πανηγύρι
Εμφανίζονται αναρτήσεις με την ετικέττα πανηγύρι. Ολες οι ετικέττες, Ολες οι αναρτήσεις
Mια υπέροχη φωτογραφία μας έφερε ο Aλέκος και η Mαρία Tριανταφυλλάκου στην κοπή της πίτας, όπου όλο το χωριό –μια παρέα– παίρνει θέση πίσω από τον φακό του φωτογράφου!
Έχουμε και λέμε: συνέχεια...
Το καλοκαίρι του 2013 ο Σύλλογος διοργάνωσε ένα άψογο πάρτυ στο πανέμορφο τοπίο της Καλαμάν. Ιδού το βίντεο:
Mεταφέρουμε τον προχτεσινό εορτασμό της ενορίας μας μέσα από την ανάρτηση της ιστοσελίδας tiniaki.gr:
«Πανηγύρισε ευλαβικά η Ενορία της Γεννήσεως της Παναγίας στην Bωλάξ Τήνου, την Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013, με την τέλεση πανηγυρικής Θείας Λειτουργίας, από τον εφημέριο Bωλάξ π. Νικόλαο Ψάλτη, τον εφημέριο Κτικάδου π. Γεώργιο Ανδριώτη και τον εφημέριο Κώμης π. Δημήτρη Δαλέζιο. Στο αρμόνιο συνόδευε την Τελετή στα άσματα ο διάκονος π. Γεώργιος Παλαμάρης, και το εκκλησίασμα έψελνε τούς δοξαστικούς ύμνους της γιορτινής μέρας. συνέχεια...
Όσοι έχουν ζήσει το Πάσχα στα χωριά του νησιού πιθανότητα να έχουν γίνει μάρτυρες ενός εθίμου που συνεχίζεται αδιάλειπτα εδώ και εκατοντάδες χρόνια. Το έθιμο αυτό, κυρίως κατά την Θεία Λειτουργία της Αναστάσεως, είναι η χρήση των όπλων που λέγονται τριμπόνια.
Κατά την πανηγυρική του Πάσχα, στο δώµα του παπαδικού «παίζουν» τα τρ'µπόνια (τριμπόνια ή τροµπόνια, σε παλαιότερα έγγραφα, από το ιταλ. trombone [ = μεγάλη σάλπιγγα], το μουσικό όργανο –τρομπόνι– που καταλήγει σε σχήμα χοάνης ακριβώς όπως το όπλο). Πυροβολούν, δηλαδή, στον αέρα µε εµπροσθογεµή µονόκαννα όπλα που χρησιμοποιούν µαύρη χονδρόκοκκη πυρίτιδα («ποντίκι» –λόγω χρώματος– όπως την έλεγαν τα παιδιά της δεκαετίας του '80). Τα τριµπόνια ακούγονται σε συγκεκριµένα σηµεία της λειτουργίας τηρώντας πιστά ένα τυπικό που µεταδίδεται από γενιά σε γενιά, σε ένα τελετουργικό ρυθµό, ο οποίος φτάνει στο κορύφωµά του µε το πανηγυρικό πέρας της εκκλησιαστικής τελετής.
Ο Πάνος Αδαμόπουλος γράφει για την ιστορία αυτών των όπλων: «Επρόκειτο για όπλα πολεμικής χρήσης τα οποία τα είχαν κυρίως οι ναυτικοί για μάχες κοντινής απόστασης ή σώμα με σώμα, "πρώτον γιατί η κοντή κάννη δεν είχε τη δύναμη με το ένα ή τα πολλά βόλια να φτάσει πιο μακριά και δεύτερον, γιατί δεν σκόπευαν σωστά μακριά". Σε αντίθεση με τους στεριανούς λοιπόν, που είχαν τα καριοφίλια, οι Ελληνες ναυτικοί κρατούσαν τριμπόνια. H χρήση των τριμπονιών είναι πολύ παλιά και την αντιλαμβανόμαστε από διάφορες πηγές. Μέσα σ' ένα τραγούδι, που έλεγαν οι ναυτικοί της Πάργας και αναφέρεται στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου, στις 7.10.1571, ανάμεσα στο συνασπισμένο στόλο των χριστιανών και εκείνου των Οθωμανών, λέει χαρακτηριστικά:
[...]
