ιστορία
Εμφανίζονται αναρτήσεις με την ετικέττα ιστορία. Ολες οι ετικέττες, Ολες οι αναρτήσεις
Φωτογραφίζουμε ένα από τα τριμπόνια που έχουν διασωθεί στο χωριό –μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού. Τα ξύλινα τμήματα του όπλου τα έχει φάει το σαράκι, και τα μεταλλικά του μέρη η σκουριά. Το όπλο είναι τσακισμένο στο κέντρο του (στην αρχή της βάσης, πίσω από την σκανδαλοθήκη) από τα χρόνια της δεκαετίας του '30... Όσα δεν κατάφεραν οι Αρχές «δια το δολοφονικόν έθιμον», το κατάφερε ο χρόνος. Η τελευταία του γνωστή μας χρήση, έγινε πριν από 79 ολόκληρα χρόνια...
«Εις την σπουδαίαν χριστιανικήν εορτήν της Λαμπρής, ήτις ληγούσης προηγηθήσης νηστείας, εορτάζεται δια γεύματος εκ κρέατος και άλλων μη νηστησίμων φαγητών. Μεγίστη εορτή! Πλήν όμως, όσω προσεγγίζουν αι άγιαι ημέραι του Πάσχα τόσω και αι διάφοροι συνοικίαι και χωρία λαμβάνουν όψιν πυριτιδοποιείων, από των οποίων θα εξαχθώσιν αναρίθμητα πολεμοφόδια των μελλόντων να απεκδυθώσιν εις αγώναν εκφοβιστικού κρότου μετά των απεχθών τριμβονίων.
»Και μέχρι μεν του σημείου τούτου, η Αστυνομία δύναται να φανή κατά τι επιεικής χαριζομένη εις το έθιμον, αλλά η συγκεκριμένη χρήσις των τριμβονίων –όπως και η άλλη τραγική συνήθεια των βαρελότων, η οποία ουκ ολίγα θύματα παρέχει ενιαυσίως αφού μερικοί αγυιόπαιδες ήρχισαν να κάμνουν χρήσιν ανησυχούντες τον κόσμον αφ' ενός, απειλούντες δυστυχήματα αφ' ετέρου– πρέπει να εκλήψη. Διό η Αστυνομία πρέπει από τούδε να καταπνίξη την χρήσιν του βαρβάρου τούτου εθίμου δια να μην αναγκασθώμεν να καταγράψωμεν νέα θύματα.
»Τα έθιμα αποτελούσι την συνεκτικήν δύναμιν της ανθρωπίνης κοινωνίας, εις την οποίαν αύτη οφείλει την συντήρησίν της. Αποκρουστικώς όμως διακείμενα, προς πάντα νεωτερισμόν, γίνονται συχνότατα εμπόδιον εις την ανθρωπίνην πρόοδον. Ολόκληρος η ιστορία της προόδου του ανθρωπίνου πολιτισμού ουδέν άλλο είναι ή αγών των νεωτεριστικών δυνάμεων προς τα έθιμα. Τα τριμβόνια θα πρέπει να παρακρατηθούν υπό των Αρχών ή να καταστραφούν παραδειγματικώς ενόπιων των κτητόρων τους».
Για την μεταφορά: dvidos, 7_2015
Όσοι έχουν ζήσει το Πάσχα στα χωριά του νησιού πιθανότητα να έχουν γίνει μάρτυρες ενός εθίμου που συνεχίζεται αδιάλειπτα εδώ και εκατοντάδες χρόνια. Το έθιμο αυτό, κυρίως κατά την Θεία Λειτουργία της Αναστάσεως, είναι η χρήση των όπλων που λέγονται τριμπόνια.
