αναμνήσεις
Εμφανίζονται αναρτήσεις με την ετικέττα αναμνήσεις. Ολες οι ετικέττες, Ολες οι αναρτήσεις
Επειδή δεν θέλω να προσωποποιήσω την παρακάτω ιστορία, Ανεβάζω μια εικόνα που περιλαμβάνει πολλά αηδόνια. © insanity100, vecteezy.com
Σε μια εποχή που ορισμένοι άνθρωποι που γνωρίζω θα ήθελαν να κρυφτούν από την πραγματικότητα, θα τολμήσω να δώσω μιαν ιδέα —παλιά αλλά σίγουρη, δοκιμασμένη! Παραθέτω λοιπόν δυο αποσπάσματα γύρω από το ίδιο θέμα. Τους δίνω μάλιστα τον τίτλο: «Πως το Αηδόνι κρύφτηκε για να μην το στείλουνε στο μέτωπο», τίτλος που κάνει τις κόρες μου να το βλέπουν σαν παραμύθι, ωστόσο ήταν αλήθεια. συνέχεια...
Μιλάω για το παρελθόν, τέλη δεκαετίας του '60. Πολύ μεγάλες φτώχειες. Οικογένεια Βαλαρή, από Περάστρα. Δύσκολες εποχές και οι δυσκολότερες μπροστά. Ακούγανε ιστορίες από άλλους Τηνιακούς που είχαν φύγει για τον Καναδά και μια μέρα το πήραν απόφαση: μπαίνουν στο βαπόρι και πάνε να βρουν την τύχη τους στο Τορόντο και να ξεκινήσουν τη ζωή τους από την αρχή. Όλοι όμως ξέρουμε πως οι άνθρωποι δεν είναι δημιουργοί του κόσμου αλλά μέρος του. συνέχεια...
«Ήταν μέσα στην αγιά Μαρίνα, τρόμαξα, παιδί εγώ, τρόμαξα για τα καλά. Σκοτεινή, δεν είχε παράθυρο τότε. Εεε, γεια σας, ψέλισσα, τι κάνετε; Μου γελάει και λέει, δεν ξέρεις πως κάθε ξωκλήσι έχει έναν άγγελο φύλακα; Τον κοίταξα σιωπηλός, δεν κατάλαβα. Κάθε ξωκλήσι έχει έναν φύλακα άγγελο, μου λέει. Έρχομαι να κάτσω καμιάν ώρα στο ναό να πάει κι αυτός μια βόλτα να ξεκουραστεί και να ξεσκάσει…»
Tέτοια εποχή είμαστε ακόμη στην Αθήνα. Μας πήγαινε η μητέρα μου στο Πεδίον του Άρεως. Ο καιρός είχε ανοίξει και οι γέροι είχαν αφήσει τα καφενεία και αντάμωναν εκεί. Κάποιοι από αυτούς ήταν επιφορτισμένοι να φέρουν το ξύλινο τάβλι και καθόντουσαν στα πράσινα παγκάκια, να παίξουν. Δύο παίζανε και δέκα κοιτούσαν, από πάνω τους. Μεγάλοι ταβλαδόροι, ειδικά οι όρθιοι.. συνέχεια...
—Το χωριό ήταν όλοι φτωχοί, τρεις ξεχώριζαν με ζώα και χωράφια: Πρώτος ο Νταμιάνος, μετά ο γερο-Πιπέρης και μετά ο παππούς. Οι άλλοι φτωχοί. Δεν είχαν και τίποτα. Και οι άλλοι φτωχικά δηλαδή ζούσανε, αλλά είχανε ζώα και χωράφια, μπορούσαν να κάνουν τα κουμάντα τους… συνέχεια...
