Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!

Πιάσε τις φωτογραφίες να τις δείξω στο παιδί που θέλει. Αλλά κοίτα να δεις, αυτό θέλει ώρα. Α, όλα κι όλα! Δεν λέει γρήγορα· τι να προλάβεις; Εδώ μέσα είναι όλο το χωριό· από το χίλια οκτακόσα τόσο... Ούτε ξέρω από πότε. Να βάλω και μια να τα πούμε μαζί ωραία; Εδώ είμαστε! Πάρε και κάνα σύκο, αλλιώς μόνο το ποτό μπορεί να σε χτυπήσει... Να, δες αυτές που είναι πολύ παλιές. Έχω να σου λέω ίσαμε αύριο...

Θα σου δείξω κι άλλες. Χρόνο νά΄χεις και δω είμαι γω. Είπαμε, αυτά τα πράγματα θέλουν χρόνο. Πιες, εκεί έχω το φλασκί! (Ξεκινάμε· στις παρενθέσεις οι ημερομηνίες γέννησης)


Βλέπω ότι ξεκινάμε απ' τα δύσκολα! Ποιος ξέρει τώρα ποια είναι αυτή; Που βρήκες τη φωτογραφία; Στο μουσείο... Τι να σου πω, δεν ξέρω... Είναι πολύ παλιά. Πάμε παρακάτω και ξαναγυρνάμε μετά σ' αυτήν.  

 


Κοίτα τώρα. Που βρεθήκανε μαζί τόσες παλιές φωτογραφίες! Αυτή είναι η γιαγιά μου η Λουκία. Του πατέρα μου η μάνα. Την είχε βγάλει στην Κωνσταντινούπολη στου Σεβάχ. Που βρέθηκε; Κρατήστε την στο μουσείο να την έχετε ενθύμιο να λέτε ότι είναι η μάνα του Ζαλώνη του Μαριετίνη... Εκείνα τα χρόνια που να βρεις φωτογραφείο στο νησί. Ή από την Πόλη θα ήταν ή από την Σμύρνη. Άντε και στη Σύρο, αν και δεν είχαμε πολλές επαφές... Πήγαιναν, που λες, οι κοπέλες στην Πόλη να φτιάξουν τα προικιά τους· έραβαν ωραία ακριβά ρούχα και έστελναν καμιά φωτογραφία πίσω, ως ενθύμιο, να τη θαυμάσουμε και μεις στο χωριό πόσο καλοστεκούμενες είχαν γίνει στα ξένα!

 

 


Ε, αυτός είν' ο Ντον Γιώργης ο Φυρίγος. Δες τι νέος που 'νι, με μαύρα μούσια. Να, αυτή η φωτογραφία είν' απ' τη Σύρο, στου Κολιού. Δεν υπήρχαν ηλεκτρικά και φώτα, όπως σήμερα, και τους φωτογράφιζε ούλους στην αυλή τ', το μεσημέρ'. Κρεμούσαν και ένα σεντόν' από πίσω για να μην φαίνεται το ντουβάρ'. Εκείν' τη μέρα ο Κολιός είχεν ζητήσει απ' τον Ντον Γιώργη να βγάλ' τα γυαλιά του για να δείχνει κάπως καλύτερα. Εγώ τον παπά τον είχα γνωρίσει μικρός. Έλεγε συνεχώς αστεία. Μια μέρα κατέβαινε στη Χώρα χωρίς γαϊδούρι. Κάποιος τον συναντά στο δρόμο και του λέει: «ε, ντον Γιώργη, πας στ’ Χώρα μι τα πόδια;» «Ήντα 'θελες να κάμου τα πόδια μ’; Να τ’ άφ’να στου χουριό;». Ήταν πολύ ωραίος σ' αυτά. Πέθανε έτσι ξαφνικά λίγο μετά τον τορπιλισμό της Έλλης.

 

 


Αυτός είναι ο Ιάκωβος Βίδος (1872) φωτογραφημένος στο Πέραν της Κωνσταντινούπολης. Το σπίτι του ήταν αυτό που έχει ο Ζακ σήμερα. Ήταν παππούς του. Είχε φτιάξει δίπλα τον μικρό τον καφενέ που τώρα μένει η Μαρία και ο Γιώργος ο Ρήγας. Πέθανε πολύ νέος ο κακόμοιρος αλλά είχε προλάβει και έκανε παιδιά...

