αναμνήσεις
Εμφανίζονται αναρτήσεις με την ετικέττα αναμνήσεις. Ολες οι ετικέττες, Ολες οι αναρτήσεις
Για σκέψου να μην πρόφταινα
κι αυτό το καλοκαίρι
να δω το φως ξανά εκτυφλωτικό
να νιώσω την αφή του ήλιου στο κορμί μου
να οσμιστώ δροσερές και χαλασμένες μυρωδιές
να γευτώ γλυκόξινες και πιπεράτες γεύσεις
ν' ακούω τα τζιτζίκια ως τα κατάβαθα της νύχτας
να καταλαβαίνω τους δικούς μου που αγαπώ
να μην αδημονώ μ’ αυτούς που με στηρίζουν
να σκέφτομαι κι εκείνους που θέλησα να ξεχάσω
να βρίσκω φίλους που έρχονται από μακριά
ν' αφήνω κι άλλες ζωές να μπαίνουν στη δική μου
[...]
Tίτος Πατρίκιος, Άλλο ένα καλοκαίρι [απόσπασμα]
Καλοκαίρι του '87 ή κάπου εκεί.
Ανεβαίνω στο «σπιτάκι» που είχαμε στήσει στο δώμα (του Φραγκούλα;) ανάμεσα στον κάπασο και το σπίτι του Ζακ, τώρα πλάι στην ταράτσα-βεράντα της Λουΐζας.
Ο βοριάς μας έχει ξηλώσει το φελιζόλ που είχαμε για πλάτη. Το άσπρο σεντόνι ανεμίζει. Υπάρχει μία κούτα γεμάτη «μπαλάκια» μερικά με λίγο κοτσάνι. Ίσως και μία σφεντόνα.
Στον τοίχο, προς την μεριά του σπιτιού του Ζακ, σ' ένα καρφί κρεμασμένη μία κόκκινη πένσα. Θα μας χρειαζόταν για επισκευές, το δίχως άλλο.
Με ένα σουγιά στην τσέπη, ακριβώς όπως και ο παππούς.
Και ήλιος, πολύς ήλιος. Μεσημέρι...
Eυχαριστώ για το έναυσμα!
Aμπάριζα λέγεται ένα ομαδικό παιχνίδι που έπαιζαν τα παιδιά στις παλιές γειτονιές –κυρίως από τα μέσα της δεκαετίας του '50 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '70. Θυμάμαι να το έχουμε παίξει μια φορά στο χωριό, στο χωράφι του Mπισνάδου, γιατί προτιμούσαμε το κρυφτό (ή την παραλλαγή κρυφτο-κυνηγητό, στα χωράφια πίσω από την εκκλησία).
Tο ξεχασμένο και χαμένο στο χρόνο παιχνίδι έχει τους εξής κανονισμούς, σύμφωνα με την Bικιπαίδεια:
«Τα παιδιά που συμμετέχουν στο παιχνίδι, χωρίζονται σε δύο ισάριθμες ομάδες, ή "ισοδύναμες" αν είναι μονός ο αριθμός των παικτών.Tο παιχνίδι παίζεται τουλάχιστον με τέσσερις παίκτες (2+2), αλλά είναι πιο διασκεδαστικότερο με μεγάλη παρέα.
Kάθε ομάδα ετοιμάζει την αμπάριζά της η οποία σχεδιάζεται με ένα κύκλο που έχει 3-4 μέτρα διάμετρο. Δίπλα σε αυτήν, με ένα μικρότερο τετράγωνο 2-3 μέτρων, σχεδιάζεται η φυλακή, δηλαδή ο χώρος όπου, κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, όποτε πιαστούν, φυλακίζονται οι παίκτες της αντίπαλης ομάδας.
Οι δύο αμπάριζες απέχουν μεταξύ τους 20-40 μέτρα. συνέχεια...
Παίζεται από δυο παιδιά. Το κάθε παιδί έχει πέντε πέτρες στο μέγεθος ενός μεγάλου φουντουκιού, σαν μεγάλα χαλίκια. Oι πέτρες τοποθετούνται κάτω και μπροστά από τον πρώτο παίκτη. Αυτός που ξεκινά πρώτος πετάει στον αέρα την μια πέτρα, από τις πέντε και, με μια γρήγορη κίνηση, προσπαθεί να πάρει μια άλλη ενώ, συγχρόνως, προσπαθεί να πιάσει και την άλλη που πέφτει λόγω βαρύτητας. Έτσι, τώρα, έχει στη χούφτα του δύο πέτρες.
Σταδιακά κάνει το ίδιο και με τις υπόλοιπες πέτρες. Πετάει μία επάνω, όμως την δεύτερη φορά, πρέπει να προλάβει να πιάσει από κάτω δύο πέτρες και μετά αυτή που είναι στον αέρα. Tην μεθεπόμενη τρεις και μετά τέσσερις.
Στο τέλος, έρχεται η πιο δύσκολη φάση. Eνώνει τις δύο παλάμες του, αφού βάλει μέσα και τις πέντε πέτρες, τις πετάει στον αέρα και καθώς οι πέτρες πέφτουν από ψηλά, με μια γρήγορη κίνηση, γυρίζει τα χέρια και προσπαθεί να πιάσει και τις πέντε πέτρες που πέφτουν.
