ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Εμφανίζονται αναρτήσεις με την ετικέττα ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ. Ολες οι ετικέττες, Ολες οι αναρτήσεις
Μένω σε ένα χωριό. Δεν είναι από αυτά τα κυκλαδίτικα χωριουδάκια που φαντάζεστε. Είναι από τα «ορεινά». Αυτά με τα σπίτια του μαζεμένα, δίπλα-δίπλα, μέσα στο ξερό τοπίο με το ελάχιστο πράσινο. Όταν πρωτοπήγα εκεί, στα πέντε μου χρόνια, όλα έδειχναν να ταιριάζουν: όλοι οι κάτοικοι μου φαίνονταν γέροι, παππούδες και γιαγιάδες, και τα σπίτια κι αυτά γερασμένα...
Tα περισσότερα οικήματα ήταν εγκαταλελειμμένα και μισογκρεμισμένα. Χαλάσματα ήταν χωρίς στέγη, βουλημένα όπως τα έλεγαν. Ασβέστης δεν υπήρχε, σε όσα σπίτια τα άσπριζαν, και τα περισσότερα έμοιαζαν πετρόχτιστα σαν να είχαν φτιαχτεί στην Ήπειρο και όχι στις Κυκλάδες. Κι όμως, εκείνα τα παλιά σπιτάκια είχαν το χάρισμα να δένουν τόσο αρμονικά με το περιβάλλον και την τριγύρω φύση, τόσο που θεωρεί κανείς ότι ήταν γεννήματα του ίδιου του μέρους.
Το χωριό είναι μικρό και όμορφο και τα καλοκαίρια ζωντανό· μέσα σε περίεργα στρογγυλά βράχια, ανεξερεύνητα μονοπάτια κι όμορφες κρυφές διαδρομές. Ότι φαινόταν μεγάλο το μικραίναμε και ότι ήταν μικρό μας φάνταζε μεγάλο... Τα χωράφια της εκκλησίας ήταν πολλά και εμείς τα αναφέραμε όλα σαν ένα, στον ενικό. Από την άλλη, τις μικρές βελανιδιές τις λέγαμε πλατάνια! Είχαμε μπερδέψει συμμαθητές και γνωστούς από την Αθήνα. Είχαμε μπερδευτεί κι εμείς.συνέχεια...
«Υπάρχουν σπίτια σαν τη νεκρά θάλασσα, σπίτια ακίνητα που τα κατοικεί η γυναίκα του Λωτ. Οι βρύσες τους τρέχουν νερό αρμυρό, φαρμάκι, νερό του Σοδομά. Παντού σιωπή. Όλα εισπνέουν λύπη, λύπη και φόβο. Κι είναι άλλα που μέσα τους κυλά ο Ιορδάνης ποταμός. Γλυκά νερά, χλόη και δέντρα. Πόρτες ορθάνοιχτες, χωρίς κλειδιά, παράθυρα που τραβούν το σπίτι στ' ανοιχτά, και σκάλες, σκάλες ατέλειωτες, που τις πατά, τις τρίβει η ζωή».
«Στο προγονικό μας σπίτι η πόρτα του, η αυλόπορτα δηλαδή, χτυπούσε πιο ταχτικά κι απ' τις καμπάνες της Μητρόπολης. Άνθρωποι κάθε λογής, γνωστοί και άγνωστοι, έφερναν, άφηναν τα παιδιά τους για να βαφτιστούν, ζητούσαν να στεφανωθούν, να παντρευτούν, να κάνουν το τραπέζι του γάμου τους εκεί, ν' ακουμπήσουν, να σταθούν, να πάρουνε τη σκιά του, να ξεκουραστούν. συνέχεια...
