περιοχή Μάγια. Μάλιστα κάποιοι, πιστεύουν ότι γι' αυτό πήρε το όνομα η περιοχή· από τα «μάγια» της Παναγίας και το σώσιμο των κατοίκων του χωριού.

Βουνό

Υψωματική περιοχή δίπλα στο χωριό, μεγαλύτερη σε έκταση από τον Πέτασο. Είναι γνωστό το σχετικά κοντινό τοπωνύμιο Της φούρκας το βουνί που βρίσκεται μεταξύ Κουμάρου και Εξώμβουργου, ενώ οι λέξεις –και τοπωνύμια της Πάτμου– Βουνάκι και Βουνάρι, που υποδηλώνουν την έννοια του υψώματος, δεν υπάρχουν στο χωριό μας.

Στα εκκλησιαστικά έγγραφα, οι λέξεις pezzo di vuno (κομμάτι βουνό) ήταν συνήθως τα μεγάλα τμήματα γης σε βουνό ή μικρότερα γειτονικά χωράφια, σε πλαγιά βουνού ή λόφου, που κάποια στιγμή τα «ένωνε» ο ιδιοκτήτης για να έχει πολλαπλή χρήση: και για καλλιέργεια της γης, και για βοσκή των ζώων, και για μάζεμα νερού από τις χειμωνιάτικες βροχές κ.λπ.

Γκρεμνός

Γκρεμός, κ. γκρεμνός, λόγ. κρημνός. Το επικίνδυνα απότομο και βαθύ χάσμα, το βάραθρο. [Μπαμπινιώτης] Γκρεμνός, γκρεμνά έλεγαν στο χωριό τα βράχια. Η λέξη βράχος δεν χρησιμοποιείτο. Υπάρχει το τοπωνύμιο Χοντρός Γκρεμνός (= μεγάλος βράχος). Στην Τήνο «όλα τούτα ΄ν΄σκαμμένα πα΄στα γκρεμνά και τώρα εν΄γεμάτα βλήστρες». Γενικώς, έλεγαν: «Το Βουλάξη βρίσκ'τι στα γκρέμνια».

Οι περιοχές γεμάτες από πλακούρες, πλάκες και γκρέμνια ήταν κομμάτια γης που λόγω της μορφολογίας τους δεν απέδιδαν καρπούς, αλλά ούτε βοηθούσαν στη βοσκή των ζώων. Αρκετά από αυτά είναι απότομα κάθετες πετρώδεις επιφάνειες αδήνατες για οποιαδήποτε χρήση. Αυτά, λοιπόν, τα εδάφη δεν ανήκαν σε κανένα, ακριβώς γιατί εξέλειπε το «κέρδος», και συνήθως αποτελούσαν μέρος δρόμων, νεκρά τμήματα και φυσικά όρια. 

Στην Κολυμπήθρα της Τήνου βρίσκουμε τα Μαύρα Γκρεμνά. Στην Νάξο και την Κίμωλο υπάρχει ο Εγκρεμνός και τα Φυρράγκρεμνα (πυρρός > φυρρός = κόκκινος, δηλωτικό του χρώματος του εδάφους).

Έμπολος

Εδώ, δεν μιλάμε για χωράφι. Έμπολος (εμ + βάλλω) είναι ο μικρός ιδιωτικός δρόμος, συνήθως στενός, που καταλήγει σε αδιέξοδο. Ο πιο γνωστός στο χωριό βρίσκεται στη Σαββαγιάννη, και καταλήγει σε έναν στάβλο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι και ο δρόμος που οδηγεί στα Δεντρά είναι ένας έμπολος, αν και μακρύτερος. Πάντως, αν έλεγες «θα συναντηθούμε στον έμπολο», μιλούσες για την Σαββαγιάννη.

Τον αναφέρουμε, γιατί με την πάροδο των χρόνων οι έμπολοι έχουν χαθεί και έχουν γίνει τμήματα υπαρχόντων χωραφιών. Η ξερολιθιά που τα οριοθετούσε φαίνεται ως χώρος περιορισμού των ζώων μέσα στα χωράφια.