 

 


Η Ανζέλ Βίδου (1872), αδελφή της άμιας Μαρί που παντρεύτηκε τον Γιάννη τον Πιπέρη. Και αυτή φωτογραφημένη στο ίδιο φωτογραφείο του Πέραν. Ξέρεις, η πρώτη κόρη του μπάρμπα-Γιάννη του Πιπέρη, η Αντωνία (1917) παντρεύτηκε τον Γιακουμή τον Φιλιππούση (1915), τον γερό-Καρύδα. Η γιαγιά μου η Σοφιά, η Μαρί και η Ανζέλ ήταν αδερφές. Αυτή πρέπει να πέθανε γύρω στο '55. Τέλος πάντων μην σε μπλέξω. Αυτή ήταν πολύ καλή γυναίκα. Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Οι Φραγκισκανοί από την Κωνσταντινούπολη, είδαν πως το μοναστήρι του Σαντ Αντώνιο στη Χώρα δεν είχε πια κανέναν και της λένε «αφού είσαι από την Τήνο γιατί δεν πας εκεί». Αυτή το κρατούσε όλο το μοναστήρι, μόνη της. Δεν υπήρχε άλλος. Εγώ, όταν ήμουν μικρός, άφηνα στο χάνι το γαϊδούρι και πήγαινα να την επισκεφτώ. Είχε και έναν εξώστη, πάνω από την εκκλησία, και πήγαινα και περιεργαζόμουν το αρμόνιο που έβγαζε ήχο. Δεν είχα ξαναδεί τέτοιο πράγμα... «Αν το πατάς, βγαίνει μουσική» μου έλεγε, και με άφηνε. Α, πολύ καλός άνθρωπος.

 

 


Kαι γω σου λέω πως αυτή δεν είναι βωλακίτισα. Που την βρήκες τη φωτογραφία; Τι να σου πω βρε Δημήτρη μου... Δεν είναι αυτή από δω. Ίσως κάποια κυρία από την Πόλη. Παλιά οι γυναίκες προτού να παντρευτούν πήγαιναν στην Πόλη. Και μερικές παντρεμένες όμως πήγαιναν. Η δουλειά τους ήταν παραμάνες σε πλούσια σπίτια Ιταλών. Και στα καλά τα σπίτια της Αθήνας γινόταν αυτό. Στη Κηφισιά... Έκαναν την προίκα τους και ξαναγυρνούσαν πίσω για να παντρευτούν. Αυτή πρέπει να είναι κάποια καλή κυρία της Αθήνας που είχε στη δούλεψή της δικιά μας κοπέλα...

 

 


Εδώ είναι Βωλακίτες στη Λάρισα, λίγο μετά τους βαλκανικούς του 1912-'13. Να τους μετρήσουμε: είναι ένας ο Φραγκίσκος ο Ζαλώνης ο Γάτας (1889) του Γιακουμή και της Μαρίας, ο άντρας της άμιας Λουκίας (1904) που την έχεις γνωρίσει –η Λουκία έζησε σχεδόν 100 χρόνια. Πάμε παρακάτω: Δύο, εδώ να στο κέντρο, ο μπάρμπα-Γιάννης ο Πιπέρης (1888) του Αντωνίου και της Σοφίας, ο πατέρας του Γιαννούλα. Και τρεις, είναι στα δεξιά ο Νικολής ο Βίδος (1895) του Ιακώβου και της Ειρήνης που μετά παντρεύτηκε την Μαρίκα την Ξενοπούλου. Τότε γινόντουσαν τόσοι πόλεμοι. Όσες φωτογραφίες είχαμε που έδειχναν αγόρια, όλες ήταν από τον στρατό. Όλες οι γυναίκες από την Πόλη και τα παληκάρια από το στρατό. Εμένα μ' άρεσε ο στρατός ήταν ωραίο πράμα κι ας υποφέραμε τότες... Με είχαν στείλει στο Λόχο στην Κόρινθο, με τα χιόνια. Μεγάλη ιστορία αυτή, θα στην πω κάποια φορά.

 

 


Τώρα αυτή δεν την ξέρω ποια είναι, αν και δεν είναι ξένη εικόνα στα μάτια μου. Αυτό το μαύρο φουλάρι στο λαιμό γράφει «ενθύμησις». Πως τα παιδιά φωτογραφιζόντουσαν ναυτάκια ή τσολιαδάκια; Έτσι και κάποιες, που ταξίδευαν για μικρό διάστημα στις ελληνικές γειτονιές της Κωνσταντινούπολης, φόραγαν τέτοια μαντήλια για να τους θυμούνται οι δικοί τους που έμεναν πίσω.

