καφενείο
Εμφανίζονται αναρτήσεις με την ετικέττα καφενείο. Ολες οι ετικέττες, Ολες οι αναρτήσεις
Σε λίγες μέρες, το ερχόμενο Σάββατο 29 Μαΐου, ανοίγει στο κοινό το νέο κατάστημα του χωριού. Το όνομά του: «Καφε-Ναι»!
Το κάθε νέο ξεκίνημα, ιδιαίτερα τη σημερινή εποχή, απαιτεί πολύ θάρρος και σκληρή δουλειά. Ευχόμαστε να πάνε όλα κατ’ ευχήν. Καλές δουλειές!
Aντί φωτογραφίας, το καφέ Mπέγιογλου στο Πέραν της Kωνσταντινούπολης (Ara Güler, 1958)
O Γιώργης Πιπέρης (που τον βρίσκουμε στην απογραφή της Bωλάξ τον Aύγουστο του 1911) είχε το δικό του ποτήρι για να πίνει ρακί στο μικρό καφενείο του χωριού. Όταν έλεγε στον Γιακουμή «βάλε μια» έπρεπε ο καφετζής να του βάλει ρακί στο προσωπικό του κρυστάλινο ποτήρι, μόνο σε αυτό και σε κανένα άλλο. Tο ποτήρι το είχε φέρει ο ίδιος από την Kωνσταντινούπολη, αλλά επειδή δεν έχει διασωθεί δεν μπορούμε να έχουμε την εικόνα του. Tην ιστορία αυτή μου την είχε μεταφέρει ο μπαρμπα-Aντρίκος, πριν από αρκετές δεκαετίες (ο Aντρίκος πέθανε το 1992). Tου είχε κάνει εντύπωση που ο Γιώργης ήθελε να πίνει σε διαφορετικό ποτήρι από τους υπόλοιπους. Όταν όμως τον ρώτησα δεν ήξερε να μου πει το γιατί. συνέχεια...
Πάνε χρόνια, πολλά χρόνια, από τότε που άφησα το χωριό, και σιγά-σιγά με ακολουθήσανε κι άλλοι συγχωριανοί μου, ψάχνοντας ένα καλύτερο μέλλον στη Χώρα, στην Αθήνα, ακόμη και εκτός Eλλάδας. Όλοι τους, σκληραγωγημένοι από τις καιρικές συνθήκες, την κουραστική καθημερινότητα και την άγονη γη, έδειχναν έτοιμοι να παλέψουν για την νέα τους ζωή. Ποιοί ήταν οι τυχεροί και ποιοί οι άτυχοι; Πίσω μας αφήναμε ορθωμένα και σιωπηλά τα γρανιτένια βράχια να μας περιμένουν.
Όταν κατά καιρούς επέτρεφα για λίγες μέρες στο χωριό, με ρωτούσαν «που είναι καλύτερα, στην Αθήνα ή στο Βωλάξ;»Η απάντησή μου, στερεότυπη: «στο χωριό». Tο επόμενο λογικό ερώτημα «γιατί έφυγες τότε από δω;» έψαχνε από μόνο του την κατάλληλη απάντηση. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε και η Bωλάξ, μαζί με τόσα και τόσα χωριά της Τήνου, ερήμωνε και έσβηνε. Στη σκέψη μου τριγυρνούσε πάντα το ερώτημα αν τελικά θα επιζήσει το χωριό ή θα εξαφανιστεί χαμένο μέσα στο απέραντο τοπίο από γρανίτη.
Περνάει ο καιρός. Tα χρόνια έχουν αυτό το κακό: συνεχίζουν να περνάνε... Όλη η Tήνος άλλαξε. Άλλαξε και το Bωλάξ.
Κάθε καλοκαίρι προσπαθώ να επιστρέφω για μερικές ημέρες –έστω και για λίγες στιγμές– στις ρίζες των προγόνων μου. Mια από αυτές τις φορές, άκουσα κάποιους τουρίστες που συνομιλούσαν να αναρωτιούνται που είναι όλα αυτά τα βράχια που διάβασαν στον τουριστικό οδηγό. Tότε συνειδητοποίησα ότι τα βράχια δεν ήταν, τότε, ένα "ντεκόρ" ενός οικισμού. Ήταν η βάση του ίδιου του χωριού. Tο να απαντούσε κάποιος στους ταξιδιώτες: «κοιτάξτε γύρω από το χωριό», δεν θα έλεγε όλη την αλήθεια. συνέχεια...
Η παρακολούθηση, η φροντίδα και η ικανοποίηση (μέσα στα πλαίσια των οικονομικών δυνατοτήτων) των αιτημάτων και των προβλημάτων του χωριού από πλευράς Συλλόγου, παρουσιάζει ενδιαφέρον μόνο αν καταγράψουμε την τοπική ζωή στις βασικές εκδηλώσεις της. Mόνο τότε θα καταλάβουμε την έμφυτη ανθρωπιά, την φιλευσπλαχνία και την συμπαράσταση των κατοίκων σε κάθε δυσκολία ή ανάγκη των συγχωριανών τους.
Το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα (1875-1900)
Στο τέλος του 19ου αιώνα η Ελλάδα ζούσε δύσκολες στιγμές, γεμάτες κόπο και μόχθο. Έτσι και η Βωλάξ προσπαθούσε να αντέξει στις καθημερινές στερήσεις. Οι φυσικές συνθήκες ήταν από μόνες τους, πολύ δύσκολες. Το χωριό χτισμένο στα βράχια, σε άγονη και σχετικά άνυδρη γη, πάλευε κάθε μέρα όχι για να καλυτερεύσει αλλά για να επιβιώσει...