Ζγκούρα

Ζ'γκούρα ή σγκούρα ή σγγούρα ή σγούρα. Υπάρχει τοπωνύμιο βωλακίτικου χωραφιού στην περιοχή του Πετριάδου με το όνομα Ζγκούρα. Στο χωριό Κάτω Κλείσμα βρίσκουμε το τοπωνύμιο Σγούρα. Σε προικοσύμφωνο του 1609 βρίσκουμε χωράφι με τον όρο Cigura, στην Ποταμιά [π. Μάρ. Φώσκολος, Ο Ξανεμίτης, 2010] αλλά και σε διαθήκη του 1576 βρίσκουμε πάλι τον ίδιο όρο. [Τηνιακά Μηνύματα #312]

Η Ζγκούρα είναι χωράφι, σαν παραγγεριά, μόνο με υγρό έδαφος και µόνιµη πράσινη βλάστηση εξ' αυτού. Επειδή καλλιεργείται δύσκολα και λόγω της ύπαρξης του λιμνάζοντος νερού, ιδίως τον χειμώνα, χρησιμοποιείτο για τροφή των ζωντανών. Συχνά ταυτίζεται και με εδάφη με υψηλή επιφανειακή περιεκτικότητα αλατιού (ο Μπαµπινιώτης λέει ότι προκύπτει από αρχαίο δίυγρος = υγρός, ξεπλυµένος).

Καλλουργιά

Η καλλουργιά ήταν κτήμα για την καλλιέργεια των αμπελοφάσουλων, ρεβιθιών και άλλων οσπρίων. Την αναφέρει στο βιβλίο του ο π. Ρόκκος Ψάλτης, με ένα «λ», ως καλουργιά. Ο Γεωργαντόπουλος αναφέρει: «καλλουργιά: καλλιέργεια, προετοιμασία προς σποράν αγρού». Προφανώς η λέξη καλλουργιά είναι εφθαρμένη της λέξης καλλιέργεια. Ο Απέργης εξηγεί την λέξη με μεγαλύτερη λεπτομέρεια: «Καλλουργιά λέγεται το κτήμα, το οποίο δέχθηκε την Άνοιξη 2-3 οργώματα και φυτεύτηκε με ψυχανθή (φασόλια, ρεβύθια, αμπελοφάσουλα, ποτέ φακές). Το πρώτο όργωμα λεγόταν έργαση και γινόταν τους μήνες Ιανουάριο-Φεβρουάριο. Το δεύτερο όργωμα γινόταν τον Μάρτη –δίβολο λεγόταν– και με το τρίτο (τρίβολο) γινόταν το φύτεμα των ψυχανθών. Τα μισά κτήματά του ο κάθε οικογενειάρχης τα έσπερνε (δηλαδή φύτευε κριθάρι) για να εξασφαλήσει το ψωμί της χρονιάς και τα άλλα μισά με όσπρια, για να έχει την βασική τροφή της εβδομάδας. Τον επόμενο χρόνο γινόταν το αντίθετο, εφήρμοζαν δηλαδή την αμειψισπορά».

Καμπί

Το ίσιωμα. Σαν μικρή πεδιάδα, μικρός κάμπος· καμπί. 

Στο χωριό Βωλάξ, Καμπί λέμε τον επίπεδο χώρο που βρίσκεται στην είσοδο του χωριού. Μετά από τις κατά καιρούς τμήσεις του χωρίζεται σε δύο μέρη: στο Καμπί (που περιλαμβάνει και τον δρόμο πριν μπούμε στο χωριό) πάνω από την περιοχή Πετρακάκη που έχει αμπέλια (βλ. λέξη «σκαψίμι»), και στο Καμπί της Εκκλησιάς (Το πρώτο χωράφι πίσω από την μπασκέτα. Ακόμα και σήμερα ανήκει στην Εκκλησία). Στην Τήνο υπάρχουν και τα Ξερόκαµπα (τα ισιώµατα ανάµεσα Κελλιά, Καρκάδο και Αετοφωλιά. Μια περιοχή όπου δεν υπάρχει καµιά πηγή νερού, αλλά ούτε πηγάδι, με αποτέλεσμα τα κτήµατα να είναι ξερά).