Κατά την πανηγυρική του Πάσχα, στο δώµα του παπαδικού «παίζουν» τα τρ'µπόνια (τριμπόνια ή τροµπόνια, σε παλαιότερα έγγραφα, από το ιταλ. trombone [ = μεγάλη σάλπιγγα], το μουσικό όργανο –τρομπόνι– που καταλήγει σε σχήμα χοάνης ακριβώς όπως το όπλο). Πυροβολούν, δηλαδή, στον αέρα µε εµπροσθογεµή µονόκαννα όπλα που χρησιμοποιούν µαύρη χονδρόκοκκη πυρίτιδα («ποντίκι» –λόγω χρώματος– όπως την έλεγαν τα παιδιά της δεκαετίας του '80). Τα τριµπόνια ακούγονται σε συγκεκριµένα σηµεία της λειτουργίας τηρώντας πιστά ένα τυπικό που µεταδίδεται από γενιά σε γενιά, σε ένα τελετουργικό ρυθµό, ο οποίος φτάνει στο κορύφωµά του µε το πανηγυρικό πέρας της εκκλησιαστικής τελετής.
Ο Πάνος Αδαμόπουλος γράφει για την ιστορία αυτών των όπλων: «Επρόκειτο για όπλα πολεμικής χρήσης τα οποία τα είχαν κυρίως οι ναυτικοί για μάχες κοντινής απόστασης ή σώμα με σώμα, "πρώτον γιατί η κοντή κάννη δεν είχε τη δύναμη με το ένα ή τα πολλά βόλια να φτάσει πιο μακριά και δεύτερον, γιατί δεν σκόπευαν σωστά μακριά". Σε αντίθεση με τους στεριανούς λοιπόν, που είχαν τα καριοφίλια, οι Ελληνες ναυτικοί κρατούσαν τριμπόνια. H χρήση των τριμπονιών είναι πολύ παλιά και την αντιλαμβανόμαστε από διάφορες πηγές. Μέσα σ' ένα τραγούδι, που έλεγαν οι ναυτικοί της Πάργας και αναφέρεται στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου, στις 7.10.1571, ανάμεσα στο συνασπισμένο στόλο των χριστιανών και εκείνου των Οθωμανών, λέει χαρακτηριστικά:
[...]
Όταν απαντηθήκανε
οι δυο χοντρές αρμάδες,
βροντοκοπούν οι κανονιές
γίνεται η μέρα νύχτα,
πλώρη με πλώρη σμίγουνε
κατάρτι με κατάρτι
λαμποκοπάνε τα λαμιά,
βροντάνε τα τρομπόνια,
ποδάρια, χέρια και κορμιά
γιομίζουν τα καράβια
σκοτώθη κι ο Αλή Πασάς (= ο ναύαρχος)
το άξιο παλικάρι
[...]
»Επίσης, ο Μακρυγιάννης αναφέρει στα απομνημονεύματά του: "Φωνάζει δια την φελούκα, μας βλέπουν οι Τούρκοι και μας στρώνουν να μας πιάσουνε. Θέλησε ο Θεός και ήταν μια φελούκα. Τους μίλησα και ριχτήκαμε μέσα και μας βάλαν απάνου 'στην γολέττα τους. Πλάκωσαν και οι Tούρκοι. Πήραν και αυτείνοι τα τριμπόνια τους και αντιστάθηκαν". Ακόμη και ο Παπαδιαμάντης έχει αναφορά στα τριμπόνια στο διήγημά του Η Παναγία η γλυκοφιλούσα: "Τέλος εσυμμαζεύετο ο λοστρόμος, ανεκαλύπτοντο οι δύο απόντες σύντροφοι, εξεκολλούσε ο πλοίαρχος, έπεφταν τρομπόνια αρκετά, τρομπόνια από το πλοίον, τρομπόνια έξω από την πόλιν• έκοφταν, εψαλίδιζαν τις βόλτες".»
Το Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό του Ελευθερουδάκη [1931, τόμος 12ος, σελ. 303] γράφει: «Τρομπόνι, το (ιταλ. trombone). Βραχύ φορητόν, εμπροσθογεμές πυροβόλον όπλον μικρού βεληνεκούς, με κάννην καταλήγουσαν εις σχήμα χοάνης ή σάλπιγγος, σιδηράν, πολλάκις δε και ορειχαλκίνην, το οποίον μετεχειρίζοντο κατά τους παρελθόντας αιώνας, κατά το πλείστον εις τα πολεμικά πλοία, προς απόκρουσιν των εφόδων (ρεσάλτο) εκ του συστάδην».