Στα εφηβικά μου χρόνια ένιωθα αμήχανα τα μεσημέρια. Οι χωρικοί και οι «Αθηναίοι εισβολείς», κάτω από την μεσημεριανή ραστώνη, εξαφανίζονταν για να ξεκουραστούν. Έτσι, μου άρεσε να περπατάω μόνος μου, στα χωράφια κάτω από το Άπλωμα, και όταν έβλεπα στάβλο άδειο από ζώα, έμπαινα μέσα και τον... έψαχνα. Ίσως έψαχνα που είχαν εξαφανιστεί όλοι τους...
Τα παλιά χρόνια, η σχέση των ανθρώπων με τα ζώα και την γη τους ήταν μια σχέση αγάπης και μόχθου, που την έβλεπες στα καλλιεργημένα χωράφια και στους μικρούς κήπους με τα κηπευτικά. Φαινόταν στα καθαρισμένα μονοπάτια και στις προσεγμένες και επιδιορθωμένες ξερολιθιές. Το ένιωθες γύρω σου: στις φωνές των γεωργών από το χωράφι μέχρι τον απέναντι λόφο και στα δεκάδες αρώματα της καλλιεργημένης γης.
Λένε, πως όταν ο Κάτων ο Πρεσβύτερος έγινε κήνσωρ της Ρώμης, τιμητής, το 184 π.Χ., δεν απέμεινε σε κανέναν τον τίτλο του ρωμαίου πολίτη, αν προηγουμένως δεν του έδειχνε τα χέρια του. Όσοι είχαν χέρια λεπτά, καθαρά και άσπρα δεν έπαιρναν ποτέ τον τίτλο αυτό. Αντιθέτως, όσοι είχαν χέρια σκληρά, ηλιοκαμμένα και με ρόζους γίνονταν δεκτοί. συνέχεια...
Μια πιο προσεκτική ματιά στις ξερολιθιές, που βρίσκονται παντού γύρω από τον οικισμό.
Στα πλαίσια της αναζήτησης και καταγραφής αρχιτεκτονικών στοιχείων στο χωριό, ψάξαμε λίγο τους τοίχους και κυριότερα τις ξερολιθιές. Να τονίσουμε οτι εδώ αναφερόμαστε στους πέτρινους τοίχους που συναντάμε στα χωράφια, που είναι μίας σειράς πετρών (αντί για δύο που συναντάμε στα σπίτια του χωριού) και κυρίως χωρίς τσιμέντο ή χώμα ή άλλο συνδετικό μέσο. συνέχεια...
Πρώτα ήταν οι γεωργοί. Ακολούθησαν οι κτηνοτρόφοι. Όλοι αυτοί, και οι οικογένειές τους είχαν την ανάγκη δημιουργίας και άλλων κτισμάτων εκτός από τα σπίτια τους: ξερολιθιές, πηγάδια, στάβλα, αχερώνες, νερόμυλοι, περιστεριώνες, πατητήρια, λιοτρίβια, ανεμόμυλοι, ρακεζιά και, φυσικά, ξωκλήσια.
Όλα αυτά δημιούργησαν διάφορα εντόπια επαγγέλματα. Του λιθοξόου, του κτίστη, του μαραγκού. Αργότερα του σιδηρουργού, του μυλωνά ακόμη και του παπά που έπρεπε να εξυπηρετήσει τα διάφορα ξωκλήσια. Για τις μετακινήσεις σε όλα αυτά τα κτίσματα, σε κάθε οικισμό, σε όλο το νησί, βοηθούσαν τα υποζύγια: γαϊδούρια, μουλάρια, άλογα.
Όπως σήμερα, σε κομβικά σημεία, βρίσκουμε πρατήρια βενζίνης για το αυτοκίνητό μας, έτσι και τα παλιά τα χρόνια, υπήρχαν οι ποτίστρες για να πίνουν νερό και να παίρνουν δυνάμεις τα ζώα.
Σήμερα στο χωριό μας υπάρχουν μόνο τρεις ποτίστρες και φυσικά το πηγάδι του χωριού που μέχρι πρόσφατα, η μπροστινή του γούρνα, ήταν για τα ζώα... συνέχεια...