 

 

A, αυτή είναι η αδελφή του Nτον Γιώργη (1877-1940). Tην φωτογραφία την βρήκε ο φρερ και μου την έστειλε... O παπάς ήταν δευτερότοκος γιος του μπαρμπα-Γιάννη Φυρίγου και της άμιας Aλεξάνδρας, το γένος Bίδου. H οικογένεια –εκτός του παπά– απέκτησε πέντε παιδιά: τη Σοφία (1875), τον Nάτσιο (1879), την Aπολλώνια (1880) που πέθανε στα επτά της χρόνια, τη Mαριέττα (1886) και την Άννα (1888).

 

 


Αυτές ποιες να είναι; Αυτή στο κέντρο δείχνει να είναι η μάνα τους. Καλογριές είχαμε απ' το χωριό. Αυτή πρέπει να είναι η Ελένη η Φοσκαρίνη του Γιάκομου και της Ειρήνης, δεν είμαι όμως σίγουρος. Η τελευταία καλογριά που είχαμε ήταν η σουόρα Μαριέττα του Ξενόπουλου που έμενε στα Λουτρά και πέθανε κατά την διάρκεια του πολέμου. Εκείνη την εποχή έχαμε μείναμε μόνο παληκάρια στο χωριό...

 

 


H άμια Μαρί η Βίδου (1884), ή μαντάμ Μαρί όπως την λέγαμε εμείς. Ήταν σύζυγος του Γιάννη του Πιπέρη. Καλή γυναίκα που φρόντιζε το σπίτι της. Ήταν ωραίες εποχές τότε. Δεν την θυμάμαι να πήγαινε στα χωράφια. Ο μπαρμπα-Γιάννης είχε περιουσία.

 

 


Να και ο άντρας της, ο μπαρμπα-Γιάννης ο Πιπέρης (1888) στους βαλκανικούς πολέμους του '12. Πήγαινε στα Κάτω Μέρη, τον φιλοξενούσαν δυο-τρεις μέρες, και έφτιαχνε κοφίνια. Τα κοφίνια του ήταν πολύ γερά και τα ζητούσαν συνέχεια... Ήταν εργατικός και σοβαρός άνθρωπος. Εμείς, τον ξέραμε καλά, γιατί τα σπίτια μας ήταν κοντά και με τον γιο του είμαστε πολύ φίλοι.

 

 


Άντε τώρα να βρεις όλους αυτούς... Για στάσου, αυτός αριστερά είναι ο παππούς σου ο Γιώργος... θά 'ναι 7-8 χρονών... άρα αυτή είναι γύρω στα 1913. Γι' αυτό βλέπεις μόνο γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένους. Οι νέοι άντρες ήταν στο μέτωπο. Δε σού'δειξα τις φωτογραφίες που φοράνε τη στολή; Δεν με πιστεύεις...

 

 


Εδώ είναι πάλι η μαντάμ Μαρί με την γιαγιά Σοφία, την Μπακάλενα, πριν παντρευτεί τον παππού μου. Έτσι είναι: η γυναίκα λένε τον ημερεύει τον άνθρωπο... Η γιαγιά έμεινε χήρα από τότε που ήταν νέα· στο τέλος η κακομοίρα δεν έβλεπε καθόλου. Καλές γυναίκες και οι δύο. Πιες λίγο ακόμη, μη φοβάσαι!

 

 



Αυτός είναι ο Ανδρέας ο Σιγάλας ο Κακάλας (1906), όταν ήταν νέος, με την γυναίκα του την Λουκία (1908). Αν σ' ενδιαφέρει: οι γονείς του μπάρμπα-Αντρέα ήταν ο Μάρκος ο Σιγάλας και η Άγγελα Φυρίγου, και γονείς της Λουκίας ήταν ο Πέτρος Κολλάρος, ο Σαγγάρης πως τον φωνάζαμε και η Ανέττα η Βίδου. Εδώ είναι με το πρώτο τους παιδί τον Μάρκο (1929). Και οι τρεις του –θεός σχωρέστους– είναι στον Άγιο Μάρκο τώρα...

 

 


Κοίτα να δεις: αυτή είναι η Λουκία η Ζαλώνη, την βλέπεις; Η μητέρα της Ζωζεφίνας και της Σοφίας. Και δεξιά είναι μαζί με την Λουκία τηΓκανάνη, την μάνα του Μάρκου. Αυτή είχε τέσσερα αγόρια και τα μάθαινε να ψέλνουν. Γι' αυτό ο Μάρκος μέχρι και σήμερα, στα 88 του, ψέλνει στα λατινικά. Ξαναγυρίζει στην παιδική του ηλικία μαθές...

