Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!

Πέρα, μακριά, στα ξεχασμένα από την εγκατάλειψη δρομάκια με τις απότομες ανηφόρες και κρυμμένα καλά πίσω από τις φυλλωσιές και τα σκιώδη βάτα, βρίσκομαι σε κάτι πέτρινα συμπλέγματα απίστευτης γεωμορφολογίας! Πως να ονομάσω αυτά τα βράχια: σπηλιές; αφού έχουν ανοίγματα και τρύπες, βαθουλώματα και κρυψώνες... Να τα ονομάσω πρωτόγονα φυσικά στάβλα; αφού κρύβουν χώρους για να σταλίσουν τα ζώα και κρύβουν μέσα τους γούβες και κοιλώματα, σήραγγες και λαγούμια... Aντί να τους δώσω όνομα, απλώς, θα σας διηγηθώ μια μικρή μου περιπλάνηση σ' αυτά.

Αν και τα βράχια δεν αλλάζουν εύκολα –τουλάχιστον όταν τα συγκρίνουμε με την μικρή ζωή μας– παρουσιάζουν εµφανή σηµεία φθοράς που τα μετατρέπουν σε σπηλιές: ρωγµές και σφηνώματα από τις παλαιότερες καταπτώσεις, τεράστιες αποκολλήσεις από τις βροχές, τα σαθρά εδάφη και τις κατολισθήσεις. Παρουσιάζουν ακραίες φυσικές λαξεύσεις από την δύναμη του αιγαιοπελαγίτικου αέρα και την ιδιαίτερη κλήση του εδάφους. Όλα αυτά, δημιουργούν σε κάποιους βράχους, υποτυπώδεις σπηλιές με χώρους πρωτόγνωρους όπου κανένας δεν μπορεί να πει με ακρίβεια αν, και για ποιο λόγο, έχουν χρησιμοποιηθεί...

Όλα ξεκίνησαν από μια ταξιδιωτική περιήγηση που είχα διαβάσει, πριν από πολλά χρόνια, σε μια τοπική εφημερίδα της Τήνου. Στο άρθρο διάβασα για μια δύσκολη διαδρομή, που είχε περιγράψει ένας κάτοικος από το χωριό Αγάπη, και που μπορούσε να κάνει κάποιος μεταξύ των χωριών Αγάπη - Βωλάξ. Η «ζωντανή» διήγηση του άρθρου και η αγάπη μου για την πεζοπορία με έκανε να ονειρεύομαι αυτή την συγκεκριμένη διαδρομή που, μέχρι εκείνη την στιγμή, δεν είχα δοκιμάσει.

Έπρεπε να  ξεκινήσω από το Αγάπη, να περάσω από την «Κανάλα», να συνεχίσω χαμηλά το «φαράγγι» που περνά από τα «Περάματα» και φτάνει μέχρι την «Παχιά Άμμο», για να βγω πίσω στα «Ξυνάρια» και από 'κει στο χωριό. Αυτή η δύσκολη διαδρομή, αλλά και ένα ακόμη μικρό άρθρο για τα πέτρινα στάβλα, μου έδωσαν την ενδιαφέρουσα ιδέα: Να περάσω όλο το φαράγγι και να βγω πίσω στο Βωλάξ, ακόμη και αν γνώριζα ότι έχουν χαθεί τα παλιά μονοπάτια που εξυπηρετούσαν τους πεζούς και τους λιγοστούς γαϊδουροκαβαλάρηδες.

Ήταν ένα φθινοπωρινό πρωινό όταν αποφάσισα να κάνω πράξη όλες αυτές τις σκέψεις. Ξεκίνησα από την Κολυμπήθρα με το αυτοκίνητο, και το άφησα κοντά στο χωριό Αγάπη –τόπος εκκίνησης του εγχειρήματος– για να το βρω στην επιστροφή. Λόγω της ιδιαιτερότητας και των πιθανών δυσκολιών της διαδρομής, είχα προβλέψει να μην το επιχειρήσω μόνος μου: ξεκίνησα, λοιπόν, μαζί με τον εξάδελφό μου, τον frère Ιγνάτιο, από την Περάστρα.