«Τα τρομπόνια», συνεχίζει το λεξικό, «πληρούμενα με μεγάλας δόσεις πυρίτιδος και με μέγα πλήθος σφαιρών, σφαιριδίων (κομμάτια, καδρέτα), σιδηρών ήλων κ.λ. εξεκενούντο κατά των εχθρικών λεμβών από εγγυτάτης αποστάσεως, όταν αύται πλήρεις αποβατικών αγημάτων επλησίαζον και έρριπτον τας αρπάγας και προσεκολλώντο επί του προσβαλλομένου σκάφους». Έτσι, βλέπουμε ότι υπήρχαν δύο ειδών τριμπόνια: αυτά στο μέγεθος της μεσαίας καραμπίνας, που είχαν και οι Τηνιακοί, και ήταν για μεσαίες αποστάσεις, και τα άλλα τα κοντύτερα, βραχύκανα που έμοιαζαν με πιστόλες: «Και οι επιτιθέμενοι όμως είχον μικρότερα τρομπόνια, κρεμάμενα δι' αγκίστρου από την ζώνην των, τα οποία εχρησιμοποίουν από των κανονοθυρίδων ή ευθύς ως επάτουν το κατάστρωμα του προσβαλλομένου πλοίου.»
Από τα ημερολόγια του ναυτικού αγώνα του 1821, βρίσκουμε τα υλικά κατασκευής της «φλόγας πυρός» και μαθαίνουμε ότι το τρομπόνι έδινε και το πυρ για την επίθεση της πυρπόλησης από τους Έλληνες: «[...] H κατασκευή τούτου (σσ. της φλόγας πυρός) ήτο η ακολούθος: αι ύλαι της κατασκευής του συνέκειντο από κατράμι, ρητίνην, πυρίτιδα και εχινοπόδας (αχινοπόδια, είδος φρυγάνων που βρίσκονται και στο χωριό) τεθειμένα ατάκτως εις το υπόστρωμα (κοραδούρον). Δια να τεθή σε το πυρ, ώφειλεν εις πυρπολιστής, όταν ήρχετ' η ώρα, να καταβή εις το υπόστρωμα και να πυροβολήση με πιστόλαν (τρομβόνι) γεμάτην άνευ σφαίρας, εις το μέρος το οποίον είχον προσδιωρισμένον δια να τεθή το πυρ και εκείθεν να διαδοθή [...]». [Υποναυάρχου Κ. Νικοδήμου, Απομνημονεύματα Εκστρατειών και Ναυμαχιών του Ελληνικού Στόλου, Αθήνα 1862, σ.14]
Στο ίδιο βιβλίο μαθαίνουμε ότι τα ψαριανά πλοία του Κανάρη και του Νικοδήμου, κατά τον Αύγουστο του 1823, πέρασαν και από την Τήνο: «Πνέοντος δε ανέμου γαληνιαίου μεσημβρινού, η μοίρα των ψαριανών και ο εχθρικός στόλος διευθύνοντο ουριοδρομούντες προς το στόμιον του Τσικνιά, προεπορεύετο δε η μοίρα των ψαριανών μικρόν τι του εχθρικού στόλου, συγκειμένου από πλοία μεγάλα και μικρά σχεδόν εξήκοντα. Ότε δε η μοίρα των ψαριανών έφτασε μεταξύ Μυκώνου και Τήνου, οι Μυκώνιοι θεωρούντες τον εχθρικόν στόλον ερχόμενον προς τα εκείσε, πολλοί εξ αυτών μετέβαινον οικογενειακώς εις Τήνον. [...] Διαμείναντα δε τα ψαριανά πλοία επί εν ημερονύκτιον μεταξύ Μυκώνου και Τήνου, έπεμψαν τας λέμβους των εις Τήνον όπου οι Τήνιοι ανέμενον ωπλισμένοι και προσέφερον εις τας λέμβους ως δώρον κρέας βωδινόν και σταφύλια [...]»