 

 



Εδώ είναι οι τέσσερις αδερφές Κολάρου: η Αννέζα, που παντρεύτηκε τον Βλάσσιο Πέτοβιτς και εδώ κρατά την Άγγελα, την μάνα της Αγνής του Ρόκκου. Είναι η Λουκία του Κακάλα, η Λίζα του Αντωνά που κρατά τον Μάρκο το πρώτο παιδί της Λουκίας και η Ρόζα του Γερώνυμου στο τέλος. Όλες είναι κόρες του Κολάρου. Η περιοχή Κολαρού που είναι αριστερά απέναντι από το σπίτι του Νίκου και της Μαρίνας λέγεται Κολαρού, από τον πατέρα τους.

 

 



Εδώ είναι ο Γιώργος ο Βίδος, ο παππούς σου με τον Αντρέα τον Κακάλα. Ο παππούς σου ήταν κληρωτός του '26 και ο μπάρμπα-Αντρέας του '27. Ήταν δηλαδή μεγαλύτερος από τον Αντρέα, επειδή όμως έδειχνε πιο μικρός ο φωτογράφος τον τοποθέτησε όρθιο για να δείχνει σεβασμό στον «μεγαλύτερο»!

 

 



Εδώ είναι ο Ζακ (1932) με τον θείο σου τον Νάτσιο (1936) επάνω στην καρέκλα. Ήταν πολύ ωραίος άνθρωπος, όσο τον εγνώρισα, γιατί λίγο τον εγνώρισα κι αυτόν. Ήταν πολύ ωραίος άνθρωπος ο συχωρεμένος ο θειός σου ο Νάτσιος, και τεχνίτης, και... Είχε πάει στην Αθήνα, είχε μαραγκούδικο ξέρω 'γω. Ήρθε κάποτε. Εμείς έχουμε το συνήθειο «δεν θα πιούμε ένα». Μου λέει «ρε συ Αλέκο, δε θα πιω ποτέ!» Λέω το γιατί; «Είδα, λέει, μια φορά το μπαμπά μ' σε τέτοια κατάστασ' που δε θα το πιω ποτέ!»

 


Εδώ είναι η Σοφία και ο Νταμιάνος στην Ευαγγελίστρια. Ωραίοι άνθρωποι, και καλοί! Η Σοφία ήταν από το Βωλάξ, αλλά η ίδια είχε γεννηθεί στην Ποταμιά όταν ο πατέρας της ο Νάτσιος ο Φυρίγος βρισκόταν εκεί. Ο άντρας της, που βλέπεις δεξιά, ήταν ο Νταμιάνος ο Καπετάνιος από την Περάστρα. Παντρεύτηκαν στο χωριό τον Νοέμβριο του 1934 και έκαναν μαζί τρία παιδιά: την Αντωνία, τον Ματέο και τον Ιγνάτιο που έγινε φρερ. Η κακόμοιρη η μάνα πέθανε πολύ νέα –στη γέννα. Τότε δεν υπήρχαν τα μέσα που υπάρχουν σήμερα. Την εβάλανε σε μια σκάλα και με αυτό τον τρόπο την μετέφεραν στη Χώρα. Από κει, με πλοίο, θα πήγαινε στο νοσοκομείο της Σύρας. Φαντάσου ταλαιπωρία. Και μόλις είχε γεννήσει. Δυστυχώς δεν τα κατάφερε και πέθανε στη Σύρα... Δεν θά'ταν ούτε 30 ετών όταν συνέβει αυτό, θεός σ'χωρέστην...

 


