Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

Εμφανίζονται αναρτήσεις με την ετικέττα ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ.   Ολες οι ετικέττες, Ολες οι αναρτήσεις

Οταν πλησίαζα τα τριάντα μου, ένοιωθα πολύ τυχερός. Άκουγα όλα αυτά που είχαν συμβεί στους παππούδες και στους γονείς μας και έλεγα: "Τί καλά, εμείς περνάμε καλά, δεν θα έχουμε μικρασιατικές καταστροφές, πολέμους, κατοχές, εμφυλίους, χούντες κλπ.". Γεννημένος το '75, όταν πια άρχισα να καταλαβαίνω, ήδη ζούσαμε την "χρυσή" εικοσαετία 1980 - 2000. Γουόκμαν και σκισμένα τζην, κατόπιν δουλειά και ανεξαρτησία. συνέχεια...

Με χαρά σας ανακοινώνουμε πως βρήκαμε την πρώτη καρτ-ποστάλ που απεικονίζει το χωριό μας και μεταφέρει νέα για το χωριό μας πέρα από τον Ατλαντικό Ωκεανό.

Θα της πήρε πολύ χρόνο για να ταξιδέψει τα εφτά χιλιάδες εφτακόσια χιλιόμετρα που χωρίζουν το χωριό από την Νέα Γη, αλλά έφτασε και έφερε τα χαρούμενα νέα της στους παραλήπτες!

Θαρρώ πως είναι η Καυκάρα του Μάγκου... Αχ βρε κατσίκι, πού να 'ξερες πως θα ταξιδέψεις τόσο μακρυά....

Σαν να μίκρυνε τελευταία ο κόσμος, ε;

Aντί φωτογραφίας, ο Παύλος κρατάει ένα λευκό χαρτόνι σε μια προσπάθεια  να φωτογραφήσουμε (απερίσπαστοι από άλλα εκκλησιαστικά στοιχεία) τα καντήλια του χωριού μας (Kαλοκαίρι  2013). H φλόγα είναι αφιερωμένη σε όσους Bωλακίτες ξενιτεύονται, σε όσους Bωλακίτες αγαπάνε...

Yπάρχουν τραγούδια της ξενιτιάς, υπάρχουν τραγούδια της αγάπης. Kάποια τραγούδια είναι και και για τα δύο: ξενιτιά και  αγάπη. Όπως το δημοτικό «Nα 'χα ένα ταχυδρόμο», με προέλευση από την Bόρεια Ήπειρο. Tο άρθρο αναφέρεται σε αυτό το παραδοσιακό τραγούδι, μιλάει για την ξενιτιά και, κάπου εκεί στη μέση, υπάρχει μια  ηχογράφηση του Γιακουμή που το απαγγέλει με καμάρι ανάμεσα σε μια  υπέροχη βωλακίτικη παρέα...  συνέχεια...

Oικογένειες του χωριού

Mια κοπέλα της Bωλάξ που μένει μόνιμα στο εξωτερικό...

Πάτησε στην εικόνα για μεγέθυνση.

 

Oικογένειες του χωριού

Kάνε downloading στο έγγραφο pdf:

VidosInTinos.pdf

Oικογένειες του χωριού

Kάνε downloading στο έγγραφο pdf:

Ellis_Vidos.pdf

 

«Δεν ξέρω Δημήτρη μου, αλλά όταν βλέπω ξύλινες πόρτες συγκινούμαι... Τα τέλη της δεκαετίας του '60 ήταν δύσκολα χρόνια στο χωριό. Δεν υπήρχε καμιά προοπτική και ο ένας έπαιρνε τον άλλον μαζί του. Πήγαινε ο πρώτος και, σιγά-σιγά, ακολουθούσαμε και μεις.

 

»Τότε, είμαστε όλοι φτωχοί. Όχι εμείς μόνο. Όλη η Ελλάδα. Να σκεφτείς ότι επειδή δεν είχαμε πολλές φωτογραφίες, τις σκίζαμε για να έχει ο καθένας μας κάτι, εκεί που πάει. Είχαμε μια ωραία με τους γονείς μας να γελάνε σε κάποιο πανηγύρι. Την σκίσαμε στη μέση. Ο αδερφός μου πήρε την μητέρα μας και εγώ τον πατέρα μου. Σήμερα και να ψάξεις δεν θα βρεις φωτογραφία με τους γονείς μας μαζί. Τις μοιράζαμε. Μερικές φορές μουτζούρωνες, αυτούς που δεν ήθελες να φαίνονται, για να σου μένουν οι κοντινοί...

»Ο Νάτσιος ο Ξενόπουλος έμενε στο Μόντρεαλ. Στιούαρτ 8537! Και οι υπόλοιποι... Ο Πέτρος, στον ίδιο δρόμο. Αριθμός 8215. Το θυμάμαι... Ο Μάριος ο Φυρίγος έμενε στην Ρόουζμοντ. Όλοι μας στο Μόντρεαλ. Ο Αντώνης ο Δελλατόλας έμενε στην Άουτερμοντ, πάλι στο Μόντρεαλ. Μετά, τα έφερνε έτσι η ζωή και απλωνόμαστε, όλοι οι Τηνιακοί όχι μόνο οι Βωλακίτες. Ο Γιάννης ο Ξενόπουλος στο Κεμπέκ· ο Αντώνης ο Αρμακόλλας έμενε στο Μπρονξ, στη Νέα Υόρκη. Που να τους θυμηθώ όλους...

»Για να μάθω καλά τη γλώσσα, άρχισα να γράφω ένα ημερολόγιο αλλά μέσα τις πρώτες μέρες, από την κούραση και μόνο, δεν το συνέχισα. Το θυμάμαι αυτό και στο λέω, γιατί χθες βρήκα τυχαία μια σελίδα μέσα σε μια παλιά ατζέντα που έγραφε: «All day I was at home and at night I went to my godmother's house». (σσ. γελάει...)

»Πολύ δουλειά. Τι να λέμε τώρα! Ο Αντώνης ο Ντουντός δεν άντεξε, «είναι ζωή αυτή; αξίζει τον κόπο; θα πεθάνουμε μακριά από τη γη μας...» μου είπε, και επέστρεψε πίσω στο χωριό. Συνέχισε τα καλάθια του –τα έκανε και πολύ όμορφα εκείνος· ήταν καλλιτέχνης– και έζησε μια χαρά εδώ, Θεός σχωρέστον.

»Μήπως δεν ξενιτεύτηκαν και όσοι πήγαν στην Ευρώπη; Και στην Αθήνα ακόμη, όλοι αυτοί που έφυγαν από τον τόπο τους. Που λες Δημήτρη μου, όταν βλέπω ξύλινες πόρτες συγκινούμαι... Αυτό που μου έμεινε τόσα χρόνια, η εικόνα που με τάραξε και μου έμεινε στο μυαλό μου ήταν οι παλιές, κλειστές πόρτες, όταν έφευγα από εδώ για τα ξένα. Αυτό μου ερχόταν στο μυαλό, κάθε μέρα. Και πάντοτε κλειστές. Ποτέ έστω μισόκλειστες... Σα να με έδιωχνε η ίδια μου η πατρίδα... Και είναι ψέματα; Τζάμπα πήγε η δουλειά μας... Σε λίγο τα νέα παιδιά θα ξαναφύγουν στο εξωτερικό για να βρούνε να δουλέψουν... Το ακούμε κάθε μέρα. Θα χαθούμε και μεις, θα χαθούνε τα παιδιά μας, θα χαθούνε –επιτέλους– κι οι καταραμένες οι πόρτες...»

 

Για την μεταφορά: mix 06/2015

Mέσα στα χρόνια έχουμε βρει και διασώσει διάφορα γράμματα, ραβασάκια, σημειώσεις και αλληλογραφία των κατοίκων του χωριού. Μέσα σε αυτά βρίσκουμε μικρές εκμυστηρεύσεις, απλά σχόλια, οικογενειακά προβλήματα και, κυρίως, πάμπολλες ευχές! Ως άλλη μία πτυχή του χωριού και των ανθρώπων του, σας μεταφέρουμε αποσπάσματα σε κάποια από αυτά. συνέχεια...

Τρόπος ζωής

Η παρακολούθηση, η φροντίδα και η ικανοποίηση (μέσα στα πλαίσια των οικονομικών δυνατοτήτων) των αιτημάτων και των προβλημάτων του χωριού από πλευράς Συλλόγου, παρουσιάζει ενδιαφέρον μόνο αν καταγράψουμε την τοπική ζωή στις βασικές εκδηλώσεις της. Mόνο τότε θα καταλάβουμε την έμφυτη ανθρωπιά, την φιλευσπλαχνία και την συμπαράσταση των κατοίκων σε κάθε δυσκολία ή ανάγκη των συγχωριανών τους.  

Το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα (1875-1900)

Στο τέλος του 19ου αιώνα η Ελλάδα ζούσε δύσκολες στιγμές, γεμάτες κόπο και μόχθο. Έτσι και η Βωλάξ προσπαθούσε να αντέξει στις καθημερινές στερήσεις. Οι φυσικές συνθήκες ήταν από μόνες τους, πολύ δύσκολες. Το χωριό χτισμένο στα βράχια, σε άγονη και σχετικά άνυδρη γη, πάλευε κάθε μέρα όχι για να καλυτερεύσει αλλά για να επιβιώσει...

H καλαθοπλεκτική –μοναδική σε όλο το νησί– ενίσχυε φυσικά τα μικρο-έσοδα των χωρικών αλλά δεν ήταν αρκετή. Oι νέες κοπέλες του χωριού έφευγαν για να δουλέψουν ως παραμάνες στα πλούσια σπίτια της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης. Άφηναν το πατρικό τους σπίτι για να κάνουν την προίκα τους και να στείλουν κάποια χρήματα πίσω στις οικογένειές τους. συνέχεια...