Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!

ξεχασμένοι

Εμφανίζονται αναρτήσεις με την ετικέττα ξεχασμένοι.   Ολες οι ετικέττες, Ολες οι αναρτήσεις

τρία χρόνια μετά...

Μέρες και νύχτες γυρνούν,
καθώς ρυτιδώνεται το πρόσωπό μου
και λιγοστεύει το πνεύμα μου.

Φοβάμαι, μη σε μια στιγμή σκορπίσει η ζωή στον άνεμο.
Πάντα είχα δύναμη... 
Όμως, που ξέρεις. 

Τζουάν Τσι (210-263 μ.Χ.)

Tο τελευταίο ταξίδι της Aντωνίνας Zαλώνη.

H Bωλάξ των παιδικών μου χρόνων φέρνει στο μυαλό μου στιγμές αβίαστης και ανυπόκριτης χαράς, μου φέρνει ζέστη και ανακούφιση. Στο χωριό των παιδικών μου χρόνων υπήρχαν γέροντες με σοφία και εργατικότητα, υπήρχαν γυναίκες γεμάτες καλοσύνη, αγάπη και πίστη. Yπήρχαν όλοι αυτοί –όλοι, όμως– που μπορεί να μην περπατάνε σήμερα δίπλα μας αλλά βρίσκονται πάντα στη σκέψη μας. συνέχεια...

Mεταξύ των περιέργων θεαμάτων του μικρού ορεινού χωρίου, εν τω οποίω διήλθον περιστασιακώς την παιδικήν μου ηλικίαν, κατελέγετο και εις παράφρων ονόματι Tαζέλος, οίτινος η ανάμνησις έμεινε βαθέως εγκεχαραγμένη εις το πνεύμα μου. συνέχεια...

Περασμένος Ιανουάριος, και το Μαρκάκι βρισκόταν καθηλωμένο στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Θα μπορούσε να τον βασανίζουν πολλές σκέψεις. Λόγοι υπήρχαν. Κι όμως, το πρώτο που είχε στο μυαλό του ήταν να μας κεράσει. Κάθε τόσο ήθελε να μας προσφέρει «καμιά καραμέλα», ενώ ζήταγε απ' τους δικούς του να μας βάλουν ρακάκι, να πιούμε και να παρεώσουμε.

Επίσκεψη  στο Μαρκάκι (α)

ηχογράφηση: Aθήνα 2012
διάρκεια: 1:07

Επίσκεψη  στο Μαρκάκι (β)

διάρκεια: 1:09

«Δεν βάζεις ρακάκι να πιούν», ζήτησε από τον Ιωσήφη, και από ευγένεια του είπαμε πως μας είχε ήδη κεράσει ο αδερφός του. «Δεν είδα!», απάντησε κοφτά! Έπρεπε να πιούμε λίγο ρακί, να μας δει... Είναι γνωστό ότι ο πόνος γίνεται γλυκός όταν υπάρχουν φίλοι. 

Λένε πως η αξία ενός ανθρώπου φαίνεται στο τι δίνει και όχι στο τι μπορεί να πάρει. Και η παλιά γενιά των κατοίκων του χωριού το ήξερε καλά αυτό! Άνθρωποι που, αν και περάσανε μέσα από στερήσεις, ήξεραν –καλύτερα απ' όλους– την έννοια της προσφοράς. Πάντοτε φιλικοί, έτοιμοι να προσφέρουν, να κεράσουν, να φιλέψουν.

Γεννήθηκα στα 1782. Mε λένε Γιάννη Φοσκαρίνη και είμαι του Nικολή ο γιος. Mάνα μου η όμορφη Mαριά, με τα υγρά τα μάτια, κόρη του Mάρκου –από το Φυριγαίικο αυτή. Ήμουν το δεύτερο παιδί της οικογένειας. Ένα χρόνο μεγαλύτερος ήταν ο αδερφός μου ο Mάρκος, που του έδωσαν το όνομα του παππού μου. Πέθανε παιδάκι, στα τρία του, κι εικόνα του δεν έχω. συνέχεια...

Στις παζούλες του χωριού, με τις κουβέντες μας και τη καλή παρέα, κτίζαμε πολιτείες μέσα σε λίγα λεπτά. Το χωριό ξαναφτιάχναμε όλο από την αρχή. Γεφύρια του βάζαμε, αψίδες, δέντρα. Του προσθέταμε και κάμποσα σπίτια. Και ζώα. Όλα τα μεγαλώναμε και όλα τα αυξάναμε. Μέχρι που η παρέα άρχισε να μικραίνει συνεχώς, να μαζεύει. Και τότε χρειαστήκαμε φωτογραφίες για να θυμηθούμε πως πραγματικά ήταν το χωριό μας. Και άλλες ακόμη, για να βρούμε ποιοι είχαν φύγει απ' την παρέα...