Στην περιοχή του Πετριάδου υπήρχε ένα μεγάλο επίπεδο χωράφι, 8-10 στρέμματα, που έκαναν οι βωλακίτες «ζευγάρι». Αυτό το μέρος το έλεγαν Κάμπο. Στο νησί μας υπάρχει φυσικά το χωριό Κάμπος, όπου κάθε χρόνο έχουμε την «Γιορτή του μελιού»· Στην Πάρο τον Κάμπο τον βρίσκουμε ως μικροτοπωνύμιο· στην Κίμωλο και την Νάξο βρίσκουμε το Ξερόκαμπος.

Καντούνι

Το καντούνι (canton) είναι ένα πολύ μικρό μέρος γης, συνήθως σε γωνίες, που χρησιμεύει μόνο και μόνο για να φυτέψουν ένα-δύο δέντρα, συνήθως ελιές. Στο χωριό μας υπήρχε το ψευδώνυμο Καντούνας. Το χωράφι του Καντούνα βρίσκεται πριν φτάσουμε στην περιοχή Κουκ.

Ετυμολογικώς: μεσαιων. > βενετ. canton (ή ιταλικ. cantone) < canto «γωνία» [Μπαμπινιώτης]

Καυκάρα

Κατά τον Γεωργαντόπουλο «το πετρώδες και (μη) ευγαίον έδαφος». Ο Απέργης γράφει: «Πράγματι οι καυκάρες είναι τα εντελώς άγονα τμήματα γης, γεμάτες με φρύγανα, κατάλληλες μόνο για βοσκοτόπια. Ο Γ. Αμιραλής πιστεύει ότι «απαντούν στις κορυφές ή τις πλαγιές των λόφων». [σ. 376]

Στο χωριό μας καυκάρα ονομάζεται το χωράφι που δεν καλλιεργείται συχνά, δεν έχει πολύ χώμα και έτσι δεν είναι πλούσιο σε απόδοση. Υπάρχει, μάλιστα, μεγάλο χωράφι με αυτό το όνομα, απέναντι από το Άπλωμα. Το τοπωνύμιο Καυκάρια, το βρίσκουμε σε χωράφι βωλακίτη, που βρίσκεται πέρα από τον Πετριάδο, στα Βουρνά.

Στην Μύκονο και την Αμοργό απαντούμε τα τοπωνύμια Καυκάρα και Καυκάλα (ήδη από τον 17ο αιώνα). Το ίδιο, σε Κίμωλο και Νάξο. [Δ. Δημητρόπουλος, Τοπωνύμια και Μικροτοπωνύμια στα νησιά του Αιγαίου: Όψεις της αντοχής της σήμανσης του τόπου στο Χρόνο]. Υπάρχει η θεωρία ότι το παρατσούκλι Κακάλας, που είχε κάτοικος του χωριού μας, σημαίνει ο κάτοχος μιας «καυκάλας», ο ιδιοκτήτης καυκάρας.

Κάψαλος

Στο κτηματολόγιο χρησιμοποιείται ο όρος «κάψαλος» όχι ως τοπωνύμιο αλλά για να περιγραφεί το φορολογούμενο είδος του ακινήτου (έκταση η οποία λόγω πυρκαγιάς έχει καψαλιστεί). [Δημητρόπουλος] Χωράφια που κάποτε είχε περάσει φωτιά από πάνω τους (είτε γιατί ξέφυγε, είτε ηθελημένα, για να καθαριστεί ο τόπος από άγριους θάμνους και φίδια) έχουν αυτό το όνομα.

Στην Κύπρο κάψαλος ή καψαλερά εννοούν τον δασώδη τόπο όπου τα φυτά και τα δέντρα κάηκαν από φωτιά. 

Στο χωριό υπάρχει περιοχή πριν την Σαμπερλίκ με το συγκεκριμένο όνομα. Στην Τήνο, 8km από την Χώρα και 2km από τον παραθαλάσσιο οικισμό του Αγίου Ρωμανού, υπάρχει και άλλη περιοχή με το όνομα Κάψαλος. Στην Πάτμο ξαναβρίσκουμε το τοπωνύμιο.