Από το σχολείο του χωριού Αγάπη και σχετικά γρήγορα, πήρα –για καλή μου τύχη– τον χωματόδρομο, και βγήκα εύκολα στην περιοχή των ερευνητικών έργων που έχουν γίνει για το φράγμα μεταξύ Βωλάξ και Αγάπη. Από κει και πέρα πήρα ένα δύσβατο στενό, που κανείς δεν ξέρει αν το είχε πατήσει, εδώ και εκατοντάδες χρόνια, ανθρώπου πόδι και που, μάλλον, μόνο κατσίκια θα μπορούσαν να το χρησιμοποιήσουν. 

Περπατώντας στα πιο περίεργα μέρη, διαπίστωσα ότι η ζωή σε αυτόν τον τόπο εκπέμπει σε σπάνιες συχνότητες, και έτσι, μπορείς να συναντήσεις ανθρώπους που δεν φανταζόσουν ότι θα συναντήσεις ποτέ. Από μακριά γνώρισα τον Ιάκωβο Σιγάλα, τον κυνηγό από το χωριό μας. Όταν με είδε ξαφνιάστηκε τόσο, που δεν πίστευε στα μάτια του. Σ' αυτό το χάος, σ' αυτή την πτυχή του χρόνου, φώναξε δυνατά: «Ποιοί 'στε;» Αντί για απάντηση –και ενώ ήμουν βέβαιος πως θα αναγνωρίσει τη φωνή μου– τον ρωτώ: «Καλά πάω για το Βωλάξ;». Δεν κατάλαβα αν εκείνη τη στιγμή με είχε αναγνωρίσει, μέσα σε αυτό το ξεχασμένο σημείο –μάλλον όχι– γιατί μου φώναξε: «Δεν ακούω καλά... Που πάτ' απ' εδώ;» Η αντίδρασή του φανέρωνε έκπληξη, και δοκίμασε άλλη μια φορά: «Τι θέλιτι εσείς εδώ;». Χωρίς να είναι σίγουρος αν του απαντήσαμε, έβαλε το τουφέκι του στον ώμο και ξαναφώναξε: «Περιμένετέ με και θα να 'ρθω εκεί να σας βουηθήσω!»

Αυτή η περιπέτεια, μέσα σε κείνο το δύσβατο πέρασμα (που της αφιερώνω μόνο πέντε-έξι αράδες κειμένου) κράτησε περίπου μια ώρα για να μπορέσουμε να περάσουμε απέναντι από τον «στάβλο του Μάγειρα», στη συνέχεια απέναντι από την «Καμμένη Πλάκα», μέχρι να καταλήξουμε στο «στάβλο του Δαμιάνου» στη «Παχιανάμμο». Εκεί μου ήρθε η ιδέα να τον ρωτήσω: «Ε, Γιακουμή! Γνωρίζεις τίποτα "παράξενα" βράχια σ’ αυτή την περιοχή;»

Φαίνεται πως είχε πολύ καιρό να βρει κάποιον σ’ αυτό το σημείο αλλά και να του κάνει τέτοιες ερωτήσεις, και έτσι, του πήρε λίγο χρόνο για να μου δείξει κάποια ιδιαίτερα βράχια που δεν είχα ξαναδεί ποτέ –αν και γνωρίζω από μικρό παιδί την Παχιανάμμο. «Εγώ θα σας δείξω σπηλιές μέσα σε βράχια», μου είπε. «Θα σας δείξω που πάν' και σταλίζουν τα κατσίκια και τα ρίφια όταν κάν' ζέστ'!». Και ενώ ακόμη μας μιλούσε, μέσα σε κλάσμα δευτερολέπτου δοκιμάζει να «παίξει» μια «μορτοπούλα» με το όπλο του. Ευτυχώς δεν την πέτυχε γιατί θα στεναχωριόμουν, αλλά για τον Γιακουμή (ένας από τους λίγους καλούς κυνηγούς που έχουν απομείνει στο χωριό), είναι κάτι το φυσικό.

Σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, μας λέει: «Ελάτε μαζί μου να σας δείξω βράχια που μοιάζουν με στάβλα αλλά είν' σπηλιές για να σταλίσουν τα πρόβατα και τα κατσίκια το καλοκαίρι». Πράγματι, μας οδήγησε, σε μικρή απόσταση, και μας έδειξε ένα σωρό από τρία μεγάλα βράχια, στοιβαγμένα. Αν και ήμασταν σε κοντινή απόσταση δεν βλέπαμε καμιά σπηλιά, καμία τρύπα. Κι όμως, σε αυτά τα βράχια, είχε δημιουργηθεί ένας υποτυπώδης στάβλος που στο κοίλωμά του χωρούσε, άνετα, ένα μικρό κοπάδι κατσίκια! Δεν κάναμε περισσότερα από είκοσι μέτρα και μας ξαναλέει: «Ελάτε να μπείτε μέσ' στ' βράχο, αλλά προσέξτι γιατί πρέπει να σκύψ'τι». Εμείς, αν και βρισκόμασταν δίπλα, κοιτούσαμε δίχως να μπορούμε να διακρίνουμε κανένα άνοιγμα. Με ένα μειδίαμα μας ρωτά: «Ε, δεν βρίσκετι την είσουδο;», και με το χέρι του, μας δείχνει από ποια μικρή δίοδο θα μπορούσαμε να σκύψουμε και να μπούμε μέσα σ’ άλλο ένα μεγάλο, φυσικά λαξευμένο, κούφωμα που έκρυβε ο συγκεκριμένος βράχος. 

Ανώνυμοι συγχωριανοί από το παρελθόν, ανάμεσα σε δυο θεόρατα βράχια, έφραξαν με μερικές μικρές πέτρες, το μικρό άνοιγμα προς το πίσω μέρος, ώστε τα ζώα να έχουν μία είσοδο-έξοδο και προστατεύονται καλύτερα. Ίσως αυτός ο πρωτόγονος σταύλος –ελκυστικός με τον δικό του τρόπο– να εγκαινιάστηκε για πρώτη φορά, με την ίδια ακριβώς χρήση, πριν από εκατοντάδες χρόνια. Από την άλλη, πόσο «πρωτόγονος» μπορεί να θεωρηθεί ένας άνθρωπος, που καταφέρνει και ελέγχει –χρησιμοποιώντας την φύση– μέρος του ζωϊκού βασιλείου για τις ανάγκες του; Θυμάμαι, όταν ήμουν μικρό παιδί, πόσο μου άρεσε να βλέπω τα μικρά κατσικάκια να τρέχουν αμέριμνα και να χοροπηδούν στα βράχια και στις απάτητες «μπαραγγεριές»...

Σε μικρή απόσταση –μια τουφεκιάς– μας έδειξε που πάνε να σταλίσουν τα ζώα όταν το καλοκαίρι κάνει αφόρητη ζέστη. Ήταν ένας κούφιος «κρημνός» επάνω σε έναν άλλο, μεγαλύτερο, με ένα άνοιγμα προς την βορινή του πλευρά. Σ' αυτό ακριβώς το σημείο, μας τόνισε ο Γιακουμής, ότι δεν μπορούμε να φανταστούμε πόση δροσιά κάνει τους καλοκαιρινούς μήνες. Έχει δροσερή σκιά με ελαφρύ ρεύμα και τα ζωντανά κάθονται εκεί για να μην υποφέρουν από την ζέστη. 

