ΔΙΗΓΗΣΗ
Εμφανίζονται αναρτήσεις με την ετικέττα ΔΙΗΓΗΣΗ. Ολες οι ετικέττες, Ολες οι αναρτήσεις
Βράχια δεμένα με τη ζωή του χωριού.
Aκουμπίστρα: α) πέτρα ή πεζούλα όπου ακουμπά κανείς για λίγο το φορτίο του. β) σημείο-στάση που ορίζεται από κάποιο πέτρινο χαμηλό τοίχο (ντουβάρι) για ξεκούραση μικρής χρονικής διάρκειας· πέτρινο ανάσασμα.
Tαπεινές και «άγνωστες» γωνιές του χωριού... συνέχεια...
Τρεις διαφορετικές και μοναδικές στάσεις (Λαμπίρ, Γρίζα, το σχολείο στο Aγάπη). Mια υπέροχη πορεία που ενώνει τα δύο γειτονικά χωριά + ένα μικρό παραμύθι για έναν νεαρό που έκανε την ίδια πορεία για να φτάσει στον Παράδεισο...
Λαμπίρ
Mέσα σε μια ερημιά αιώνων υπάρχει ένα τοπίο μοναδικό, αλλόκοτο για κάποιους. Λέγεται Λαμπίρ και είναι το βασίλειο του Μάρκου. Aυτός είναι κύρης και οικοδεσπότης αυτού του παράδοξου μέρους. Ένας καλοκάγαθος, αξιοπρεπής, Κύριος. Δεν είναι τα γράμματα ή η διπλωματία που τον ξεχώρησαν, δεν είναι όλα αυτά που μας έρχονται στο μυαλό και μας εξηγούν γρήγορα –και τόσο πρόχειρα– γιατί τον έκαναν αγαπητό. Είναι η απλότητά του, η αγνή ψυχή του, η ενεργητικότητα και η καλοσύνη του. Eίναι η μη συνηθισμένη σε εμάς επικοινωνία του με τον δικό του κόσμο –αυτόν που γνωρίζει και αγαπά. Γι αυτό και η κάθε πέτρα αυτού του μοναχικού –αλλά όχι παρατημένου– τόπου, επιτρέπει ευγενικά στον Mάρκο να περπατήσει επάνω της. συνέχεια...
Πάνε χρόνια, πολλά χρόνια, από τότε που άφησα το χωριό, και σιγά-σιγά με ακολουθήσανε κι άλλοι συγχωριανοί μου, ψάχνοντας ένα καλύτερο μέλλον στη Χώρα, στην Αθήνα, ακόμη και εκτός Eλλάδας. Όλοι τους, σκληραγωγημένοι από τις καιρικές συνθήκες, την κουραστική καθημερινότητα και την άγονη γη, έδειχναν έτοιμοι να παλέψουν για την νέα τους ζωή. Ποιοί ήταν οι τυχεροί και ποιοί οι άτυχοι; Πίσω μας αφήναμε ορθωμένα και σιωπηλά τα γρανιτένια βράχια να μας περιμένουν.
Όταν κατά καιρούς επέτρεφα για λίγες μέρες στο χωριό, με ρωτούσαν «που είναι καλύτερα, στην Αθήνα ή στο Βωλάξ;»Η απάντησή μου, στερεότυπη: «στο χωριό». Tο επόμενο λογικό ερώτημα «γιατί έφυγες τότε από δω;» έψαχνε από μόνο του την κατάλληλη απάντηση. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε και η Bωλάξ, μαζί με τόσα και τόσα χωριά της Τήνου, ερήμωνε και έσβηνε. Στη σκέψη μου τριγυρνούσε πάντα το ερώτημα αν τελικά θα επιζήσει το χωριό ή θα εξαφανιστεί χαμένο μέσα στο απέραντο τοπίο από γρανίτη.
Περνάει ο καιρός. Tα χρόνια έχουν αυτό το κακό: συνεχίζουν να περνάνε... Όλη η Tήνος άλλαξε. Άλλαξε και το Bωλάξ.