Φυσικά, τα τριμπόνια που χρησιμοποιούνται σήμερα δεν είναι από εκείνα τα χρόνια. Αυτά είχαν μηχανισμό πυριτόλιθου στη θέση που βρίσκεται σήμερα το καψούλι που δίνει την ανάφλεξη, και βεβαίως δεν υπάρχουν βόλια ή κάτι ανάλογο, αλλά απλά μπαρούτι ώστε το αποτέλεσμα να είναι μόνο ηχητικό. Τέτοια τριμπόνια, από το 1750, μπορεί να τα δει κανείς στο Πολεμικό Μουσείο, στο Ιστορικό Αρχείο-Μουσείο της Ύδρας (στην Ύδρα τα λένε τρομπόνια) αλλά και σε μέρη της Τήνου όπου φυλάσσονται και εκτίθενται παλιά όπλα. [Εγκυκλοπαίδεια Όπλων Κυνηγίου, Ιωαν. Νικητόπουλος]
Το έθιμο με τα τριμπόνια κρατάει τουλάχιστον από το επιτυχές τέλος της Ελληνικής Επανάστασης: «[...] Βλέπων δε τας τελουμένας τελετάς δια τας νίκας του στόλου, την εορτήν της Αναστάσεως και των Θεοφανείων, τον κλήρον περιερχόμενον την πόλιν και παρακολουθούμενον υπό του πλήθους, τους κρότους των πυροβόλων και όπλων, τας αθώας φωνάς των παίδων κραζόντων το "Κύριε ελέησον", τα πλοία πάσης τάξεως σημαιοστόλιστα, έχοντα τας μεν ελληνικάς σημαίας άνωθεν, τας δε οθωμανικάς κάτωθεν ως ένδειξιν της νίκης των». [Κ. Νικοδήμου, ο.π. σελ. 46]
Από τα χρόνια εκείνα, μετά την επανάσταση, συνέχισαν στην Τήνο και κράτησαν ζωντανό το έθιμο, χρησιμοποιόντας το σε όλες τις χαρμόσυνες εκδηλώσεις της τηνιακής κοινωνίας, όπως: μαράντες και γλέντια, βαφτίσια και γάμους και φυσικά, κατά την ημέρα της Ανάστασης.
Μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ’70 σχεδόν κάθε σπίτι στο χωριό (!) είχε και το δικό του τριμπόνι. Μάλιστα, τα περισσότερα ήταν πολύ παλιά και τους είχε προστεθεί ένας μεταλλικός δακτύλιος στη κάννη για να μην «σκάσουν». Τα περισσότερα είχαν «χαθεί» κατά την περίοδο της κατοχής, κάποια άλλα τα είχαν «σπάσει» οι αρχές (υπάρχει ιστορία, σε άλλη σελίδα, με καταστροφή των τριμπονιών από αστυνομικούς σε μαράντα του χωριού) ενώ, την περίοδο της δικτατορίας, η αστυνομία κατάσχεσε πολλά από αυτά προς χάριν της «δημοσίας τάξεως». Στην ιστοσελίδα της Κώμης, για το ίδιο θέμα, διαβάζουμε: «Μερικά από αυτά βυθίστηκαν στην θάλασσα, όχι μακριά από το δρακονήσι, αγνοώντας πλήρως την αξία του τριμπονιού σαν κειμήλιο».
Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1870, και για λόγους προστασίας, είχε αρχίσει η «δίωξη» της χρήσης τους:«Προτρέποµεν τα Αστυνοµικά όργανα να καταστείλωσι όσον το δυνατόν την βάρβαρον του πυροβολισµού συνήθειαν κατά την σηµερινήν και αύριον ηµέραν, (Μεγάλο Σάββατο και Κυριακή του Πάσχα) και προπάντων εις τους παίδας, οίτινες κακώς πολλάκις µεταχειριζόµενοι τα εις χείρας των όπλα, εγένοντο αφορµή δυστυχηµάτων και προς εαυτούς και προς άλλους». [εφημ. Τήνος, φ.19, 15.04.1878]
Πάντως, μέχρι 15-20 χρόνια χρόνια πριν, τριμπονιές ακούγονταν σχεδόν σε όλα τα χωριά της Τήνου. Σήμερα είναι λίγα χωριά που κρατούν το έθιμο, και σίγουρα τα πρωτεία στο «παίξιμο» έχουν τα χωριά του Πύργου και της Στενής. Οι τριμπονιές πάντως του χωριού, στο Πανηγύρι της Καλαμάν, άφησαν εποχή και καταγράφηκαν σαν σημαντικό λαογραφικό στοιχείο στο Λεύκωμα του Κώστα Βέργα «Λατρεία - Στον Κύκλο του Χρόνου» [σελ. 118]. Στο ίδιο βιβλίο διαβάζουμε μεταξύ άλλων: «Ανάλογη είναι η ενοριακή εκδήλωση των Καθολικών της Βωλάξ (Βώλακα) στην Παναγία Καλαμάν κάθε Πέμπτη του Πάσχα. [...] Χαρακτηριστικό της ημέρας είναι και οι πυροβολισμοί με τα "τριμπόνια" (τύπος μεσαιωνικού τουφεκιού με ανοιχτή σαν χωνί κάνη και γέμιση από σκέτο μπαρούτι)». [1]
Kλασικές φιγούρες στις βωλακίτικες τριμπονιές είναι ο Νάτσιος Χαρικιόπουλος, ο Μάκης του Αντρίκου και ο Μάκης του Άγγελου. Ο μπαρμπα-Άγγελος για πολλές δεκαετίες ήταν αυτός που γέμιζε με μπαρούτι τα όπλα [2]. O κρότος από τα τριμπόνια είναι η κραυγή χαράς που φτάνει όσο πιο μακριά, μέχρι τον ουρανό! Άλλοι λένε ότι είναι ο χαιρετισμός χαράς στην Παναγία («Απριλίου 5, Κυριακή (1825). Σήμερον είμεθα (σσ. αναφέρεται στο επαναστατικό μπρίκι Αθηνά) εμπρός εις την Τήνον, εχαιρετήσαμεν την Παναγίαν (σ.σ. την Μεγαλόχαρη) με ένα κανόνι [...]») [Γεωρ. Σαχτούρη, Ιστορικά Ημερολόγια του Ναυτικού Αγώνος του 1821, Αθήνα, 1890, σελ.85] Στην ιστοσελίδα της Κώμης διαβάζουμε ότι οι τριμπονιές αποτελούν αναπαράσταση του «σεισμού» που έγινε κατά την ώρα της Ανάστασης. Οι παλιότεροι έλεγαν ότι «το κακό ξορκίζεται με κρότο» και στη Τήνο φροντίζουν να το ξορκίζουν για τα καλά!
[1] Σήμερα μπορεί να βρει κανείς στην Ιταλία πιστό αντίγραφο (ρέπλικα) μιας Pistola Trombone του 17ου-18ου αιώνα περίπου στα 63 ευρώ.
[2] Δεν είναι τυχαίο ό,τι με τη συστηματική αρπαγή/καταστροφή των συγκεκριμένων όπλων, και από τα άτομα που παρατηρούμε ότι «παίζουν» τριμπονιές τα τελευταία 30 χρόνια, έχουν παραμείνει με αυτά τα όπλα μόνο δυο-τρεις οικογένειες στο χωριό...
