μαρκάκι
Εμφανίζονται αναρτήσεις με την ετικέττα μαρκάκι. Ολες οι ετικέττες, Ολες οι αναρτήσεις
Υπότιτλος: Το Μαρκάκι και ο αδελφός του ο Γιάννης ο Ταζέλος στη βεράντα του σπιτιού τους, καλοκαίρι του 1978.
Soundtrack: (το ψάχνω και επανέρχομαι) συνέχεια...
Τα ρούχα ήταν τόσο λίγα, μπορεί και λιγότερα από αυτά που φορούσε κάποιος πάνω του εκείνη τη στιγμή… Παπούτσια, οι μεγάλοι ένα ζευγάρι, οι μικροί ξυπόλητοι. Κάποτε δεν υπήρχαν ντουλάπες. Δεν χρειαζόταν! Υπήρχε ένα μπαούλο. Γερό, σκαλισμένο μπροστά και πάνω, αλλά αυτό μόνο. Εκεί μέσα έβαζες τα πάντα… Κι όταν ήρθαν οι ντουλάπες —κάπως αργά στο χωριό—, ο σκώρος είχε φάει τα ρούχα και το σαράκι τα μπαούλα… Ήμουν μικρός, αλλά όταν φτιάχτηκε η ξύλινη ιματιοθήκη για τα άμφια του παππά, πήγε όλο το χωριό να τη δει —σαν τα αρχαία στα μουσεία…
Όταν ήρθε η ώρα, πετάχτηκαν τα μπαούλα, κάποια ξύλα τα έβαλαν στα λιβάδια για να κλείσουν τις τρύπες και να μην περνάνε τα ζώα, κάποια άλλα, όπως αυτό, το έκοψαν στη μέση και τα έκαναν πόρτα για τη βεράντα… Μια τέτοια σκαλιστή σανίδα μπαούλου έχει και στο μουσείο, στο βάθος, απέναντι. Ήταν από το Μαρκάκι. Στο ξύλο αυτό ακούμπαγε σχιστές πέτρες για χτίσιμο…
Φωτογραφία: Giovanni Baston
«Το Βατικανό, το Βατικανό», ακουγόταν μια φωνή πίσω από το υπνοδωμάτιο της γιαγιάς —είχε ανοίξει το παράθυρο να μπει μέσα καθαρός αέρας. «Το Βατικανό» ακουγόταν και μετά βήματα να ανεβαίνουν τα σκαλιά. Κάθε ήχος αντηχούσε λες και απείχε λίγα μόλις εκατοστά από το αφτί —ελάχιστοι οι κάτοικοι του χωριού.
Το Μαρκάκι ήταν, ο Γκανάνης, μίλαγε μόνος του και έψαχνε το ραδιοφωνάκι παγκοσμίου λήψεως που είχε, να βρει τις λατινικές ψαλμωδίες. Σήκωνε την κεραία στον ουρανό και άφηνε το τρανζίστορ στα περίπατα ή στα τελευταία σκαλοπάτια, πάνω πάνω, γιατί εκεί έπιανε καλύτερα το «Βατικανό». Και το άφηνε να παίζει εκεί μέχρι αργά ή το κράταγε στα ροζιασμένα χέρια του και περπάταγε βαριά, μαζί με αυτό, μέχρι το εργαστήρι του με τα καλάθια.
Και όταν ερχόταν το απόγευμα, δυνάμωνε το tantum ergo στο ραδιοφωνάκι και έψελνε και κείνος με δύναμη. Και μια φορά θυμάμαι, σήκωσε τα χέρια του μπροστά στους ώμους, μιμούμενος τον δον Γιώργη Ανδριώτη, όπως εκείνος σήκωνε τον ήλιο και έδειχνε την όστια στους πιστούς.
Και όταν το Μαρκάκι τελείωσε κάποια στιγμή την αόρατη τελετουργία, μου χαμογέλασε τρυφερά και έβαλε τη δεξιά παλάμη στο στήθος ώστε να καταλάβω πόσο ικανοποιημένος έμεινε.
Λίγο αφαιρέθηκα και τον έχασα από τα μάτια μου. Είχε κλείσει γρήγορα το τρανζίστορ και είχε χωθεί στο σπίτι για να κοιμηθεί. Είχε αργήσει και έπρεπε το πρωί να βγάλει τις γελάδες του στη Σαββαγιάννη.
Μεγάλη Δευτέρα σήμερα, για τους Δυτικούς.
Καλή Ανάσταση να έχουμε όλοι μας!
Στο μακρινό 2008 μας ταξιδεύει το βίντεο που θα δείτε.
Ο Ματθαίος ο Φυρίγος, επισκέπτεται τον Μάρκο. Εκεί είναι και ο Ιωσήφ με την Μαίρη.
Μία ιδέα γεννιέται. Να τραβήξουν ένα βίντεο, για να το δείξει ο Ματθαίος στον πατέρα του, τον Ιωσήφ, σε μία προσπάθεια να τον βοηθήσει να θυμηθεί...