Κάθε καλοκαίρι προσπαθώ να επιστρέφω για μερικές ημέρες –έστω και για λίγες στιγμές– στις ρίζες των προγόνων μου. Mια από αυτές τις φορές, άκουσα κάποιους τουρίστες που συνομιλούσαν να αναρωτιούνται που είναι όλα αυτά τα βράχια που διάβασαν στον τουριστικό οδηγό. Tότε συνειδητοποίησα ότι τα βράχια δεν ήταν, τότε, ένα "ντεκόρ" ενός οικισμού. Ήταν η βάση του ίδιου του χωριού. Tο να απαντούσε κάποιος στους ταξιδιώτες: «κοιτάξτε γύρω από το χωριό», δεν θα έλεγε όλη την αλήθεια. συνέχεια...
Φαίνεται πως σ' αυτή την πολιτεία τα πάντα τα καθορίζει ο αέρας. Όσοι δοκίμασαν ν' αντισταθούν χαθήκανε, ο ένας μετά τον άλλον... Πρώτα οι άνθρωποι· απ' τα παλιά τα χρόνια. Τέτοιος ήταν ο αέρας –ρώτα τους πιο παλιούς– με αποτέλεσμα οι χωρικοί να μεγαλώνουν μέχρι ένα συγκεκριμένο ύψος· όλοι τους μικροκαμωμένοι, κοντά στη γη, μέσα στο χώμα και τα βράχια.
Εκεί πρωτόφτιαξαν τα σπίτια τους, για να γλυτώσουν από αυτόν· τίποτα όμως. Αυτός κάνει τα βράχια στρογγυλά, αυτός κάνει κουμάντο. Βράχια από γρανίτη στρογγυλεύει ο βωλακίτικος άνεμος, αυτός το μέρος τούτο διαφεντεύει. Και οι κάτοικοι έφτιαξαν νέα σπίτια από πέτρες. Και έφτιαξαν την πλάτη των σπιτιών κόντρα στον αέρα, οι τρελλοί. Και μόνο κάποιοι παληκαράδες άφησαν λίγα μικρά παραθυράκια στο βορρά, για να κρυφοκοιτούν αν κάποια μπαμπεσιά πάει αυτός να τους σκαρώσει.
Όσο για την μιλιά των χωρικών ή την ένταση που βάζουν ψάλλοντας στην εκκλησία: πάλι ο δυνατός ο άνεμος ευθύνεται γι' αυτό. Φυσάει τόσο δυνατά και κάνει τέτοιο θόρυβο που έμαθαν οι χωρικοί να φωνάζουν δυνατά για να ακούγονται, παραγνωρίζοντας πως, και αν δεν φωνάξουν πάλι, ο αέρας τούτος θα μεταφέρει το μήνυμά τους, όχι μόνο στο απέναντι βουνό, αλλά και στο απέναντι νησί, και στο πιο μακρινό βασίλειο...συνέχεια...
Φωτογραφίζοντας κάποια αγκάθια στο χωριό, θυμήθηκα για λίγο μια φράση του παππού μου...
Δεν είδα στον παππού μου να του αρέσει το πιοτό και να διασκεδάζει με φίλους του τις Κυριακές, ή να γυρνάει μεθυσμένος και να τον μαλώνει η γιαγιά μου –παρά τις αρκετές, σήμερα πια, ιστορίες. Πάντα τον θυμώμουν να τρέχει στις δουλειές του –στα χωράφια, τα ζώα και τα καλάθια– και η μόνη του χαρά ήταν όταν μαζεύονταν όλη του η οικογένεια μαζί, πράγμα πολύ δύσκολο.
Για μένα ήταν ένας απλός άνθρωπος που δούλευε πολύ, γενναιόδωρος με τους άλλους, και αυστηρός. Ήθελε, απαραιτήτως, το ψωμί του στο μεσημεριανό φαγητό («Μαρία, φερ' ψωμί!») και μια από τις ελάχιστες χαρές του ήταν να παίζει «σκαμπίλι» τα βράδια, με την λάμπα πετρελαίου να καίει, μαζί με τ' αγόρια του που επέστρεφαν το καλοκαίρι στο χωριό, μετά από τις σκοτούρες, όλο τον χρόνο, της Αθήνας.