Κήπος

Κήπος με λαχανικά αλλά και με οπωροφόρα δέντρα. Στα έγγραφα το βρίσκουμε ως giardino. Τα χωράφια μετά το πηγάδι του χωριού ήταν giardini. Ο Φώσκολος γράφει: «Όταν συνυπάρχουν λαχανικά και δέντρα, τότε τα δεύτερα βρίσκονται στην άκρη του κήπου, ώστε να μην επηρεάζουν τη σωστή ανάπτυξη των λαχανικών».

Κήπο λένε ένα μικρό χωράφι στα Μάγια που βάζουν λάχανα, ντομάτες, σκόρδα, κρεμμύδια, φασολάκια και πατάτες.Κηπός (Κ' πός) είναι άλλο ένα από τα πολλά τοπωνύμια του χωριού μας που αντιστοιχούν σε διάφορα είδη αγροτικών τεμαχίων. Το μέρος αυτό ανήκε στον Γιόλαρο και βρίσκεται στο μονοπάτι που ανεβαίνει προς τον Πετριάδο (αριστερά). Δεξιά, είναι το Καστρί του Ρήγα (παλαιότερα Καστρί του Γιαννέντα, από το παρατσούκλι πατέρα του) και στην κάτω «σκάλα» βρίσκουμε το λεγόμενο Κάτω Καστρί. Όλα αυτά συνορεύουν με τον Κηπό.

Σε προικοσύμφωνα διαθήκης της Σύρου (έτη 1590, 1597, 1598) βρίσκουμε και το τοπωνύμιο Κηπαρούσα [Κηπερούσα].Κήπος υπάρχει στην Πάτμο, όπως και το τοπωνύμιο Τρία Κηπάρια.

Κλείσμα

Ο π. Αντώνης Φόνσος μιλώντας για το χωριό Κάτω Κλείσµα (υψ. 80μ) γράφει: «Το όνομα μπορεί να προέρχεται από τον όρο για κλειστό περιφραγμένο χωράφι ή περιβόλι, από το ιταλικό chiuso (= κλειστό, περιφραγµένο). Υπάρχει και άλλη εικασία για το όνομα, που δύσκολα αποδεικνύεται, αλλά μου φαίνεται ελκυστική ή ποιητική: Αν ανατρέξουµε στα Πολιτικά του Αριστοτέλη [νπ, 6-12] θα δούµε ότι ο µεγάλος φιλόσοφος, που σίγουρα επισκέφθηκε και την Τήνο, ήταν υπέρµαχος της ίδρυσης πόλης δίπλα στη θάλασσα. Αυτές τις ιδέες του µεγάλου φιλόσοφου τις δέχθηκαν οι Τήνιοι και εγκατέλειψαν το Ξώµβουργο (Πόλις) και ίδρυσαν το Άστυ στα νότια του νησιού. Έχω την εντύπωση ότι το ίδιο συµβαίνει και στα Κάτω Μέρη. Μια µερίδα από τους κατοίκους που ζούσαν µέχρι τότε στους ορεινούς µικρούς οικισµούς, ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στα πεδινά, όχι µακριά από τη θάλασσα προς τη περιοχή του σηµερινού χωριού Καλλονή και στο σηµερινό χωριό Κάτω Κλείσµα, κυρίως στη περιοχή του Πάρλα, όπου υπάρχει και τοπωνύμιο Κιόνοι ή Κιόνι. Το όνοµα λοιπόν Κλείσµα δεν αποκλείεται να προέρχεται από το κλειτορίδα: (Κλειτορίς -ιδος, που συνδ. µε το αρχ. ρήµα κλίνω, όπως µαρτυρεί το αρκαδικό τοπωνύµιο Κλείτωρ (= λόφος), καθώς και το ρηµατικό παράγωγο Κλει-τός (= πλευρικός, πλαγιασµένος, κεκλιµένος), οπότε η λέξης κλειτορίς θα σήµαινε µικρό ύψωµα, εξόγκωµα [35]. Έτσι ο πρώτος «πλαγιασµένος» οικισµός είναι τα Κελιά, ενώ ο δεύτερος, όπου βρίσκεται και το ιερό τέµενος (Κιόνοι) βρίσκεται λίγο πιο βόρεια και ονοµάσθηκε Κάτω Κλείσµα».