Πηγή πληροφοριών υπήρξαν:
Τάσος Ν. Βιδάλης, Τα τριμπόνια της Τήνου (www.tinos.biz)
Xριστός Ανέστη! (www.komitinos.com, 4.04.2010)
Για την μεταφορά: dvidos, 7_2015
Στο χωριό γιόρταζαν, γλεντούσαν και χόρευαν ως το πρωί στα τοπικά πανηγύρια. Στις πιο προσωπικές τους, όμως, στιγμές και σε μικρότερο κύκλο συγγενών, χόρευαν βαλσάκια και τανγκό. Αρκετοί δίσκοι που βρέθηκαν στο χωριό μπορούν να το επιβεβαιώσουν.
Σύμφωνα με την Βικιπαίδεια, την περίοδο 1920-1935, οι μουσικοί του τανγκό έχουν κλασσική παιδεία και παίζουν κομμάτια που δεν είναι κατ' ανάγκη χορευτικά. Κυριαρχούν διάσημοι τραγουδιστές (προπάντων ο Carlos Gardel) και δεν υπάρχει προσανατολισμός στον χορό. Όμως, την επόμενη 20ετία (αυτή που ενδιαφέρει το άρθρο μας) η μουσική στρέφεται προς τον χορό, υπάρχουν καλοί στιχουργοί που γράφουν τραγούδια για τραγουδιστές, που αποτελούν μέρος της ορχήστρας, και το τανγκό ωριμάζει χορευτικά. συνέχεια...
Ο δίσκος "Κακούργα πεθερά" της Εσκενάζυ, που βρέθηκε στο χωριό, αναφέρεται σε ένα πρωτόγνωρο έγκλημα που τάραξε τα δεδομένα της Ελληνικής κοινωνίας και όχι μόνο. Ο Κώστας Φέρρης αφηγείται χαρακτηριστικά: «Το τραγούδι αυτό έχει το μεγαλύτερο ρεκόρ πωλήσεων "κατ' αναλογίαν" για πάντα. Πούλησε δηλαδή, περισσότερους δίσκους, απ' όσα γραμμόφωνα υπήρχαν τότε στην Ελλάδα για να το παίξουν! Λέγεται πως όλοι οι γαμπροί που είχαν κακές πεθερές, έστηναν γλέντι, και στο τέλος "σπάγανε το δίσκο" στα πόδια της πεθεράς! Λένε επίσης πως απ' αυτό προέρχεται και η φράση "θα σπάσω πλάκα".» συνέχεια...
Στην αρχή δεν υπήρχε τίποτα• εμείς και τα παιχνίδια μας –και αυτά ήταν λιγότερα από μας... Η έλλειψη χώρου για παιχνίδι, δημιούργησε την αγάπη μας για «εξερευνήσεις» και μας οδήγησε στο πηγάδι και τα χωράφια. Καλοκαίρι με καλοκαίρι πέρναμε θάρρος, κάτι που μας οδήγησε στα βράχια και τις συστάδες τους –τα «όροι» όπως λέγαμε. Μεγαλώναμε, όμως, και μεγαλώναν και οι απαιτήσεις μας. Από την ηλικία της φαντασίας είχαμε φτάσει στην ανάγκη μας για ιδιωτικότητα. Τα βράχια ήταν το εξοχικό μας. Χρειαζόμασταν την πρώτη μας κατοικία!
Το παιχνίδι και η κίνηση αποτελεί ζωτική ανάγκη για κάθε νεαρή ζωή μέσα στη φύση. Το συναντάμε στα ζώα, που τρέχουν, πηδούν, παίζουν μεταξύ τους, με την μητέρα τους ή κυνηγώντας άλλα μικρότερα. Αυτή η φυσική ανάγκη δεν μπορεί να λείπει από τα παιδιά. Παιδί και παιχνίδι είναι δύο λέξεις που συνεπάγεται η μία την άλλη. Μέσα από το παιχνίδι, εδώ και χιλιάδες χρόνια, τα παιδιά σε όλο τον κόσμο ψυχαγωγούνται, αυτοδιαπαιδαγωγούνται, δοκιμάζουν και ασκούν τις δυνάμεις τους, ανταγωνίζονται σωστά με τα συνομήλικα τους, μαθαίνουν να πειθαρχούν στους κανόνες, φτιάχνουν χαρακτήρα, δημιουργούν προσωπικότητα, κοινωνικοποιούνται, ασκούν το σώμα και το πνεύμα τους, κρατώντας τα σε καλή φυσική κατάσταση.