Το αυστηρό του ύφος, οι κοφτές φράσεις χωρίς περιττές κουβέντες, δεν σε άφηναν να τον πλησιάσεις πολύ. Οι μετρημένες φράσεις του χαρακτήριζαν το πνεύμα και την ηθική του. Ακόμη και όταν διηγείτο ιστορίες από το παρελθόν πάντοτε μου αφήνε μια δεύτερη σκέψη, όπως στις παραβολές ο Κύριος.
Ο παππούς, όπως και οι άλλοι άντρες του χωριού εκείνα τα χρόνια, δεν ήξερε κολύμπι. Δεν το χρειαζόταν –όλη μέρα στα χωράφια του και στα ζωντανά του. Όταν, μάλιστα, μας πήγαιναν για μπάνιο στην Κολυμπήθρα οι γονείς μας –την εποχή που υπήρξε η φήμη ότι είχαν χαθεί δυο αδέλφια στην Μεγάλη Κολυμπήθρα– έλεγε δυνατά για να μας προστατέψει: «μπορεί η θάλασσα να'ναι αλμυρή αλλά στη Μεγάλη είναι τόπους-τόπους λύσσα. Να μην πάτε εκεί», και έφευγε για τα καλάθια του.συνέχεια...
«Δεν ξέρω Δημήτρη μου, αλλά όταν βλέπω ξύλινες πόρτες συγκινούμαι... Τα τέλη της δεκαετίας του '60 ήταν δύσκολα χρόνια στο χωριό. Δεν υπήρχε καμιά προοπτική και ο ένας έπαιρνε τον άλλον μαζί του. Πήγαινε ο πρώτος και, σιγά-σιγά, ακολουθούσαμε και μεις.
»Τότε, είμαστε όλοι φτωχοί. Όχι εμείς μόνο. Όλη η Ελλάδα. Να σκεφτείς ότι επειδή δεν είχαμε πολλές φωτογραφίες, τις σκίζαμε για να έχει ο καθένας μας κάτι, εκεί που πάει. Είχαμε μια ωραία με τους γονείς μας να γελάνε σε κάποιο πανηγύρι. Την σκίσαμε στη μέση. Ο αδερφός μου πήρε την μητέρα μας και εγώ τον πατέρα μου. Σήμερα και να ψάξεις δεν θα βρεις φωτογραφία με τους γονείς μας μαζί. Τις μοιράζαμε. Μερικές φορές μουτζούρωνες, αυτούς που δεν ήθελες να φαίνονται, για να σου μένουν οι κοντινοί...
»Ο Νάτσιος ο Ξενόπουλος έμενε στο Μόντρεαλ. Στιούαρτ 8537! Και οι υπόλοιποι... Ο Πέτρος, στον ίδιο δρόμο. Αριθμός 8215. Το θυμάμαι... Ο Μάριος ο Φυρίγος έμενε στην Ρόουζμοντ. Όλοι μας στο Μόντρεαλ. Ο Αντώνης ο Δελλατόλας έμενε στην Άουτερμοντ, πάλι στο Μόντρεαλ. Μετά, τα έφερνε έτσι η ζωή και απλωνόμαστε, όλοι οι Τηνιακοί όχι μόνο οι Βωλακίτες. Ο Γιάννης ο Ξενόπουλος στο Κεμπέκ· ο Αντώνης ο Αρμακόλλας έμενε στο Μπρονξ, στη Νέα Υόρκη. Που να τους θυμηθώ όλους...
»Για να μάθω καλά τη γλώσσα, άρχισα να γράφω ένα ημερολόγιο αλλά μέσα τις πρώτες μέρες, από την κούραση και μόνο, δεν το συνέχισα. Το θυμάμαι αυτό και στο λέω, γιατί χθες βρήκα τυχαία μια σελίδα μέσα σε μια παλιά ατζέντα που έγραφε: «All day I was at home and at night I went to my godmother's house». (σσ. γελάει...)
»Πολύ δουλειά. Τι να λέμε τώρα! Ο Αντώνης ο Ντουντός δεν άντεξε, «είναι ζωή αυτή; αξίζει τον κόπο; θα πεθάνουμε μακριά από τη γη μας...» μου είπε, και επέστρεψε πίσω στο χωριό. Συνέχισε τα καλάθια του –τα έκανε και πολύ όμορφα εκείνος· ήταν καλλιτέχνης– και έζησε μια χαρά εδώ, Θεός σχωρέστον.