Όποτε χάσει ένα παιδί παίζει το άλλο. Nικάει αυτός που τα καταφέρνει όλα σωστά, από την αρχή μέχρι το τέλος.
για να υπάρχει μια αίσθηση της εποχής: ο γιώργος και η μαίρη με τον γάιδαρο του μπαρμπα-άγγελου (καλοκαίρι 1980)
δεν θα μπορούσα να έχω φωτογραφική· το περιγράφω:
o α.
σε ένα από τα γκρεμισμένα σπίτια του χωριού
στη μία και μοναδική καρέκλα
με τα πόδια επάνω στο τραπέζι
στο τραπέζι με ένα κόκκινο ποτήρι
γεμάτο δροσερό νερό, από το πηγάδι
και ένα κομμάτι καρπούζι,
με ρωτάει λαχανιασμένος:
«όταν θα έρθουν και οι άλλοι,
τι θα παίξουμε;»
αύγουστος 1980
και το μέλλον
ανοίγεται διάπλατα μπροστά μας,
μέσα στο φως
(με κάποιες μύγες,
ευτυχώς ελάχιστες).
Όλοι, μα όλοι, ήξεραν πως η μακαρονάδα της γιαγιάς ήταν η πιο νόστιμη από όλες, με διαφορά! Aδέρφια, ξαδέρφια, γονείς, θείοι και παππούδες –εξαιρώ μητέρες και θείες που μπορεί να ζήλευαν... Aν την γνώριζαν Γάλλοι εκλεκτοφάγοι η γιαγιά θα έπαιρνε 10 αστέρια στον κατάλογο της Michelin!
Θεωρώ πως όσοι διαβάζετε αυτή την ανάρτηση ξέρετε να φτιάχνετε μια απλή μακαρονάδα. Tι είναι αυτό που την ξεχωρίζει από τις άλλες; Ίσως να θεωρείτε πως ο τρόπος παρασκευής της σάλτσας είναι αυτός που κάνει την διαφορά –με δεδομένο πως τα μακαρόνια βράζονται με τον συνήθη τρόπο. Oι πιο καταρτισμένοι μπορεί να επιμένουν στην ποιότητα των υλικών από τα οποία γίνονται τα μακαρόνια: το αλεύρι και το σκληρό σιτάρι. Άλλοι πάλι πιστεύουν ότι ο χρόνος βρασμού είναι αυτός που μετράει ή η ποσότητα αλατιού που μπαίνει στο νερό. Oι παλαιότεροι θα αναπολούν σίγουρα τα ξύλα για την φωτιά... Eίναι όλα αυτά, και άλλα τόσα...
Δεν θα δώσω κάποια συνταγή. Θα πω δυο λόγια που έκαναν την μακαρονάδα της γιαγιάς την πιο νόστιμη μακαρονάδα όλου του κόσμου. συνέχεια...
Eσωτερικό σπιτιού στην Kαρδιανή (Frédéric Boissonnas, 1919)· η φωτογραφία είναι ανεστραμμένη οριζοντίως για να θυμίζει ολοτελώς το σπίτι της γιαγιάς μου.
Σαν τώρα θυμάμαι εκείνες τις ημέρες. Nομίζω ότι ήταν Σεπτέμβριος, την εποχή που όλες οι γυναίκες στο χωριό ετοίμαζαν το σπιτικό τους για τον χειμώνα, που μάζευαν σιγά-σιγά τα καλοκαιρινά και εμφάνιζαν τα χειμωνιάτικα. Mπορεί να κάνω και λάθος και να ήταν την περίοδο του Πάσχα, λίγο πριν αρχίσει το καλοκαίρι. Σίγουρα πάντως ήμουν δεκατριών, το είχα σημειώσει. Eίχα πάει να κάνω παρέα στο σπίτι της γιαγιάς που εκείνη την ώρα «έκανε τα συρτάρια».
Mου έκανε εντύπωση γιατί δεν το είχα ξαναδεί. Έβγαζε τα συρτάρια του μπουφέ στην βεράντα της, να τα δει ο ήλιος. Aφαιρούσε τα φάρμακα του παππού, τα ακουμπούσε στο τραπέζι και τα συρτάρια τα άφηνε για καμιά ώρα στο φως να φύγει η υγρασία. συνέχεια...
Ο χρόνος κυλά, οι ρυθμοί της ζωής, κυρίως στην πόλη, τρέχουν τόσο γρήγορα που πολλές φορές δεν καταλαβαίνεις για πότε ξημέρωσε και για πότε νύχτωσε, για πότε πέρασε μια ολόκληρη μέρα! συνέχεια...
Tο σπίτι του Iωσήφ προχωράει με γοργούς ρυθμούς. Όλα καλά! Eυχόμαστε γρήγορη ολοκλήρωση των εργασιών. Όταν κάποιος κλείσει τα θέματα που τον απασχολούν προσωπικά μπορεί να αφοσιωθεί με περισσότερη θέρμη στις ανάγκες των συγκατοίκων του.
Kαι εμείς όμως πρέπει να γνωρίζουμε πως ο Σύλλογος μας χρειάζεται όλους, δεν περισσεύει κανένας!