Το παπαδικό
Η δεκαετία του '80, μας έφερε ως «δώρο» την λέσχη μας! [1] Μέχρι τότε δίναμε ραντεβού σε κάποια σπίτια και από εκεί αποφασίζαμε που και πως θα παίξουμε.
Aπό αριστερά: Γιώργος, Aντώνης, Aνδρέας, Δημήτρης
Παιδική χαρά δεν είχε δημιουργηθεί ακόμα και ο «ξεχασμένος» χώρος του παπαδικού σοβατίστηκε και φροντίστηκε από την αρχή. Ο –πάντα θετικός– π. Ανδριώτης, έδωσε την άδειά του και όλα τα παιδιά βρήκαμε τον χώρο μας! Εκεί, εμείς τα παιδιά, συναντιόμαστε, παίζαμε, χαιρόμαστε. Το παπαδικό έγινε η λέσχη μας, έγινε ο τόπος συνάντησης, το σήμα κατατεθέν της παρέας. Από πού να ξεκινήσω και που να τελειώσω. Αμέτρητες ιστορίες έχουν καταγραφεί μέσα (και γύρω) από το παπαδικό.συνέχεια...
Συζητήσαμε με κάποιους για το εγχείρημά μας και σχολιαστήκαμε αναλόγως για την αγάπη και την αφοσίωσή μας (sic) στο χωριό. Ενώ, κάποιοι θεώρησαν ότι δεν χρειάζεται μια ακόμη ιστοσελίδα για τη Βωλάξ, «τα πάντα έχουν γραφτεί για το χωριό, τέλειωσε η εποχή του».
Όταν ο Νικολά Σωβέν (Nicolas Chauvin) έγινε δεκαοχτώ χρονών παρουσιάστηκε ως νεοσύλλεκτος και υπηρέτησε με πάθος και τιμή τον πρώτο στρατό της Γαλλικής Δημοκρατίας και ακολούθως την Μεγάλη Στρατιά (Grande Armée) του ίδιου του Ναπολέοντα. Το επίλεκτο αυτό σώμα πολέμησε στην πρώτη γραμμή και από την αρχική δύναμη των 550.000 της Μεγάλης Στρατιάς επέζησαν μόλις οι 70.000. συνέχεια...
Και ενώ τα κορίτσια έπαιζαν «λάστιχο» (με διάφορες φιγούρες), που ήταν της μόδας τη δεκαετία του '80, τα αγόρια στην ίδια δεκαετία (και λίγο πιο πριν) έπαιζαν με... καλάμια: Φυσοκάλαμα με τα «μπαλάκια» από τις πασχαλιές (Ξεκινήσαμε χωρίς φυσοκάλαμο τη δεκαετία του '70). Παίρναμε τα καλάθια που έφτιαχναν οι παππούδες μας, μαζεύαμε τα πράσινα μπαλάκια από τις πασχαλιές και πολεμούσαμε μεταξύ μας από τις αυλές και τα δώματα των σπιτιών. Το αποτέλεσμα ήταν να μας φωνάζουν ΟΛΟΙ οι χωρικοί ότι θα γλιστρήσουν και θα «σκοτωθεί κανείς».
Γενικά, τα καλάμια ήταν βάση για τα παιχνίδια μας: πιστολάκια από καλάμι μάς έφτιαχνε ο παππούς, σφυρίχτρες από καλάμι μάς έδειχνε πως γίνονται η γιαγιά, τα μεγάλα καθαρισμένα καλάμια γινόντουσαν σπαθιά και τα χοντρά ήταν η «μαγκούρα» μας για να μας προστατεύει από τα φίδια στις γύρω εξερευνήσεις. Εκτώς των άλλων, φτιάχναμε και καράβια από καλάμι και δοκιμάζαμε να τα «ταξιδέψουμε» (συνήθως με αποτυχία) στις ποτίστρες της πηγής...