»Μήπως δεν ξενιτεύτηκαν και όσοι πήγαν στην Ευρώπη; Και στην Αθήνα ακόμη, όλοι αυτοί που έφυγαν από τον τόπο τους. Που λες Δημήτρη μου, όταν βλέπω ξύλινες πόρτες συγκινούμαι... Αυτό που μου έμεινε τόσα χρόνια, η εικόνα που με τάραξε και μου έμεινε στο μυαλό μου ήταν οι παλιές, κλειστές πόρτες, όταν έφευγα από εδώ για τα ξένα. Αυτό μου ερχόταν στο μυαλό, κάθε μέρα. Και πάντοτε κλειστές. Ποτέ έστω μισόκλειστες... Σα να με έδιωχνε η ίδια μου η πατρίδα... Και είναι ψέματα; Τζάμπα πήγε η δουλειά μας... Σε λίγο τα νέα παιδιά θα ξαναφύγουν στο εξωτερικό για να βρούνε να δουλέψουν... Το ακούμε κάθε μέρα. Θα χαθούμε και μεις, θα χαθούνε τα παιδιά μας, θα χαθούνε –επιτέλους– κι οι καταραμένες οι πόρτες...»
Για την μεταφορά: mix 06/2015
Ελλείψει φωτογραφία από το χωριό, χοιροσφάγια στον Σκαλάδο, λίγο μετά τον πόλεμο.
Η σφαγή του χοίρου στο τέλος του χρόνου, που συναντάει κανείς στην Τήνο, είναι μια αρχαία συνήθεια με τόσο βαθειές ρίζες που της έχει επιτρέψει να επιζήσει για πολλούς αιώνες. Οι Έλληνες τον έκτο αιώνα μ.Χ. έκαναν το ίδιο πιστεύοντας ότι η θυσία του χοίρου θα τους εξασφάλιζε καλή σοδειά και γόνιμη χρονιά. Σήμερα, όμως, που η χαρακτηριστική αυτή εκδήλωση έχει σχεδόν εκλείψει στο χωριό μας, προσθέτω λίγες αράδες μέσα από αυτό το post...
Τα χρόνια εκείνα, σχεδόν οι μισές οικογένειες της Βωλάξ, είχαν και ένα χοίρο στην κέλλα τους για να εξασφαλίσουν το κρέας και το λίπος ολόκληρης της χρονιάς. Τα κατσικάκια τα φύλαγαν για το Πάσχα. Αν, πάλι, είχαν περισσότερα κατσίκια και δαμάλια από τις ανάγκες της οικογένειας, τα πούλαγαν συνήθως στους κρεοπώλεις, λίγο πριν την περίοδο του Πάσχα, για να τα αγοράσουν με την σειρά τους κάτοικοι της Χώρας.
Τους χοίρους τους έσφαζαν στο τέλος του χρόνου, από το Φθινόπωρο προς τον Νοέμβριο. Σε αυτή την οικογενειακή εκδήλωση, τα λεγόμενα χοιροσφάγια, έσμιγαν συγγενείς, φίλοι και οι γνωστοί. Μάλιστα, σ' εκείνες τις εποχές που οι άνθρωποι ενδιαφερόντουσαν για τον διπλανό τους, έδιναν λιχουδιές για να γευτούν και να χαρούν και αυτοί που δεν είχαν δικό τους χοίρο. συνέχεια...
Στις 27 Απριλίου του 1941, μπαίνουν στην Αθήνα οι Γερμανοί και ξεκινάει η μαύρη περίοδος της Κατοχής. Τρισήμισι χρόνια μετά, οι Γερμανοί και ο Άξονας χάνουν τον πόλεμο από τις Συμμαχικές δυνάμεις. Στις 12 Οκτωβρίου του 1944 απελευθερώνεται η Αθήνα και ο Πειραιάς, μέσα σ' ένα τεράστιο λαϊκό παραλήρημα. Eλληνικές σημαίες και κωδωνοκρουσίες πλημμυρίζουν την πρωτεύουσα, ενώ πλήθη κόσμου ξεχύνονται στους δρόμους και στις πλατείες, πανηγυρίζοντας με ενθουσιασμό.