Αυτός ο όρθιος δεν είναι από τα μέρη μας. Ο άλλος είναι ο παππούς σου ο Γιώργος (1915). Εδώ είναι στον πόλεμο του '40 που, μεγάλος, τον έπιασε η επιστράτευση. Έτυχε τώρα και τον πήραν· δεν καλέσανε μεγαλύτερους, σ' αυτόν σταμάτησαν. Ανακοινώθηκε ότι όσοι γεννήθηκαν την τάδε ημερομηνία έπρεπε να καταταγούν. Πήγε στην χωροφυλακή της Χώρας και του έδωσαν φύλλο πορείας. Αφού έφυγε με πλοίο για τον Πειραιά, μόλις φτάσανε τους μαζέψανε τότε σε ένα στρατόπεδο στην Αττική και από κει πήγανε στον σταθμό Λαρίσης. Με το τρένο τους έστειλαν στη γραμμή Μεταξά, στο Κιλκίς στην ελληνοβουλγαρική μεθόριο που θεωρούνταν η κύρια απειλή για την Μακεδονία. Εκείνον τον πήγαν σε κάποιο επιφανειακό πολυβολείο. Με την πρώτη κανονιά –δεν χρειάστηκε δεύτερη– οι Γερμανοί αχρήστευσαν την γραμμή άμυνας και διαλύσανε το μοναδικό πολυβόλο που είχαμε. Τους είπαν τότε να ξαναγυρίσουν πίσω. Έκανε δυο βδομάδες φαντάρος και χρειάστηκε τρεις ολόκληρους μήνες για να ξαναγυρίσει από το Κιλκίς στην Τήνο. Κολύμπησε, πήρε βάρκες και πλοία, περπάτησε και μπόρεσε και έφτασε πίσω πάλι στο χωριό. Η μάνα μου με τα παιδιά μικρά είχαν τρελλαθεί...

 

 

A, να και τα υπόλοιπα αδέλφια: ο Aντρίκος (1911-1992) στο χακί και ο Άγγελος (1918-1997) είναι αυτός με τη στολή του ναυτικού –δεν άλλαξε καθόλου μέχρι τα γεράματα... Όταν φόραγε τη λευκή στολή, από όπου πέρναγε, τον ψιλοκερνούσαν καφεδάκι. Tου λέγαμε, «είσαι τυχερός ρε συ». Kαι τότε μας έλεγε, «τι να το κάνεις το ζεστό αν δεν σου βρίσκεται κανά τσιγάρο»...

 


Αυτή είναι η Άννα η Σιγάλα (1898) ντυμένη Αμαλία· είναι αδελφή της Ρόζας του Αλέκου. Όμορφη γυναίκα. Δες βλέμμα! Γράφει κάτι η φωτογραφία; «Φεβρουάριος 1938». Η Άννα είναι του Κουμάνη [Ιάκωβου Σιγάλα] κόρη. Ο Κουμάνης είχε την Άννα, την Ρόζα, τον Μάρκο τον Τσιτσάνη και την  Άγγελα του Νταμιάνου. Αυτή που λες, η Άννα, παντρεύτηκε έναν Αγαπιανό και είχανε ένα ή δύο παιδιά. Μια φορά, το παιδί θά'ταν-δε-θά'ταν 16 χρονώ, ήθελε να πάει για κυνήγι. Η μητέρα του φοβόταν και δεν το άφηνε. Τραβούσε ο ένας το όπλο, τραβούσε η μάνα από την άλλη, εκπυρσοκρότησε το όπλο σκοτώθηκε η μάνα.

 

 


Αυτή με τα λουλούδια είναι η Ειρήνη Δελλατόλα από το Αγάπη· μητέρα της Ελενάρας (1927) του Φραγκιά (1923), της κυρά Μαρίας της Πιπέρενας και της Φραγκίσκας του Νάτσιου του Χαρικιόπουλου.

 

 


Αυτός είναι Μέγας όπως τον έλεγαν [Ιωάννης Βίδος (1926)].  Άνθρωπος ταλαιπωρημένος, σχεδόν τυφλός, που δεν έζησε καλά-καλά την μητέρα του. Πέθανε στα 23 του, την δεκαετία του '40. Περάσε μια δύσκολη ζωή, χωρίς ευκαιρίες, τίποτα. Και η μητέρα του πέθανε πολύ νέα και ο πατέρας του έπινε πολύ... Τι να πεις... Εσείς σπίτι-σχολείο δεν μάθατε τα πιοτά. Καλό είν' κι αυτό. Εμείς εδώ με τους γονείς, θεός σχωρέστους, τα συνηθίσαμε. Να χθες πήγαμε με τα παιδιά και πιήκαμε μισό κιλό, και μετά πήγαμε και πιήκαμε και τα ουζάκια μας –ήταν η μέρα τέτοια. Καλά περάσαμε. Ο πατέρας του Mέγα, όμως, έπινε πολύ. Kαι γω παλιά μη θαρρείς...

 

 


Μερικές φορές αισθάνομαι... μερικές φορές αισθάνομαι ότι έχω κουραστεί... Και λέω και στην άλλη πλευρά να πάω πάλι δικούς μου θ' απαντήσω. Να! Την Ρόζα με την Άννα ας πούμε... Η μία θα μιλάει και η άλλη θα ακούει! Πάντα έτσι γινότανε... Μελαγχολώ όταν βλέπω όλους αυτούς που φύγανε... αλλά δεν είναι σωστό να μιλάμε έτσι. Πάμε παρακάτω!