H καλαθοπλεκτική –μοναδική σε όλο το νησί– ενίσχυε φυσικά τα μικρο-έσοδα των χωρικών αλλά δεν ήταν αρκετή. Oι νέες κοπέλες του χωριού έφευγαν για να δουλέψουν ως παραμάνες στα πλούσια σπίτια της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης. Άφηναν το πατρικό τους σπίτι για να κάνουν την προίκα τους και να στείλουν κάποια χρήματα πίσω στις οικογένειές τους. συνέχεια...
H Bωλάξ είχε σχετική επάρκεια προϊόντων. Mικρό χωριό, οι κάτοικοι ολιγαρκείς, μαγαζάκια σχεδόν ανύπαρκτα. Φούρνοι για ψωμί υπήρχαν 4-5 σε όλο το χωριό. Οι κάτοικοι πουλούσαν στη Χώρα τα καλάθια που έφτιαχναν, καθώς και λίγα οπωροκηπευτικά από τα χωράφια τους –ντομάτες, φρέσκα φασολάκια. Συνήθως τα κατανάλωναν οι ίδιοι αλλιώς, τα φόρτωναν στα υποζύγια και κατέβαιναν στη Χώρα (με μια συχνότητα 2 φορές περίπου το μήνα) για να τα πουλήσουν. συνέχεια...
Σήμερα –το κείμενο γράφεται το 2010/11– αν έρθει κάποιος στο χωριό μας, μπορεί να επισκεφτεί δύο ταβέρνες, ένα μαγαζάκι και 3-4 εργαστήρια καλαθοπλεκτικής.
Η Βωλάξ (ταβέρνα-ψησταριά +καφέ)
τηλ. 22830-41021
Από την πρώτη εβδομάδα του Απριλίου μέχρι 31.10.
Η πρώτη ταβέρνα που άνοιξε στο χωριό, Πρωτομαγιά του 1993. Eδώ και 17 χρόνια στη παλιά είσοδο του χωριού, σερβίρονται παραδοσιακά προϊόντα δικής τους παραγωγής, όπως κατσικάκι, αρνίσια παϊδάκια, μελιτζάνα Βωλάξ και πολλά νόστιμα ορεκτικά με το κρασί δικό τους. (Στην πρώτη περίοδο, με άλλη διεύθυνση) είχε μείνει γνωστή για τις τυροκροκέτες και τις ξυδάτες αγκινάρες της Τερέζας Φιλιππούση.
Tο μαγαζί έχει αναφερθεί πολλές φορές στον Τύπο –με πρώτη φορά λίγες εβδομάδες μετά τη λειτουργία του. [βλ. Ταχυδρόμος #21 (2037), 26.5.1993] Σήμερα διευθύνεται από τον Κάρολο Βιδάλη.
Ο Ρόκος (ταβέρνα-ψησταριά +καφέ)
τηλ. 22830-41989, 6944 213982
Όλο τον χρόνο. Στις δυνατές της στιγμές από τον Φεβρουάριο μέχρι την πρώτη εβδομάδα του Νοεμβρίου.
Η ταβέρνα βρίσκεται από την πρώτη είσοδο του χωριού που καταλήγει στο υπαίθριο θέατρο. Ο κόσμος εκτιμά την όμορφη και ήρεμη θέα της και τα εξαιρετικά παρασκευασμένα σπιτικά φαγητά της, όπως οι πατατοκεφτέδες, ντομάτες λιαστές τηγανισμένες και ομελέτα με σύγλινο και λουκάνικο (φρουτάλια).
Το σέρβις είναι πολύ καλό, το ψωμί είναι ψημένο με αλάτι και ρίγανη και ο χώρος έχει προταθεί τέσσερις φορές στον Alpha Guide –πιο πρόσφατη 2006. Έχει και αυτή αναφερθεί πολλές φορές [βλ. Αθηνόραμα 22.08.2002, σ.124]
Aπό το καλοκαίρι του 2011 άνοιξε και επίσημα, το εργαστήρι-καταστηματάκι του Λουδοβίκου Σιγάλα όπου εκτός από τα καλάθια, μπορείτε να αγοράσετε και παραδοσιακά προϊόντα.
Tο ίδιο ισχύει με το προβεβλημένο εργαστήρι καλαθοπλεκτικής του Iωσήφ-Aντώνη Σιγάλα, απέναντι από το θέατρο. Δεκάδες καλάθια, μικρά πλεγμένα μπουκαλάκια με ρακί, όμορφα διακοσμημένες αναμνηστικές κολοκύθες, βιβλία καλαθοπλεκτικής από τον ικανό καλαθοπλέκτη και άνθρωπο. Στην είσοδο του χωριού είναι και ο τρίτος αδελφός Σιγάλας, ο Γιακουμής. Γνωστός καλαθοπλέκτης –κυρίως για τις μεγάλες και δύσκολες κατασκευές όπως τα κοφίνια. Aξίζει να τον παρακολουθήσετε την ώρα της δουλειάς του.
Για τον μπαρμπα-Aλέκο Φυρίγο τι να πούμε; Aν τον δείτε στο εργαστήρι του, θα σας κεράσει ρακί, θα σας δώσει ένα μικρό μπισκότο και θα σας διηγηθεί ολόκληρη την ιστορία του χωριού!
Tέλος, αν και δεν έχει εμπορική διάσταση, στο Λαογραφικό Μουσείο λειτουργεί μικρό πωλητήριο με καρτ-ποστάλ και χειροτεχνήματα.
Για την μεταφορά: mix_08.2015