Άραγε να αποτέλεσαν τα πρώτα πρόχειρα σπίτια των κατοίκων αυτού του οικισμού; πόσο καθόρισαν τις πρώτες τεκτονικές διεργασίες στην απαρχή της γέννεσης αυτού του οικισμού, στην πρώιμη «πολεοδομική» σχεδίαση της Βωλάξ; Τι ρόλο έπαιξαν στις επιδρομές των Τούρκων και των Σαρακηνών; στην περίοδο του πολέμου με την παρουσία των Ιταλών;

Ήταν ποτέ κρησφύγετα για τους κυνηγημένους; χρησιμοποιήθηκαν ως κρυψώνες για παράνομα εμπορεύματα; διαφύλαξαν εκκλησιαστικά αντικείμενα σε «δύσκολους» καιρούς; αποτέλεσαν χώρους παράνομων ερωτικών δεσμών; χρησιμοποιήθηκαν μόνο ως φυσικοί στάβλοι για τα κατσίκια και προσωρινές φωλιές για τα τραυματισμένα άγρια ζώα; Ποιος μπορεί να πει με σιγουριά...

Όταν φτάναμε σιγά-σιγά στο χωριό, μας είπε: «Τώρα θα πάτε μόνοι σας δεν με χρειάζεστε, εγώ θα πάω να κάνω κάποιες δουλειές εδώ κοντά και αύριο θα ξανά-επιστρέψω στα Περάματα γιατί σήμερα δεν βρήκα το ρίφι μου. Δεν ξέρω αν θα το γλιτώσω γιατί πάνε τρεις μέρες που το γυρεύω». Εκεί, μεταξύ ουρανού και γης, αφήσαμε τον Γιακουμή στην μοναξιά του. Λένε πως η ζωή μας κάθε μέρα λιγοστεύει, αλλά, αντίθετα, η ζωή μας κάθε μέρα μεγαλώνει γιατί αν κοιτάξουμε πίσω, έχουμε περισσότερα να θυμόμαστε... 

Περάσαμε από το χωριό και δίχως να σταματήσουμε πήραμε το παλιό χωμάτινο μονοπάτι –τον δρόμο, όπως τον λένε– για το Αγάπη. Εκεί, είχαμε αφήσει το αυτοκίνητο που θα μας βοηθούσε να επιστρέψουμε στην Κολυμπήθρα, απ' όπου είχαμε ξεκινήσει. Όλως τυχαίως, μέσα  στο μονοπάτι που πηγαίνει από την «Λαμπίρη» προς τον Άγιο Αντώνιο, ο frère Ιγνάτιος και εγώ, «ανακαλύψαμε» έκθαμβοι έναν ακόμη τεράστιο βράχο που έκρυβε μέσα του ένα κούφωμα τόσο μεγάλο όσο ένας κανονικός στάβλος. Ελάχιστες πέτρες υπήρχαν, σε συγκεκριμένα σημεία, για να περιορίζουν την έξοδο των μικρών ζώων αλλά και για να τα προστατεύουν από το κρύο και τη βροχή. Αυτός ο βράχος είναι πολύ μεγάλος –μια πραγματική σπηλιά– που με έκανε να αναρωτιέμαι αν είναι μεγαλύτερος ή μικρότερος, σε σχέση με την τεχνητή σπηλιά που υπάρχει στην «Κιουρά Καλαμάν». 

Άραγε πως να δημιουργήθηκαν όλα αυτά τα «στάβλα» και ποια ήταν η σύνδεση των ανθρώπων αυτού του τόπου με αυτά... Κρίμα, γιατί οι άνθρωποι σβήνουν σιγά-σιγά και φεύγει μαζί τους η γνώση γι' αυτή την μοναδική φύση ενώ, οι νεώτερες γενιές, όλο και πιο λίγο, την περπατούν και την ανακαλύπτουν. Και αν το πρώτο είναι αναπόφευκτο, το δεύτερο είναι λυπηρό...

 

Για την μεταφορά: mix 09/2015

Μοιραστείτε το