 

 

 

Η Μαρία Ζαλώνη η Καράκενα. Αυτή δεν είναι από τη Βωλάξ. Ο Καράκος ήταν από το Σκλαβοχωριό. Πρέπει να είναι αδελφός της. Αυτή ήταν φίλη της Λουκίας της Γάταινας ίσως να είχαν και κάποια συγγένεια. Η Σοφία μου έδωσε την φωτογραφία. Τις βρήκανε τώρα που χτίζουν το σπίτι του Ιωσήφ. Θα την πάω κάποια στιγμή στο μουσείο.

 

 

 



Η φωτογραφία είναι της δεκαετίας του '30. Εδώ είναι πάλι ο Ντον Γιώργης Φυρίγος στα αριστερά. Ο μεσαίος από το ντύσιμο πρέπει να είναι μονσινιόρ [εκκλησιαστικός λατινικός τίτλος] αλλά δεν ξέρω ποιος· μήπως είναι ο Γουιδάτος. Δεν ξέρω να σου πω. Βλέπεις που ο Ντον Γιώργης έχει το χέρι στην τσέπη; Στην τσέπη του είχε πάντα  ένα κουτάκι ταμπάκο. Και όταν έβαζε λίγο στη μύτη του φταρνιζόταν και μονολογώντας έλεγε: «Γειά σου παπά μ’». Και απαντούσε ο ίδιος: «Ευχαριστώ, Δον Γιώργη!»

 

 


Γειά σου Δημήτρη με λένε Aντώνη. Έχω φωτογραφίες της οικογένειάς μου που χρονολογούνται από το 1950. Eάν στις στείλω θα μπορέσεις να την ανεβάσεις στην ιστοσελίδα σας; Ωραία. Λοιπόν, εδώ είναι η μητέρα μου Κονκέπτα του Ιωάννη Ζαλώνη με τον πατέρα μου Γεώργιο Νικολάου Βίδο, έτος 1950.

 

 


Kαι εδώ είναι μια σύνθεση με τρεις: επάνω η γιάγια μου Μαρία, κόρη του Γεωργίου Α. Ξενοπούλου. Η γιάγια μου πρέπει να πέθανε περίπου το 1926 γιατί ειχε πεθάνει στην γέννα του θείου μου του Γιάννη από ότι ξέρουμε. Δεξιά είναι ο παππούς μου Νικόλαος Γεωργίου Βίδος (1895-1950) με το παρατσούκλι Γιαννέντας. Aριστερά είναι ο θείος μου Ιωάννης Νικολάου Βίδος (1929-1949) με το παρατσούκλι Μέγας.

 

 

Εδώ είναι ο Καπαντσάς [Νάτσιος Χαρικιόπουλος], αρρενωπός νέος και δεξιά του ο αδελφός του ο Πέπος. Αφού ο Νάτσιος είναι γύρω στα 87 σήμερα, πρέπει να γεννήθηκε γύρω στα 1925. Άρα η φωτογραφία είναι μετά τον πόλεμο, λογικά την εποχή του εμφυλίου. Παληκάρι και δουλευταράς. Να σου επι ιστορίες όταν δούλευε στα μάρμαρα να τρελλαθείς!

 

 


Αυτά είναι τρία από τα παιδιά του γερο-Ντουντού: Ο Ιωσήφ Φυρίγος ο Μπρούνος· ο Γιάννης Φυρίγος ο Τακάς με το όπλο στα χέρια· και ο Γιώργος ο Μπούμπας. Ο γερό-Ντουντός είχε πολλά παιδιά. Υπήρχαν ακόμη ο Αντώνης ο Ντουντός, που τον γνώρισες, ο Αλέκος φυσικά, η Άννα και η Σοφία. Εδώ είναι στο χωράφι τους, δέκα μέτρα (αριστερά) πριν την Πλάκα, το Άπλωμα που λέτε εσείς. Ο Ιωσήφ είχε στην αρχή ανοίξει ένα καφενεδάκι αλλά μετά πήγε στην Αθήνα και έφτιαχνε εκεί καλάθια. Από τη θημωνιά με το κριθάρι πρέπει να είναι Ιούνιος. Ναι. 99% Ιούνιος θα 'ναι.

 

 

Για την μεταφορά: mix_09.2015

Μοιραστείτε το