Σε αυτές τις στιγμές των καταμετρήσεων και των απογραφών, μας έστειλε ο Mάνθος Φυρίγος δυο φωτογραφίες του Mάρκου του Γκανάνη, στις οποίες το Mαρκάκι μεταφέρει μεγάλες αρμαθιές –μεγαλύτερες από το μπόι του– για να δώσε τροφή στα ζώα του. Μαζί με τις φωτογραφίες μας έστειλε και το μικρό αυτό κείμενο:

«Πριν λίγο καιρό έφυγε από τη ζωή ο θείος μου, και πρώτος ξάδελφος του πατέρα μου, Μάρκος. Τον είχα συναντήσει λίγες φορές μέσα στο πέρασμα του χρόνου, αλλά αρκούσε για να αγαπήσω την απλότητα του, την μυρωδιά από τα φρύγανα και το χώμα που ανέδυαν το σώμα και τα ρούχα του, το χαμόγελό του, τον τρόπο που έβγαζε την τραγιάσκα του με συστολή μέσα στην εκκλησία. Θα ήθελα να είχα ξυπνήσει νωρίτερα. Θα ήθελα να είχα αγκαλιάσει περισσότερο τους αγαπημένους θείους και αδέλφια του πατέρα μου, που έχουν φύγει από την ζωή... Θα ήθελα, ακόμη, να πω ένα μικρό αντίο στον θείο μου, τον Μάρκο τον Φυρίγο».

Μάνθος Φυρίγος

Δεν ήθελε να φύγει απ' το χωριό. Έπρεπε... Κάποιοι που ζούνε στην πρωτεύουσα πήγαν και τον είδαν. Οι υπόλοιποι του χωριού αγωνιούσαν, πήραν τηλέφωνα, ρώτησαν. Όλα συνέχισαν να κυλούν κανονικά. Άντε να εξηγήσεις τι σημαίνει κανονικά... Ας πούμε ότι όλα έδειχναν να ηρεμούν.

Συνέχισε η ζωή. Φύσηξε, έβρεξε, βγήκε ήλιος, ξαναφύσηξε. Πέρασαν 130 ημέρες (ακριβώς) και πήγε άλλος ένας επισκέπτης να τον δει. Σήμερα 15 του μηνός. Δεν ήταν από τους συνηθισμένους. Ήταν αυτός που αδειάζει τα σπίτια από την σκιά των ανθρώπων. Ο Μάρκος πάντα φιλόξενος: τον δέχτηκε, θέλησε να τον κεράσει ρακί, του έδωσε πριν ένα μπισκότο –για να μη μεθύσει– και του ζήτησε να κάτσουν να τα πουν. Ο επισκέπτης δεν ήπιε. Τον πήρε απ' το χέρι κι έφυγαν μαζί. συνέχεια...

Δεν ήθελε να φύγει απ' το χωριό. Έπρεπε... Κάποιοι που ζούνε στη πρωτεύουσα πήγαν και τον είδαν. Οι υπόλοιποι του χωριού αγωνιούσαν. Πήραν τηλέφωνα, ρώτησαν.  συνέχεια...

Τα σύννεφα επάνω από το μικρό χωριό της Βωλάξ τρέχουν με τέτοια ταχύτητα που αν οι κάτοικοί της είχαν ιστιοφόρα και όχι χωράφια θα ήταν οι πιο πλούσιοι κάτοικοι σε όλη την Τήνο.

Ο αέρας φυσάει με τέτοια ταχύτητα σε αυτό το μέρος που τα σύννεφα περνάνε επάνω από το χωριό και, μέσα σε λίγα λεπτά, έχουν φτάσει στις μικρασιατικές ακτές, ενώ το φως που τα διαπερνάει αλλάζει συνεχώς την εικόνα του απίστευτου αυτού τοπίου.  συνέχεια...

Hommage στο Mαρκάκι

Μη νομίζεις. Δεν είναι πολλές φορές που ο Μάρκος είχε φύγει έξω από τα στενά (και τόσο αγαπημένα) όρια του χωριού. Στη Βωλάξ γεννήθηκε, εκεί μεγάλωσε, εκεί ζει, όλη του η ζωή εκεί. Άντε μια φορά, όταν ήταν φαντάρος, που τον πήραν αναγκαστικά από το χωριό –δε γινόταν κι αλλιώς. Ήταν το '44. Ένα χρόνο είχαν διαφορά με τον Γιάννη. Eκείνος ήταν μια κλάση μικρότερος, του '43.

Νομίζεις ότι όλα είναι δεδομένα και είναι ψέμα αυτό. Τον έστειλαν επάνω στην Κομοτηνή –Γκιουμουλτζίνα όπως τη λέγανε τότε. Δύσκολες και σκληρές εποχές κι ας τον πείραζε ο αδερφός του ότι «πήγε εκεί με τις χανούμισσες». συνέχεια...