Κλείσμα θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι μια μεγάλη περιοχή κεκλυμένου έδαφους με μικρότερη κλίση (γωνία) από 90°. Μικρότερη σε ύψος από τον λόφο.

Λαγκάδι, Λάκκος

«Κοιλάδα, φαράγγι ιδ. δασώδες, ανάμεσα σε βουνά ή λόφους ή σε απότομο έδαφος. Αντίθετα: ύψωμα, βουνοκορφή. Μεσαιωνική ρίζα, πιθανώς από το υποκοριστικό του λαγκάς "κοιλάδα" < λάγκος <αρχ. λάκκος, ενώ έχει προταθεί και η αναγωγή της λέξης σε αρχ. σλαβ. lang "χαράδρα". Δεν ευσταθεί η εκδοχή η αναγωγή σε λογγάδιον, υποκ. του λόγγος».[Μπαμπινιώτης]

Όταν λένε λαγκάδι στο χωριό εννοούν τον χώρο που καταλαμβάνει το ποτάμι· το μέρος που βρίσκεται το ποτάμι και οι διπλανές κατοφερείς περιοχές, οι ενώσεις των βουνών, λέγονται λαγκαδιά.

Στη Σύρο και στην Κέα βρίσκουμε την Λαγκάδα· στην Μύκονο και την Άνδρο την Λαγκαδιά.

Στην Κέα υπάρχει το τοπωνύμιο Λάκκος [Λάκκα]· στη Σύρο Λακκιές, Λάκκοι.

Λαχανόκηπος

Το μικρό χωραφάκι (orto στα ιταλικά) που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την παραγωγή λαχανικών. Στου Μπαμπινιώτη βρίσκουμε: «Τμήμα γης, συνηθ. κοντά σε σπίτι, στο οποίο καλλιεργούνται λαχανικά. Η λέξη μαρτυρείται από το 1862».

Λιβάδι

Το λιβάδι είναι φυσικός βιότοπος και πράσινη έκταση. Μπορεί να είναι φυσικής προέλευσης, η σχηματισμένη υπό την επίδραση του ανθρώπου επάνω στην φύση, χάριν της κτηνοτροφίας. Στην κτηνοτροφία χρησιμεύει για την βοσκή των ζώων, κυρίως βοοειδών, προβάτων και κατσικιών, ενώ διαφέρει από τον αγρό, ο οποίος καλλιεργείται και θερίζεται.[Βικιπαίδεια]

Η σγκούρα θα λέγαμε ότι είναι κάτι σαν το λιβάδι αλλά όχι τόσο «καλό». Λιβάδια, λέμε στο χωριό, κάποια συγκεκριμένα χωράφια που υπάρχουν κάτω από το πηγάδι της Βωλάξ. Εκεί, περνάει πολύ νερό και είναι πάντα υγρά. Αυτά τα χωράφια δεν καλλιεργούνται και χρησιμοποιούνται για την βοσκή των ζώων.

Το τοπωνύμιο Λιβάδι και τα παράγωγά του βρίσκουμε σε πολλά μέρη των Κυκλάδων: Στην Τήνο υπάρχει η Λιβαδερή και η Λιβάδα· στη Σύρο Λιβάδι· στην Πάτμο Λιβάδι και Αγριολιβάδι· στη Μύκονο και την Αμοργό Λιβάδι και Λιβαδερή [Λιβαδερά]· στην Κίμωλο και την Νάξο Λιβάδι [Λιβάδες] και Λιβαδάκι· στην Πάρο Πίσω Λιβάδι κ.ο.κ.