Συμφωνώ με τον Ηλία Μπαζίνα. Οι άνθρωποι που γεννήθηκαν λίγο πριν και λίγο μετά από τον Πόλεμο, προσπαθούσαν να πάρουν προαγωγή και να γίνουν πρωτευουσιάνοι. Ντρεπόντουσαν που οι γονείς τους ήταν γεωργοί, κτηνοτρόφοι ή τεχνίτες. Έφυγαν από το χωριό και πήγαν στην πρωτεύουσα και το εξωτερικό κρύβοντας την ντοπιολαλιά τους, την ιδιαίτερη προφορά τους και ότι από την οικογενειακή τους ιστορία θεωρούσαν ως μειωτικό. Φοβόντουσαν να πουν ότι οι παππούδες μας δεν είχαν χρήματα, τη στιγμή που το 50% των Ελλήνων, εκείνα τα χρόνια, ήταν φτωχοί –και άλλο ένα 45% ήταν λιγότερο φτωχοί.
Ως ιδιαίτερα μειωτικό εθεωρείτο το να μην είχες προγόνους δικαστικούς, συμβολαιογράφους, εκπαιδευτικούς και άλλους γραμματιζούμενους (ένα ευυπόληπτο επάγγελμα στην οικογένεια καταξίωνε και ξέπλενε τα πάντα!). Ντρεπόντουσαν, ακόμη, για ενέργειες που επέσυραν διώξεις. Κανείς δεν αναφερόταν σε παππούδες ζωοκλέφτες, σε θείους μπεκρήδες –το αλκοολικοί είναι μεταγενέστερος όρος– ή σε ρέμπελους φίλους... Άσχετα αν όλα αυτά αποτελούσαν μια σπάνια εξαίρεση. Φοβόντουσαν να μιλήσουν για τους κατσιρμάδες [λαθρεμπόριο] στην Κολυμπήθρα, για τα παράνομα ρακεζιά και για τα τριμπόνια που τα έσπαγαν οι χωροφύλακες. Είχαν ενοχές επειδή το κράτος δεν τους είχε φτιάξει δρόμους και δεν είχε φέρει τον ηλεκτρισμό στο σπίτι τους• επειδή έφερναν το νερό από το πηγάδι και τα σπίτια δεν είχαν εσωτερική τουαλέτα. Φοβόντουσαν να πούνε ότι η καταγωγή τους ήταν από ένα χωριό που το λένε Βωλάξ... συνέχεια...
Έχουμε ασχοληθεί αρκετές φορές –και θα το ξανακάνουμε φυσικά– για τα ιδιαίτερα στοιχεία της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής που βρίσκουμε στα παλαιότερα σπίτια του χωριού μας. Με αυτό το κείμενο θα αναφερθούμε στις περίεργες τρύπες που υπάρχουν στα κατώγια. Τρύπες, για να μπορούν οι χωριανοί να ακούν ό,τι λένε οι άλλοι, χωρίς να τους βλέπει κανείς...
Σήμερα, αν περπατήσετε μέσα στα δρομάκια του χωριού θα παρατηρήσετε κάποιες μικρές τρύπες στα κατώγια των σπιτιών. Κάποιοι, λένε ότι υπήρχαν για να μπαίνει φως στο σκοτεινό υπόγειο. Μαζί, όμως, με το φως έμπαινε και υγρασία που δεν βοήθαγε στην φύλαξη κάθε λογής προϊόντων, όπου αυτός ήταν και ο βασικός σκοπός της ύπαρξης του κατωγιού. Άλλοι, έλεγαν ότι ήταν για να μπορείς να δεις έξω. Μερικές όμως από αυτές τις τρύπες δεν βρίσκονται στο ύψος του κεφαλιού ώστε να βοηθούν σ' αυτό. Υπάρχει, ακόμα, και η θεωρία ότι ήταν για να αερίζεται η κέλα, αφού η «εναπόθεσις των σκουπιδιών, η διαμονή των χοίρων και των πουλερικών ανάπνεων μίαν φρικτήν δυσωδίαν». Καιροφύλλας, 1930, σ.189 Βέβαια αυτό δεν μπορεί να ισχύει γιατί η κέλα έβλεπε προς τον δρόμο σε αντίθεση με το κατώι που ήταν κλειστό... συνέχεια...