Δεν ξέρουμε αν το βίντεο βοήθησε.
Κατέγραψε όμως τον Μάρκο, αμήχανα χαμογελαστό και αμίλητο, τον πάντα πρόσχαρο Ιωσήφ και την φωνή της Μαίρης, γελαστή όπως πάντα.
Ευχαριστούμε τον Ματθαίο που μοιράστηκε μαζί μας αυτό το βίντεο.
Σήμερα έχει ωραίο ήλιο. Mεγάλο, ζεστό / Kοντεύει να φύγει ο Oκτώβρης, αλλά ο καιρός εκεί, ανοιξιάτικος.
Bγήκα έξω, να λιαστώ λιγάκι στα περίπατα / Kοίταξα κάτω, δεν είδα κανέναν.
Eπάνω ήλιος και από κάτω σύννεφα, μόνο σύννεφα / Kαι 'γω ζεσταίνομαι στο φως.
Mόνος μου / Eδώ.
φωτογραφία: Hρακλής Mήλας
Eλάχιστος,
μόλις ορατός δια γυμνού οφθαλμού,
ένας άνθρωπος ταξιδεύει μες το ποτήρι του
και ναυαγεί.
Aργύρης Xιόνης, Eσωτικά Tοπία, 1991.
Μέρες και νύχτες γυρνούν,
καθώς ρυτιδώνεται το πρόσωπό μου
και λιγοστεύει το πνεύμα μου.
Φοβάμαι, μη σε μια στιγμή σκορπίσει η ζωή στον άνεμο.
Πάντα είχα δύναμη...
Όμως, που ξέρεις.
Τζουάν Τσι (210-263 μ.Χ.)
Τρεις διαφορετικές και μοναδικές στάσεις (Λαμπίρ, Γρίζα, το σχολείο στο Aγάπη). Mια υπέροχη πορεία που ενώνει τα δύο γειτονικά χωριά + ένα μικρό παραμύθι για έναν νεαρό που έκανε την ίδια πορεία για να φτάσει στον Παράδεισο...
Λαμπίρ
Mέσα σε μια ερημιά αιώνων υπάρχει ένα τοπίο μοναδικό, αλλόκοτο για κάποιους. Λέγεται Λαμπίρ και είναι το βασίλειο του Μάρκου. Aυτός είναι κύρης και οικοδεσπότης αυτού του παράδοξου μέρους. Ένας καλοκάγαθος, αξιοπρεπής, Κύριος. Δεν είναι τα γράμματα ή η διπλωματία που τον ξεχώρησαν, δεν είναι όλα αυτά που μας έρχονται στο μυαλό και μας εξηγούν γρήγορα –και τόσο πρόχειρα– γιατί τον έκαναν αγαπητό. Είναι η απλότητά του, η αγνή ψυχή του, η ενεργητικότητα και η καλοσύνη του. Eίναι η μη συνηθισμένη σε εμάς επικοινωνία του με τον δικό του κόσμο –αυτόν που γνωρίζει και αγαπά. Γι αυτό και η κάθε πέτρα αυτού του μοναχικού –αλλά όχι παρατημένου– τόπου, επιτρέπει ευγενικά στον Mάρκο να περπατήσει επάνω της. συνέχεια...
Περασμένος Ιανουάριος, και το Μαρκάκι βρισκόταν καθηλωμένο στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Θα μπορούσε να τον βασανίζουν πολλές σκέψεις. Λόγοι υπήρχαν. Κι όμως, το πρώτο που είχε στο μυαλό του ήταν να μας κεράσει. Κάθε τόσο ήθελε να μας προσφέρει «καμιά καραμέλα», ενώ ζήταγε απ' τους δικούς του να μας βάλουν ρακάκι, να πιούμε και να παρεώσουμε.
Επίσκεψη στο Μαρκάκι (α)
ηχογράφηση: Aθήνα 2012
διάρκεια: 1:07
Επίσκεψη στο Μαρκάκι (β)
διάρκεια: 1:09
«Δεν βάζεις ρακάκι να πιούν», ζήτησε από τον Ιωσήφη, και από ευγένεια του είπαμε πως μας είχε ήδη κεράσει ο αδερφός του. «Δεν είδα!», απάντησε κοφτά! Έπρεπε να πιούμε λίγο ρακί, να μας δει... Είναι γνωστό ότι ο πόνος γίνεται γλυκός όταν υπάρχουν φίλοι.
Λένε πως η αξία ενός ανθρώπου φαίνεται στο τι δίνει και όχι στο τι μπορεί να πάρει. Και η παλιά γενιά των κατοίκων του χωριού το ήξερε καλά αυτό! Άνθρωποι που, αν και περάσανε μέσα από στερήσεις, ήξεραν –καλύτερα απ' όλους– την έννοια της προσφοράς. Πάντοτε φιλικοί, έτοιμοι να προσφέρουν, να κεράσουν, να φιλέψουν.