Παραγγεριά

Η παραγγεριά είναι ένα κομμάτι γης που, θεωρητικά, είναι άγονο χωράφι και χρησιμοποιείται για βοσκή. Αν και δεν το σπέρνουν, υπάρχουν και έκτακτες περιπτώσεις, οπότε αποδίδει πολύ λίγο σε σχέση με τα υπόλοιπα χωράφια. To βρίσκουμε με διαφορετική ορθογραφία στα νοταριακά έγγραφα του χωριού: Borangeria a Petriado (1862), Parrangeria, Parangeria. Σε έγγραφο του 1926 βλέπουμε ότι η περιοχή Τζεράνι (Geruni) αποτελούσε μια μεγάλη σε έκταση παραγγεριά της Βωλάξ.

Ο Αλ. Φλωράκης (1995) στα πλαίσια μιας ιδιότυπης ετυμολογίας, θεωρεί ότι πρέπει να γράφεται παραγκαιριά (ως σημαίνουσα «παρα-καιρόν», δηλαδή, χωράφι σε αγρανάπαυση). Ο Επαμ. Γεωργαντόπουλος στο βιβλίο του Τηνιακά, ή Αρχαία και Νεωτέρα Γεωγραφία και Ιστορία της νήσου Τήνου (1889) εξηγεί ότι παραγγεριά είναι «οι πετρώδεις και ουδέν παράγοντες αγροί». Ο Σαβ. Απέργης διορθώνει (1999) με βάση την άποψη του Αλ. Φλωράκη (1995): «Προφανώς η σημασία είναι εσφαλμένη. Οι παραγγεριές είναι κτήματα, τα οποία κάποτε εκαλλιεργούντο κανονικά, αλλά εγκαταλειφθήκανε και «καταντήσανε» βοσκότοποι κυρίως για μεγάλα ζώα, επειδή κάνουν πολύ πάσκλο, αφού δεν είναι άγονες όπως οι καυκάρες».



Την παραγγεριά την βρίσκουμε κάποτε και ως terreno inculto που σημαίνει ακριβώς το ίδιο. Στο χωριό, αν ρωτήσεις του γεροντότερους θα σου πουν ότι σημαίνει το ακαλλιέργητο χωράφι. Ο Δώριζας στη λέξη παραγγεριά σημειώνει: «άγονος αγρός» (όχι, όμως, επειδή δεν έχει την δυνατότητα παραγωγής λόγω κακού εδάφους, αλλά λόγω εγκατάλειψης). Ο π. Φώσκολος διαβεβαιώνει ότι «όταν έσπερναν την παραγγεριά "έκαναν ζευγάρι" μια μόνο φορά, σε αντίθεση με το χωράφι που έπρεπε να το οργώσουν τρεις φορές». 

Περιβόλι

Η περιφραγμένη έκταση γης (εκεί που υπάρχει περίβολος), μέσα στην οποία καλλιεργούνται λουλούδια, λαχανικά, χόρτα και οπωροφόρα δέντρα λέγεται περιβόλι. [Μπαμπινιώτης] Περβολάκια, στο χωριό λένε τα μικρά χωραφάκια που υπήρχαν οπωροφόρα δέντρα –δεν αναφέρονται σε κάτι άλλο.

Το τοπωνύμιο Περβόλι υπάρχει στην Βωλάξ αλλά δεν μπορώ να προσδιορίσω που. Στην Κέα υπάρχει μέρος Περιβόλι [Περβόλια].

Πέτασος

Πέτασος ονομάζεται ο λόφος. Στην Ρόδο υπάρχει και ομώνυμη περιοχή. Ο λόφος που προηγείται της Βωλάξ (στα αριστερά), αποτελεί και το ψηλότερο σημείο μέσα στο χωριό, που σύμφωνα με τις μετρήσεις της Υπηρεσίας Στρατού φτάνει τα 291.10 μέτρα από το επίπεδο της θάλασσας, όταν το χωριό μετριέται σε ένα μέσο επίπεδο 283.70. Παλιότερα στους χάρτες γραφόταν με δύο «σ», ως Πέτασσος, από την λέξη άσσος, λόγω λανθασμένης αντίληψης της ετυμολογίας.