—Να κι ο παππάς Στέφανος Αρμακόλας. Εδώ είναι σε έναν γάμο στο Αγάπη, αρχές δεκαετίας του '80…
—Πως δεν τον ξέρω! Ο ντον Στέφανος. Εδώ είναι μεγάλος! Το ’40, στον Πόλεμο, ήταν στο χωριό μας, έμεινε πολλά χρόνια. Εγώ ήμουν τότε 8 χρονών, ήμουν ένα από τα παπαδάκια τις Κυριακές. Τότε ντυνόμαστε παπαδάκια κάθε Κυριακή, όχι μόνο στις μεγάλες γιορτές, και βοηθούσαμε. Βάζαμε το νερό στο κρασί στην Αγία Κοινωνία και τέτοια… Καλός άνθρωπος, καλός. Τσίβδιζε όμως…
—Τι σημαίνει αυτό;
—Μίλαγε, πως στα στο πω. Έχανε λέξεις, τις έτρωγε, τσίβδιζε. Μίλαγε και κάπως γρήγορα. Καρβουνιάρη τον ελέγαμε, αυτό ήταν το παρατσούκλι του.
—Γιατί έτσι;
—Στη Σαββαγιάννη του παππού —όχι της γιαγιάς—, την ξέρεις. Από κάτω ήταν το χωράφι του Φραγκίσκου του Γάτα. Αυτό είχε μέσα μεγάλους βελάνους. Ήρθε ο Χειμώνας και ο κόσμος χρειαζόταν κάρβουνα. Ο ντον Στέφανος μίλησε ξέρω γω κι έφερε τελικά κάποιους και έφτιαξαν εκεί καμίνια ξύλου. Γι’ αυτό και τον ελέγαμε Καρβουνιάρη… Καλός άνθρωπος. Μετά ήρθε ο ντον Αντώνης. Το Αγάπη έβγαλε πολλούς παπάδες...
Φωτογραφία: Giovanni Baston
[Μέσα δεκαετίας του '60]: Τον ενοχλούσε τον παππού που είχε έρθει Aθήνα. Τον ενοχλούσε πολύ. Γεμάτος παράπονα ήταν, καθημερινά. Αναγκάστηκε να φύγει από το χωριό και ήρθε στη πόλη με βαριά καρδιά. Και κάποια στιγμή, πόνεσε κι άλλο αυτή η βαριά καρδιά, στο στήθος συγκεκριμένα, και ακολούθησε το έμφραγμα...
Μετά το έμφραγμα βγήκε μια μικρή αναπηρική σύνταξη και τότε, για πρώτη φορά, έκανε πίσω στις αρχές του και παραχώρησε τα ζώα του στον Αλέκο Φυρίγο, προσδοκώντας κάποια στιγμή να γίνει ο ίδιος όπως ήταν κάποτε, να επιστρέψει στο χωριό και να ξαναπάρει πίσω τα ζωντανά, όλα, ένα προς ένα. Τέτοια όνειρα πρέπει να έβλεπε τις νύχτες, όμως η ζωή προχωράει χωρίς να ρωτήσει και ο παππούς κατάλαβε γρήγορα πως η Αθήνα είναι κινούμενη άμμος όπου δύσκολα μπορεί να ξεφύγει κανείς.
Τό 'φερε από δω, τό 'φερε από κει, πέρασαν και κάμποσα χρόνια στο ενδιάμεσο, γιατί χρειάζεται χρόνο για να πάρεις μια τέτοια σπουδαία απόφαση, τα πούλησε τελικά τα ζώα, οριστικά τούτη τη φορά. Στο Φραγκούλα τα έδωσε που ήξερε πως θα τα προσέχει. Το σημείωσε μάλιστα στην ατζέντα που είχε στο ολοκαίνουργιο αθηναϊκό κομοδίνο, ανάμεσα στα μπουκαλάκια με τα φάρμακα.
Το έγραψε, έβαλε την ατζέντα στη θέση της και δεν ξαναμίλησε ποτέ για το γεγονός...
«20 [Σεπτεμβρίου] 1971. επουλισα τας ζοα μου στο Φρακίσκο Πιπερι δραχμας 7500»
«Το Βατικανό, το Βατικανό», ακουγόταν μια φωνή πίσω από το υπνοδωμάτιο της γιαγιάς —είχε ανοίξει το παράθυρο να μπει μέσα καθαρός αέρας. «Το Βατικανό» ακουγόταν και μετά βήματα να ανεβαίνουν τα σκαλιά. Κάθε ήχος αντηχούσε λες και απείχε λίγα μόλις εκατοστά από το αφτί —ελάχιστοι οι κάτοικοι του χωριού.
