αρχαία ελλάδα
Εμφανίζονται αναρτήσεις με την ετικέττα αρχαία ελλάδα. Ολες οι ετικέττες, Ολες οι αναρτήσεις
Σύμφωνα με τη μυθολογία που μας μεταφέρει ζωντανά ο Oβίδιος, ο Ίφις γεννήθηκε από ανθρώπους ταπεινούς και ερωτεύτηκε κάποτε την πανέμορφη Αναξαρέτη που ήταν απόγονος μιας από τις λαμπρότερες γενεές. Δυστυχώς η κοινωνική διαφορά τους δεν επέτρεπε στον Ίφη να ελπίζει ότι η Αναξαρέτη θα καταδεχόταν να τον κοιτάξει, αλλά αυτό δεν τον επηρέασε στο να καταπνίξει τα συναισθήματά του.
Πρώτα πλησίασε τους υπηρέτες της και μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερε να τους πείσει να της διαβιβάσουν γράμματα στα οποία εξέφραζε όλη την τρυφερότητά του για εκείνην. Συχνά κρεμούσε στην πόρτα της αγαπημένης του στεφάνια από λουλούδια, ποτισμένα με τα δάκρυά του για να είναι δροσερά... Άλλοτε πάλι περνούσε ώρες ολόκληρες ξαπλωμένος μπροστά από την ίδια πόρτα και περίμενε μάταια να γυρίσει η Aναξαρέτη και να του δώσει μια μόνο ματιά.
Παρά το βαρύ κρύο και τον δυνατό αέρα, τον καυτό ήλιο και το βαθύ σκοτάδι, ο Ίφις βρισκόταν συνεχώς έξω από το κατώφλι της αγαπημένης του. Η άκαρδη όμως Αναξαρέτη, πιο σκληρή και από βράχο, περιφρονούσε κάθε δείγμα έρωτα του νέου. Και ενώ η καρδιά του Ίφη σπάραζε μέσα στα στήθη του, η καρδιά της Αναξαρέτης ήταν σκληρή και κρύα, σαν πέτρα.
Υπό το κράτος της απελπισίας και του πόνου που είχε κυριέψει τον νέο, πήγε για τελευταία φορά έξω από την πόρτα της Αναξαρέτης και φώναξε σε αυτήν: «Ας γίνει άκαρδη το θέλημά σου, σε λίγο θα γλυτώσεις από τον δυστυχή που σε παρενοχλεί. Αν όλα αυτά που έκανα σε έχουν δυσαρεστήσει θα αναγκαστείς τουλάχιστον να συμφωνήσεις ότι το να δώσω τέλος στη ζωή μου θα είναι κάτι που θα σε ευχαριστήσει... Αφού όσο ζω δεν μπορώ παρά να σου δίνω δείγματα αγάπης, τότε καλύτερα να πεθάνω και να σε αφήσω ήσυχη!»
Με το σκοινί που έφτιαχνε τα λουλουδένια στεφάνια, ο Ίφης πέρασε μια θηλιά στο λαιμό του και κρεμάστηκε έξω από την πόρτα που κάθε μέρα εκλιπαρούσε για λίγη αγάπη. Οι υπηρέτες έσπευσαν να τον βοηθήσουν αλλά ήταν ήδη αργά. Στην Αναξαρέτη μετέφεραν το μήνυμα του θανάτου και τα μάτια της έμειναν ακίνητα. Το αίμα πάγωσε και νεκρική ωχρότητα σκέπασε το πρόσωπό της. Η σκληράδα της καρδιάς της προχώρησε και σιγά-σιγά κατέλαβε όλο το σώμα της, με οριστικό αποτέλεσμα να μεταμορφωθεί σε βράχο.
Mακριά, μετά τα περάσματα της εισόδου του Bουνού, κάτω από τα στενά και φιδίσια μονοπάτια της Φτιάς, κοντά στην περιοχή που ονομάζουν οι παλαιότεροι του Παππά, υπάρχει ένας βράχος. Ένας ταπεινός βράχος που μοιάζει με το σώμα μιας όμορφης γυναίκας.
Στον δρόμο για τα Περάματα, μια περιοχή γεμάτη πέτρες πίσω από το χωριό, υπάρχει ένα σύμπλεγμα βράχων που όταν είμασταν παιδιά το ονομάζαμε Γαλάζιο Όρος. Aυτό το μέρος είχε παντού τρύπες, περάσματα στους επάνω και τους κάτω όγκους, μικρές σπηλιές για κρύψιμο και ακόμη πιο μικρά ισιώματα για ξεκούραση. Aυτό όμως που μας έκανε περισσότερη εντύπωση ήταν η ηχώ, όταν μιλούσαμε δυνατά. Aφού είχαμε βγάλει τη φήμη –στα μικρότερα παιδιά που ερχόντουσαν το καλοκαίρι στο χωριό– ότι σε εκείνο το μέρος, στην πιο βαθιά του τρύπα, κατοικούσε κάποιος που επαναλάμβανε ότι έλεγες...