Η ονομασία Πέτασος σχετίζεται ετυμολογικά με την λέξη πετάννυμι (ενεστώτας· μέλλοντας: πετάσω, πετῶ, αόριστος:ἐπέτασα) Γενικώς έχει την λογική αυτού που βρίσκεται ψηλότερα από τους άλλους, αυτού που πετάει (αἴϑρη πέπταται ἀνέφελος). Oι άνθρωποι πίστευαν ότι αν βρίσκονταν πιο ψηλά θα μπορούσαν να προφυλαχθούν από τους κινδύνους... 

Εκτός από τα σπουδαιότερα σύμβολα του Ερμή, το κηρύκειο και τον κριό, υπήρχαν τα φτερωτά πέδιλα και ο πέτασος = το πλατύγυρο καπέλο με τα φτερά για προφύλαξη απ' τον ήλιο και τη βροχή, αφού στην σκέψη των αρχαίων ο Ερμής βρισκόταν πολύ κοντά στα σύννεφα και στον Ήλιο. 

Σκάλα

Στον Πετριάδο υπήρχε η λεγόμενη Σκάλα, όπου φύτευαν φασόλια. Βρισκόταν κάτω από την Παραγγεριά του Μπουρλή, αλλά πέρασε ο αγροτικός δρόμος και την διέλυσε...

Σκαψίμι

Ο Γεωργαντόπουλος γράφει: «τμήμα γης αμπελοφύτου». Ο Απέργης σχολιάζει: «Η σημασία είναι ακριβής. Στην Τήνο, ως γνωστόν, τα αμπέλια φυτεύονται μπροστά απ' τις πεζούλες, για να προστατεύονται από τον αέρα και για να μείνει χώρος για καλλιέργεια. Πολύ σπάνια τμήματα κτημάτων, σε ισιώματα κυρίως, μικρά πάντως, που λέγονταν και καμπιά (κάμπος) φυτεύονταν με αμπέλια σε όλη την έκταση. Λέγονται σκαψίμια επειδή η καλλιέργειά τους γινόταν μόνο με σκάψιμο, αφού δεν ήταν δυνατόν μα οργωθούν με ζώα».

Χάλαρα

Χάλαρα είναι η απόκρημνη περιοχή με απότομες πέτρες και δύσκολη πρόσβαση. [Γ. Χατζηδάκις «Περί τονικών μεταβολών εν τη Μεσαιωνική και Νεωτέρα Ελληνική» τ.2, Αθήνα 1907 σ. 135] Στην Ελλάδα, το μεγαλύτερο κοίτασμα μαγνητίτη υφίσταται στη Σέριφο, στα Χάλαρα. Στην Τήνο είναι, φυσικά, γνωστό το επώνυμο Χάλαρης.

Χωράφι

H λέξη δεν χρειάζεται εξήγηση. Στα νοταριακά έγγραφα υπάρχουν δύο ήδη χωραφιού: Η πρώτη είναι η chiusa· θα λέγαμε ότι έχει την έννοια του κτήματος. Πρόκειται για περιφραγμένο από ξερολιθιές κτήμα. Τα χωράφια αυτά, σπέρνονταν χρόνο παρά χρόνο κυρίως με κριθάρι και κάποιες φορές με μιγάδι (σίκαλη αναμεμειγμένη με μικρές ποσότητες κριθαριού). Χουράφ' το προφέρουν οι βωλακίτες.

Το terreno που είναι ένα μικρότερης δυναμικής χωράφι τύπου chiusa. Στα βιβλία του χωριού το βλέπουμε συχνά από το 1850 και μετά, βέβαια εκεί, έχει την λογική του λιβαδιού. Μάλιστα σε σημείωση του 1927 διαβάζουμε: «tereno (livadi)».

Το χωριό μας δεν είχε χωράφια ή βοσκές κρατικής ιδιοκτησίας που είχαν εκχωρηθεί για καλλιέργεια ή εκμετάλλευση σε ιδιώτη έναντι κάποιας στρατιωτικής, συνήθως υπηρεσίας, τα λεγόμενα φέουδα ή και φεύγα ιδιωματικώς, στα ιταλικά feudo ή ben feudale, που υπήρχαν (αιώνες πριν) στον γειτονικό Φαλατάδο.

 

Για την μεταφορά: mix_09.2015

Μοιραστείτε το