αγάπανθος
Εμφανίζονται αναρτήσεις με την ετικέττα αγάπανθος. Ολες οι ετικέττες, Ολες οι αναρτήσεις
Το περίμενα κανέναν μήνα να ανοίξει, το άνθος του αγάπανθου που φύτεψα εφέτος, και χάρηκα πολύ που το είδα, γιατί ήταν άσπρο τελικά και όχι μπλε σαν και των άλλων δύο αγάπανθων. Κι έτσι, κάθισα και τα σκέφτηκα ένα-ένα τα λιγοστά και φτωχικά μάλλον φυτά, που κάπως τυχαία φυτεύονται στον κηπάκο, τυχαία, σιωπηλά, αθόρυβα, λαθραία σχεδόν.
Είναι τα παχύφυτα που ταξίδεψαν από την Αμοργό και έπιασαν γερά και τα μεταφυτεύω και στη γειτονιά και στη ζαρντινιέρα στην Αθήνα και στο σχολείο ακόμη τα πηγαίνω, και οι δενδρομολόχες, που έσπειρε σπόρους πριν δυο χρόνια η Ρωξάνη και εφέτος άνθισαν —μία λουλούδια φούξια και μία άσπρο με μωβ, είναι η ρολογιά του παλιού σχολείου που έφτασε ως εδώ η χάρη της, είναι τα φυτά που μου έδωσε ο Κλεάνθης σ’ ένα μικρό γλαστράκι απ’ τη Λάρισα και τώρα ετοιμάζονται και πάλι να ανοίξουν τα απαλά ροζ λουλούδια τους, είναι τα διάφορα -κατιφέδες, σκυλάκια, άλλα με άνθη μωβ μικρά που δεν γνωρίζω το όνομά τους, και γιασεμιά και τριανταφυλλιές ακόμη, που τα φυτεύει τολμηρά η Γιώτα, όταν αφήνει τον υπέροχο κήπο της και έρχεται από φιλία και ρίχνει ένα πότισμα, αφού χωρίς νερό δεν ζούνε, είναι η γλάστρα με το νυχτολούλουδο, που μου το χάρισαν ο κύριος Βασίλης και η κυρία Αλίκη, οι γείτονες που δεν θα ξαναδώ κι αγωνιώ τι θ’ απογίνει ο σκύλος τους, η Λίζα η καλή, και το παγώνι τους, που φωνάζει μοναχό, είναι η γλάστρα της μαμάς του ΚΚ, που πάνε πια χρόνια που έφυγε κι έπαψε να φροντίζει τα φυτά της, όμως εκείνα τη θυμούνται και αντέχουν ή ίσως τη θυμούνται οι άνθρωποι και κοιτάνε τα φυτά της, είναι η γριά λεβάντα, δεντράκι τώρα, που την είχα αγοράσει, κλαρί σε χάρτινο χωνί, πριν από 20 χρόνια στο Σύνταγμα, γυρνώντας απ’ το Υπουργείο, σε εποχές δόξας, είναι της Ιωάννας το θρούμπι που ακόμα κρατά, είναι της Ήβης η ροδιά, που κακώς της έκανα το χατίρι και τη φύτεψα σε μέρος δίχως ήλιο, οπότε δεν πάει καλά και θέλει μεταφύτευση, και του Δημήτρη η νεαρή συκιά που ετοιμάζεται να δώσει πρώτη φορά τα σύκα της, και βέβαια είναι και οι δυο πορτοκαλιές και η μανταρινιά και η λεμονιά, γέρικες πια και κακοκλαδεμένες, αράντιστες, η λεμονιά είναι και μισοκαμένη –και απ’ τον πάγο και από τη φωτιά, δέντρα που είχαν γνωρίσει τον μπαμπά μου όταν φύτευε μπαχτσέ, ντομάτες και πιπεριές και άλλα ζαρζαβατικά, και του φρεζάριζε το μέρος ο καλός μας γείτονας, ο κύριος Νίκος, και μετά κάθονταν με τη μαμά μου και τον σκύλο, τον Γαζέτα, στην αυλή και λέγαν ιστορίες πίνοντας κάτι και τρώγοντας τσιπς, ενώ ντουμάνιαζαν τριγύρω τα κατόλ.
Το κείμενο μου το έστειλε η Ζ. Περιμένω να μου στείλει και κάποια ρίζα με περίεργο όνομα, να τη φυτέψω στο πίσω κήπο, αυτόν που κοιτάει τον ασβεστωμένο Άγιο Γιάννη και τα σιωπηλά, μεγαλειώδη βράχια του Πετριάδου.