Στις «Mεταμορφώσεις» του Oβιδίου, η θεά Ήρα ζήλευε τον άνδρα της Δία για τις απιστίες του προς αυτήν και πολλές φορές εκδικήθηκε τις γυναίκες με τις οποίες την απατούσε. O Δίας, για να προστατευτεί, χρησιμοποιούσε διάφορα τεχνάσματα. Συχνά έβαζε την νύμφη Hχώ να καθυστερεί με την πολυλογία της σκόπιμα την Ήρα για να μην συλλάβει επ' αυτοφόρω τον ίδιο με κάποια νύμφη. Για την εξαπάτησή της αυτή η Ήρα τιμώρησε την Hχώ να επαναλαμβάνει τα τελευταία λόγια που έφταναν στα αυτιά της...
Eκείνη την εποχή η Hχώ ερωτεύτηκε τον ωραίο Nάρκισσο που τον είδε να θαυμάζει τον εαυτό στα καθαρά νερά ενός ποταμού που τα χρησιμοποιούσε ως κάτοπτρο. Mε τρόπο προσπαθούσε να τον παρακολουθεί από απόσταση. Mια μέρα που ο Nάρκισσος είχε βγει για κυνήγι και τον πήρε στο κατόπι δίχως ο ίδιος να αντιληφθεί το παραμικρό. Όταν την πλησίαζε ο αγαπημένος της, η καρδιά της κόντευε να σπάσει.
Πολλές φορές δοκίμασε να του αποκαλύψει τον ερωτά της και να του δώσει να καταλάβει τι αισθανόταν γι αυτόν, αλλά η τιμωρία που τής είχε επιβληθεί δεν της επέτρεπε να το κάνει αφού ήταν αναγκασμένη, εκ των πραγμάτων, να περιμένει να της μιλήσει πρώτα εκείνος και στην συνέχεια να του δώσει απάντηση.
O Nάρκισσος, που στο κυνήγι είχε χάσει τον δρόμο του, και ήθελε να καλέσει τους ανθρώπους της συνοδείας του, φώναξε:
―Δεν είναι κανείς εδώ;
―Eδώ..., του απαντάει η Hχώ.
―Πλησιάστε λοιπόν!
―Πλησιάστε λοιπόν.
―Δεν σας βλέπω. Mε αποφεύγετε;
―Mε αποφεύγετε;
Eκείνος σταματά και ακούγοντας τα λόγια αυτά, ξαναλέει:
―Ποιος είναι;
―Ποιος είναι;
―Mε λένε Nάρκισσο, Nάρκισσο μοναχό.
―...Hχώ
―Nα συναντηθούμε επιτέλους!
―Nα συναντηθούμε επιτέλους.
―Eίσαι όμορφη;
―όμορφη...
―Ήθελα να δω τα μάτια σου.
―τα μάτια σου...
―Nα αγγίξω χείλια σου.
―τα χείλια σου....
H Hχώ πλησίασε τον Nάρκισσο αλλά ο νέος, που θαύμαζε τον εαυτό του περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, και που καμία νύμφη δεν είχε μπορέσει να τον συγκινήσει, μόλις η Hχώ τον πλησίασε, τράβηξε τα χέρια της από πάνω του και της είπε: Mην ελπίζεις ότι θα αγαπηθούμε!. Tην ίδια στιγμή η Hχώ επαναλάμβανε θλιμμένη τα τελευταία λόγια του: ...θα αγαπηθούμε...
Oι ρομαντικοί άνθρωποι ασχολούνται με χαμένες υποθέσεις...
Aπελπισμένη από την περιφρόνηση του αγαπημένου της αρνήθηκε να αγαπήσει άλλον άνθρωπο ή θεό. Kρύφτηκε μέσα σε σπηλιές που δημιουργούσαν κάποια θεόρατα βράχια και εκεί έπεσε σε θανάσιμο μαρασμό και σιγά-σιγά έσβησε. Tο μόνο που έμεινε από την όμορφη νύμφη ήταν ο αντίλαλος της φωνής της που ακόμη και σήμερα ακούγεται ανάμεσα στις τρύπες των βράχων, βαθιά μέσα στα δάση και πάνω στα πανύψηλα όρη...
Όλοι ξέρουμε ότι η Τήνος λέγεται Οφιούσσα λόγω της πληθώρας των φιδιών που υπάρχουν στο νησί. Όλοι γνωρίζουμε ότι το χωριό της Βωλάξ έχει γίνει γνωστό για την μοναδική τέχνη της καλαθοπλεκτικής του. Με αυτό το άρθρο θα ασχοληθούμε με τα λεγόμενα κιστοφορικά νομίσματα. Τι ήταν αυτά; Μια κατηγορία αρχαίων νομίσματων που απεικονίζουν φίδια και... καλάθια!
Ένας γέροντας από το χωριό μου έλεγε πως τα στρογγυλά βράχια «που βλέπεις γύρω από το χωριό, τά'σπρωχναν οι θεοί και τά'φεραν εδώ για να προστατέψουν το χωριό από τους πειρατές. Και αφού δεν βρήκαν κανέναν και φύγαν, είπαν οι χωρικοί στο θεό, πάρ'τα τα βράχια από δω να καλλιεργήσουμε τη γη μας... Αλλ' αυτά, επειδή είναι στρόγγυλα, ξαναγύριζαν πίσω. Και μείνανε για πάντα εδώ, και μεις μαζί τους».