Σε αντίθεση με το σήμερα, που αφήσαμε τα αλώνια για να φτιάξουμε... σαλόνια, διαβάσαμε ένα νοσταλγικό κείμενο της Οφιούσσας με χρυσοπράσινα χωράφια και κύματα από στάχυα. Έτσι, εύκολα, ξαναγυρίσαμε στις εποχές που οι άνθρωποι έφτιαχναν αλώνια κι «αλώνευαν». Στις εποχές που «το άγχος της βροχής δεν ήταν για να γεμίσουν οι δεξαμενές και οι πισίνες, αλλά για να μεστώσει ο καρπός». Τότε που «το κριθάρι συντηρούσε τους ανθρώπους, τις αγελάδες, τις κότες, τους χοίρους, τον γάιδαρο». [ophioussa 9.05.2009] Ας δούμε, λοιπόν, κάποια από τα αλώνια του χωριού και ας δούμε πως τα χρησιμοποιούσαν εκείνα τα χρόνια.
Ο αλωνισμός ήταν κάτι πολύ επίπονο και κουραστικό, αλλά παράλληλα, ήταν μια καθιερωμένη παραδοσιακή εργασία που μας έδινε την σημαντικότερη από τις τροφές μας –το ψωμί. «Τώρα, αυτό το ξεπερασμένο από την εποχή μας σκηνικό και όμορφη ατμόσφαιρα, αντικατέστησε η μυρωδιά του πετρελαίου και ο απαίσιος βρυχηθμός των αλωνιστικών μηχανικών τεράτων». [Μωραϊτης, σελ. 321] Το ένα μετά το άλλο, τα παραδοσιακά αλώνια, από την πολύχρονη απραξία χορταριάζουν, σκεπάζονται με θάμνους και αφήνονται στην τύχη τους... συνέχεια...
H Άννα του Aλέκου και ο Zακ κάθησαν ένα απόγευμα του καλοκαιριού και έφτιαξαν έναν κατάλογο με όλα τα αλώνια που υπάρχουν σήμερα στο χωριό. Όσα δηλαδή έφτασαν να υπάρχουν μέχρι τις μέρες μας, γιατί πολλά εγκαταλείφθηκαν από τους κληρονόμους τους και άλλα τα άφησε ο ίδιος ο χρόνος...
Πέρασαν τα χρόνια και η τεχνολογική εξέλιξη έφερε την πρόοδο. Πρόοδος, που βοήθησε τη ζωή να καλυτερέψει και να διευκολύνει τους ανθρώπους στον αγώνα της για επιβίωση. Ιδιαίτερα στον τομέα της γεωργίας, τότε που ο κάματος μετρούσε τους πόνους του τα βράδια. συνέχεια...
Το παραδοσιακό σπίτι του χωριού αποτελεί εξαιρετικό παράδειγμα λαογραφικής τέχνης. Η αρχιτεκτονική του, όπως και όλης της Τήνου, υμνεί την παράδοση και την αισθητική. Το εντυπωσιακό τοπίο που περιβάλλει τον οικισμό, ο τρόπος με τον οποίο ο ήλιος λούζει τα σπίτια, έχουν ως αποτέλεσμα να νομίζει ο επισκέπτης ότι περπατάει μέσα σε έναν πίνακα ζωγραφικής.
Η διαµόρφωση των οικισμών της Τήνου επηρεάστηκε από διάφορους παράγοντες όπως αναφέρουμε και στο άρθρο μας για την ρυμοτομία. Οι πιο σηµαντικοί είναι ο αέρας που επικρατεί στο νησί, η µορφολογία του εδάφους και οι κοινωνικοϊστορικές συνθήκες. συνέχεια...