Για την μεταφορά: mix_09.2015
«Nα μείνει, να μείνει στο τρύπιο καμίνι...»
Σε ένα μικρό τετραδιάκι ο Δημήτρης του Nάσου κατέγραψε τα παιχνίδια που παίζαμε στο χωριό, όταν ήμασταν παιδιά, από τα πρώτα χρόνια του δημοτικού μέχρι και πρόσφατα, που οι περισσότεροι από μας είναι παντρεμένοι. Στο άρθρο αυτό καταγράφουμε τα περισσότερα για να σωθούν στο χρόνο, και προσθέτουμε κανόνες στα σημαντικότερα από αυτά, επειδή, όπως λέει η Σοφία: «στην Μυστική Παγκόσμια Οργάνωση Παίδων (ΜΠΟΠ) διαχέονται οι κανόνες. Μόλις περάσεις μια ηλικία σβήνονται αυτόματα από τη μνήμη σου».
Το επικίνδυνα φορτισμένο retronio σκάει! συνέχεια...
Οι ομάδες, ο μπάστακας, τα βράχια και τα ... φρούτα
Διήγηση: Ζακ Βίδος,
ηχογράφηση: 2009,
διάρκεια: 6:09
Για την μεταφορά: mix_09.2015
Για να μιλήσει κανείς για την ιστορία ενός χωριού δεν φτάνει μόνο να βάλει κάποια στοιχεία τα οποία έχουν δημοσιευτεί ή κάποια άλλα τα οποία βρίσκονται ακόμη σε χειρόγραφα και που περιμένουν κάποια στιγμή να εκδοθούν. Πρέπει να κάνει πολύ μεγαλύτερες και περισσότερες έρευνες, να ανατρέξει στους κατοίκους του χωριού και να συγκεντρώσει όλες τις δυνατές πληροφορίες ώστε να καταφέρει να παρακολουθήσει την ιστορική πορεία ενός οικισμού.
Δυστυχώς, τα στοιχεία που γνωρίζουμε για τα χωριά της Τήνου είναι ελάχιστα σε σχέση με τα χρόνια ύπαρξης των χωριών αυτών, με συνέπεια, να μην γνωρίζουμε πότε ακριβώς κτίστηκε η Βωλάξ. Εξάλλου, στο βιβλίο Ανεξερεύνητη Τήνος αναφέρει ότι: «το πότε κτίστηκε είναι αδύνατον να προσδιοριστεί, ωστόσο πρέπει να είναι από τα παλαιότερα του νησιού». [Βάλυ Βαϊμάκη, σελ. 182]
Γνωρίζουμε, εξάλλου, ότι τα χωριά που έχουν κατάληξη σε -άδος ήταν φέουδα από την εποχή των Γκίζηδων (1207-1390), [1] σε αντίθεση με τα υπόλοιπα που προϋπήρχαν χρονικά. Το διπλανό χωριό Σκαλάδος, από το όνομα της οικογένειας Cicala, κτίσθηκε μετά το 1200 και συνέδεσε τα Πάνω με τα Κάτω Μέρη με τα ήδη υπάρχοντα χωριά. Ένα από αυτά είναι και η Βωλάξ, με την ιστορία της να χάνεται στα βάθη των αιώνων. Το χωριό πιθανότατα να είναι μεταβυζαντινό, σίγουρα υπήρξε τον μεσαίωνα ενώ, δεν αποκλείεται η περιοχή να κατοικήθηκε πάνω από 2.000 χρόνια προ Χριστού, αφού μέσα στα βράχια, στην περιοχή Αποκωλιασμένη, βρέθηκαν τρία-τέσσερα κομμάτια οψι(δι)ανού αυτής της περιόδου.