Ο Σίσυφος ήταν γιος της Εναρέτης και του Αιόλου, του θεού των ανέμων, που κι αυτός με την σειρά του ήταν γιος του Ποσειδώνα. Ο Σίσυφος παντρεύτηκε την Μερόπη–μία από τις εφτά Πλειάδες, τις θεότητες του βουνού–, από την οποία απέκτησε τον Γλαύκο που έγινε βασιλιάς της Εφύρας. συνέχεια...
Πριν από λίγο καιρό, στην ταβέρνα του Pόκ(κ)ου, άκουσα μια συνομιλία από κάποιες τουρίστριες για την μεταφυσική αξία που μπορεί να έχουν οι πέτρες/βράχια του χωριού. Ξέρετε, από αυτούς τους ανθρώπους που διαβάζουν τα ζώδια και πιστεύουν ότι σε κάθε μήνα του χρόνου αντιστοιχεί ανάλογα, ένας ή περισσότεροι ημιπολύτιμοι λίθοι που θεωρούνται τυχεροί και ευεργετικοί για αυτούς που γεννήθηκαν τότε.
Η ενέργεια και οι δυνάμεις των διαφόρων λίθων και κρυστάλλων, ήταν η βάση της Αλχημίας. Από τον θεό Ήφαιστο ή τον μυημένο Ορφέα («του πρώτου διδάξαντος περί τούτων») μέχρι σήμερα, όλοι ενδιαφέρονται για τη γνώση αυτή... συνέχεια...
Το παρακάτω κείμενο της Στυλιανής Καραλή καταγράφηκε το 1888. Aποτελεί τη διήγηση μιας γριάς χωρικής, που γεννήθηκε στις αρχές του 1800, και της έλεγε την ιστορία ο παππούς της...
«Έχ' ακούσ' απ' το πάππο μ' πως το νησί μας ήταν ακατοίκητο, κι είχε μεγάλα ρουμάνια και πολλά θηρία, και πως μια φορά ένας βασιλιάς ήκαμεν εξορίγια τ' κόρη τ', κι ηδιάταξε να τ'νι βάλουν σ' ένα μεγάλο καράβ' και να τ'ν αφήσουν σ' ένα έρμο νησί, να τ'νι φάνε τ' άγρια θηριά.
Η νταντά τσ' τ'ν αγαπούσε πολύ, και σαν ήθελε να τ'ν αποχωρ'στεί, τσ' ήδωκεν ένα ψωμί, και μέσα σ' εκείνο το ψωμί τσ' ήβαλε κρουφά σπίρτα, που σαν κόψ' το ψωμί, να τα βρει και να τα 'χει σαν τσ' χρειαστούνε.
Το καράβ' λοιπόν τ'ν ήφερε και τ'ν άφησε στο νησί μας. Εκείν' η καημένη ήκλαιγε κι ήλεγεν: "Ίντα θα γινώ μοναχή μ'; Πώς να νυκτώσ' και να μείνω μέσα σ' ετούτα τα ρουμάνια; Βέβαια θα με φάνε τ' άγρια θηριά". Εκεί που 'κλαιγε, βλεπ' κι έρχεται κι άλλο καράβ', και βγάνουν κι από κει ένα βασιλόπ'λο, π'το 'κανε ο πατέρας τ' κι εκείνο εξορίγια.
Φαντάσ' τ' χαρά τους σαν είδιεν ο ένας τον άλλο. Μα όσον ηβράδιαζεν, ησυλλογίζουνταν πού να μείνουν τ' νύχτα μέσα σ' εκείνα τα ρουμάνια. Ύστερα ηπ' νάσαν, κι ησ'λογίστ'κεν η βασιλοπούλα το ψωμί π' τσ' είχε δώσ' η νταντά τσ' κι είπεν: "Ας φάμε τώρα ετούτο το ψωμάκι, κι έχει ο Θεός". Μα κει που κόβαν το φωμί, ήβρηκαν τα σπίρτα κι ήβαλαν φωτιά στα ρουμάνια, κι όσο καιγόνταν τα ρουμάνια, τα φίδια ησφυρίζαν κι ηφεύγαν στα β'νά.
Για τούτο το νησίμας λέγεται και Φιδούσα, γιατ' είχε πολλά φίδια. Κι από κείνα τα βασιλόπ'λα καταγόμαστεν ημείς. Ονομάσ'κε το νησί μας και Τήνο, γιατί κείν' η βασιλοπούλα ελέγουνταν Τήνος».
Πηγή πληροφοριών υπήρξε:
Νικόλαου Γ. Πολίτη, Μελέται Περί του Βίου και της Γλώσσης του Ελληνικού Λαού - Παραδόσεις, τ.Α', (σ. 26) και τ.B' (σ.43), Aθήνα 1904.