Πίσω, όμως, από την πανηγυρική και συναινετική ατμόσφαιρα των πρώτων ημερών της Απελευθέρωσης, επικρέμονταν εκείνα τα προβλήματα και οι αντιθέσεις, που σε ελάχιστο χρονικό διάστημα θα ξεσπούσαν για να κορυφωθούν στην εμφύλια τραγωδία. Η Ελλάδα έβγαινε από την πολεμική περιπέτεια ουσιαστικά κατεστραμμένη.
Οι περιοχές της Ελλάδας που απελευθερώθηκαν πρώτες –πριν από την Αθήνα και τον Πειραιά– ήταν τα νησιά και, σταδιακά, η Πελοπόννησος. συνέχεια...
Το soundtrack των καλοκαιρινών μεσημεριών στο χωριό ήταν ο αδιόρατος ήχος των τζιτζικιών, το –όχι συχνό– γάβγισμα του σκύλου του Καρύδα, που τον έφερνε για το κυνήγι του Σεπτέμβρη, και το γέλιο της παιδικής μας αθωότητας. Όλοι οι «μεγάλοι» ήταν ξαπλωμένοι και τουρίστες δεν υπήρχαν. Στην μεσημεριανή ξεγνοιασιά μας –και πριν γίνει το παπαδικό η λέσχη των παιδιών– έπρεπε να προστατευτούμε από μεσημεριανό λιοπύρι και να χω(α)θούμε στις τρύπες των βράχων, την σκιά των πασχαλιών και τις αυλές των ακατοίκητων σπιτιών.
Σ' αυτά τα τελευταία, ανοίγαμε σιγά-σιγά την σιδερένια πόρτα της αυλής, για να μην κάνει κανένα θόρυβο και «μας καταλάβουνε», και κάναμε την αυλή σπίτι μας. συνέχεια...
Συμφωνώ με τον Ηλία Μπαζίνα. Οι άνθρωποι που γεννήθηκαν λίγο πριν και λίγο μετά από τον Πόλεμο, προσπαθούσαν να πάρουν προαγωγή και να γίνουν πρωτευουσιάνοι. Ντρεπόντουσαν που οι γονείς τους ήταν γεωργοί, κτηνοτρόφοι ή τεχνίτες. Έφυγαν από το χωριό και πήγαν στην πρωτεύουσα και το εξωτερικό κρύβοντας την ντοπιολαλιά τους, την ιδιαίτερη προφορά τους και ότι από την οικογενειακή τους ιστορία θεωρούσαν ως μειωτικό. Φοβόντουσαν να πουν ότι οι παππούδες μας δεν είχαν χρήματα, τη στιγμή που το 50% των Ελλήνων, εκείνα τα χρόνια, ήταν φτωχοί –και άλλο ένα 45% ήταν λιγότερο φτωχοί.
Ως ιδιαίτερα μειωτικό εθεωρείτο το να μην είχες προγόνους δικαστικούς, συμβολαιογράφους, εκπαιδευτικούς και άλλους γραμματιζούμενους (ένα ευυπόληπτο επάγγελμα στην οικογένεια καταξίωνε και ξέπλενε τα πάντα!). Ντρεπόντουσαν, ακόμη, για ενέργειες που επέσυραν διώξεις. Κανείς δεν αναφερόταν σε παππούδες ζωοκλέφτες, σε θείους μπεκρήδες –το αλκοολικοί είναι μεταγενέστερος όρος– ή σε ρέμπελους φίλους... Άσχετα αν όλα αυτά αποτελούσαν μια σπάνια εξαίρεση. Φοβόντουσαν να μιλήσουν για τους κατσιρμάδες [λαθρεμπόριο] στην Κολυμπήθρα, για τα παράνομα ρακεζιά και για τα τριμπόνια που τα έσπαγαν οι χωροφύλακες. Είχαν ενοχές επειδή το κράτος δεν τους είχε φτιάξει δρόμους και δεν είχε φέρει τον ηλεκτρισμό στο σπίτι τους• επειδή έφερναν το νερό από το πηγάδι και τα σπίτια δεν είχαν εσωτερική τουαλέτα. Φοβόντουσαν να πούνε ότι η καταγωγή τους ήταν από ένα χωριό που το λένε Βωλάξ... συνέχεια...