Το Μαρκάκι ήταν, ο Γκανάνης, μίλαγε μόνος του και έψαχνε το ραδιοφωνάκι παγκοσμίου λήψεως που είχε, να βρει τις λατινικές ψαλμωδίες. Σήκωνε την κεραία στον ουρανό και άφηνε το τρανζίστορ στα περίπατα ή στα τελευταία σκαλοπάτια, πάνω πάνω, γιατί εκεί έπιανε καλύτερα το «Βατικανό». Και το άφηνε να παίζει εκεί μέχρι αργά ή το κράταγε στα ροζιασμένα χέρια του και περπάταγε βαριά, μαζί με αυτό, μέχρι το εργαστήρι του με τα καλάθια.
Και όταν ερχόταν το απόγευμα, δυνάμωνε το tantum ergo στο ραδιοφωνάκι και έψελνε και κείνος με δύναμη. Και μια φορά θυμάμαι, σήκωσε τα χέρια του μπροστά στους ώμους, μιμούμενος τον δον Γιώργη Ανδριώτη, όπως εκείνος σήκωνε τον ήλιο και έδειχνε την όστια στους πιστούς.
Και όταν το Μαρκάκι τελείωσε κάποια στιγμή την αόρατη τελετουργία, μου χαμογέλασε τρυφερά και έβαλε τη δεξιά παλάμη στο στήθος ώστε να καταλάβω πόσο ικανοποιημένος έμεινε.
Λίγο αφαιρέθηκα και τον έχασα από τα μάτια μου. Είχε κλείσει γρήγορα το τρανζίστορ και είχε χωθεί στο σπίτι για να κοιμηθεί. Είχε αργήσει και έπρεπε το πρωί να βγάλει τις γελάδες του στη Σαββαγιάννη.
Μεγάλη Δευτέρα σήμερα, για τους Δυτικούς.
Καλή Ανάσταση να έχουμε όλοι μας!
Η σκέψη έγινε λόγος και ο λόγος έγινε πράξη...
Κάπως έτσι ξεκινάνε όλα, μέσα στο θολό τοπίο του νου, όπου οι σκέψεις -σαν τις μελισσούλες- βουίζουν και ζητούν διέξοδο.
Διέξοδο έκφρασης, πράξης, δημιουργίας, κάτι που να δίνει νόημα στην ζωή.
Ο καθένας με τον τρόπο του, με τις γνώσεις του και τις δυνατότητες του, πλαισιώνει και στηρίζει ό,τι αγαπά.
Με αγάπη χτίστηκαν τα sites του χωριού (δυο στην αρχή), με όνειρο να μείνει ζωντανό το χωριό των παιδικών χρόνων, να μην χαθεί η ιστορία του, να αποτυπωθεί ο μόχθος των ανθρώπων του, να αναδειχθεί το μεράκι των κατοίκων του για δημιουργία, να ταξιδεύουν τα νέα του σε όλα τα σημεία της γης.
Ατελείωτες ώρες γραφής, έρευνας, προγραμματισμού, συζητήσεων, ώρες βουβές, ώρες πολύβουες.
Ο καιρός πέρασε, ήρθαν δύσκολες μέρες, τα δυο site έγιναν ένα, συγχωνεύθηκαν για να αντέξουν. Η ομάδα μεγάλωσε, η προσπάθεια συνεχίστηκε και τώρα με χαρά βλέπει κανείς στο κάτω μέρος της σελίδας του την ένδειξη: «Copyright © 2008-2018 Volax-Team».
10 χρόνια πέρασαν από τότε, όταν η σκέψη που ειπώθηκε έγινε πράξη και αρμενίζει στα νερά της μνήμης και της ιστορίας.
Χρόνια καλά και δημιουργικά, με τη φλόγα της προσπάθειας αναμμένη...
Και στα επόμενα 10...
[ας συμπληρώσει ο καθένας την ευχή του...]
Μάρτιος 1982, ζητείται από ένα 9χρονο παιδί να γράψει έκθεση με θέμα: «Ἄν ζοῦσα στό χωριό».
Μεταφέρουμε το κείμενο όπως γράφτηκε: