ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΙ
Εμφανίζονται αναρτήσεις με την ετικέττα ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΙ. Ολες οι ετικέττες, Ολες οι αναρτήσεις
«Δεν ξέρω Δημήτρη μου, αλλά όταν βλέπω ξύλινες πόρτες συγκινούμαι... Τα τέλη της δεκαετίας του '60 ήταν δύσκολα χρόνια στο χωριό. Δεν υπήρχε καμιά προοπτική και ο ένας έπαιρνε τον άλλον μαζί του. Πήγαινε ο πρώτος και, σιγά-σιγά, ακολουθούσαμε και μεις.
»Τότε, είμαστε όλοι φτωχοί. Όχι εμείς μόνο. Όλη η Ελλάδα. Να σκεφτείς ότι επειδή δεν είχαμε πολλές φωτογραφίες, τις σκίζαμε για να έχει ο καθένας μας κάτι, εκεί που πάει. Είχαμε μια ωραία με τους γονείς μας να γελάνε σε κάποιο πανηγύρι. Την σκίσαμε στη μέση. Ο αδερφός μου πήρε την μητέρα μας και εγώ τον πατέρα μου. Σήμερα και να ψάξεις δεν θα βρεις φωτογραφία με τους γονείς μας μαζί. Τις μοιράζαμε. Μερικές φορές μουτζούρωνες, αυτούς που δεν ήθελες να φαίνονται, για να σου μένουν οι κοντινοί...
»Ο Νάτσιος ο Ξενόπουλος έμενε στο Μόντρεαλ. Στιούαρτ 8537! Και οι υπόλοιποι... Ο Πέτρος, στον ίδιο δρόμο. Αριθμός 8215. Το θυμάμαι... Ο Μάριος ο Φυρίγος έμενε στην Ρόουζμοντ. Όλοι μας στο Μόντρεαλ. Ο Αντώνης ο Δελλατόλας έμενε στην Άουτερμοντ, πάλι στο Μόντρεαλ. Μετά, τα έφερνε έτσι η ζωή και απλωνόμαστε, όλοι οι Τηνιακοί όχι μόνο οι Βωλακίτες. Ο Γιάννης ο Ξενόπουλος στο Κεμπέκ· ο Αντώνης ο Αρμακόλλας έμενε στο Μπρονξ, στη Νέα Υόρκη. Που να τους θυμηθώ όλους...
»Για να μάθω καλά τη γλώσσα, άρχισα να γράφω ένα ημερολόγιο αλλά μέσα τις πρώτες μέρες, από την κούραση και μόνο, δεν το συνέχισα. Το θυμάμαι αυτό και στο λέω, γιατί χθες βρήκα τυχαία μια σελίδα μέσα σε μια παλιά ατζέντα που έγραφε: «All day I was at home and at night I went to my godmother's house». (σσ. γελάει...)
»Πολύ δουλειά. Τι να λέμε τώρα! Ο Αντώνης ο Ντουντός δεν άντεξε, «είναι ζωή αυτή; αξίζει τον κόπο; θα πεθάνουμε μακριά από τη γη μας...» μου είπε, και επέστρεψε πίσω στο χωριό. Συνέχισε τα καλάθια του –τα έκανε και πολύ όμορφα εκείνος· ήταν καλλιτέχνης– και έζησε μια χαρά εδώ, Θεός σχωρέστον.
»Μήπως δεν ξενιτεύτηκαν και όσοι πήγαν στην Ευρώπη; Και στην Αθήνα ακόμη, όλοι αυτοί που έφυγαν από τον τόπο τους. Που λες Δημήτρη μου, όταν βλέπω ξύλινες πόρτες συγκινούμαι... Αυτό που μου έμεινε τόσα χρόνια, η εικόνα που με τάραξε και μου έμεινε στο μυαλό μου ήταν οι παλιές, κλειστές πόρτες, όταν έφευγα από εδώ για τα ξένα. Αυτό μου ερχόταν στο μυαλό, κάθε μέρα. Και πάντοτε κλειστές. Ποτέ έστω μισόκλειστες... Σα να με έδιωχνε η ίδια μου η πατρίδα... Και είναι ψέματα; Τζάμπα πήγε η δουλειά μας... Σε λίγο τα νέα παιδιά θα ξαναφύγουν στο εξωτερικό για να βρούνε να δουλέψουν... Το ακούμε κάθε μέρα. Θα χαθούμε και μεις, θα χαθούνε τα παιδιά μας, θα χαθούνε –επιτέλους– κι οι καταραμένες οι πόρτες...»
Για την μεταφορά: mix 06/2015