Όταν απαντηθήκανε
οι δυο χοντρές αρμάδες,
βροντοκοπούν οι κανονιές
γίνεται η μέρα νύχτα,
πλώρη με πλώρη σμίγουνε
κατάρτι με κατάρτι
λαμποκοπάνε τα λαμιά,
βροντάνε τα τρομπόνια,
ποδάρια, χέρια και κορμιά
γιομίζουν τα καράβια
σκοτώθη κι ο Αλή Πασάς (= ο ναύαρχος)
το άξιο παλικάρι
[...]
»Επίσης, ο Μακρυγιάννης αναφέρει στα απομνημονεύματά του: "Φωνάζει δια την φελούκα, μας βλέπουν οι Τούρκοι και μας στρώνουν να μας πιάσουνε. Θέλησε ο Θεός και ήταν μια φελούκα. Τους μίλησα και ριχτήκαμε μέσα και μας βάλαν απάνου 'στην γολέττα τους. Πλάκωσαν και οι Tούρκοι. Πήραν και αυτείνοι τα τριμπόνια τους και αντιστάθηκαν". Ακόμη και ο Παπαδιαμάντης έχει αναφορά στα τριμπόνια στο διήγημά του Η Παναγία η γλυκοφιλούσα: "Τέλος εσυμμαζεύετο ο λοστρόμος, ανεκαλύπτοντο οι δύο απόντες σύντροφοι, εξεκολλούσε ο πλοίαρχος, έπεφταν τρομπόνια αρκετά, τρομπόνια από το πλοίον, τρομπόνια έξω από την πόλιν• έκοφταν, εψαλίδιζαν τις βόλτες".»
Το Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό του Ελευθερουδάκη [1931, τόμος 12ος, σελ. 303] γράφει: «Τρομπόνι, το (ιταλ. trombone). Βραχύ φορητόν, εμπροσθογεμές πυροβόλον όπλον μικρού βεληνεκούς, με κάννην καταλήγουσαν εις σχήμα χοάνης ή σάλπιγγος, σιδηράν, πολλάκις δε και ορειχαλκίνην, το οποίον μετεχειρίζοντο κατά τους παρελθόντας αιώνας, κατά το πλείστον εις τα πολεμικά πλοία, προς απόκρουσιν των εφόδων (ρεσάλτο) εκ του συστάδην».
«Τα τρομπόνια», συνεχίζει το λεξικό, «πληρούμενα με μεγάλας δόσεις πυρίτιδος και με μέγα πλήθος σφαιρών, σφαιριδίων (κομμάτια, καδρέτα), σιδηρών ήλων κ.λ. εξεκενούντο κατά των εχθρικών λεμβών από εγγυτάτης αποστάσεως, όταν αύται πλήρεις αποβατικών αγημάτων επλησίαζον και έρριπτον τας αρπάγας και προσεκολλώντο επί του προσβαλλομένου σκάφους». Έτσι, βλέπουμε ότι υπήρχαν δύο ειδών τριμπόνια: αυτά στο μέγεθος της μεσαίας καραμπίνας, που είχαν και οι Τηνιακοί, και ήταν για μεσαίες αποστάσεις, και τα άλλα τα κοντύτερα, βραχύκανα που έμοιαζαν με πιστόλες: «Και οι επιτιθέμενοι όμως είχον μικρότερα τρομπόνια, κρεμάμενα δι' αγκίστρου από την ζώνην των, τα οποία εχρησιμοποίουν από των κανονοθυρίδων ή ευθύς ως επάτουν το κατάστρωμα του προσβαλλομένου πλοίου.»
Από τα ημερολόγια του ναυτικού αγώνα του 1821, βρίσκουμε τα υλικά κατασκευής της «φλόγας πυρός» και μαθαίνουμε ότι το τρομπόνι έδινε και το πυρ για την επίθεση της πυρπόλησης από τους Έλληνες: «[...] H κατασκευή τούτου (σσ. της φλόγας πυρός) ήτο η ακολούθος: αι ύλαι της κατασκευής του συνέκειντο από κατράμι, ρητίνην, πυρίτιδα και εχινοπόδας (αχινοπόδια, είδος φρυγάνων που βρίσκονται και στο χωριό) τεθειμένα ατάκτως εις το υπόστρωμα (κοραδούρον). Δια να τεθή σε το πυρ, ώφειλεν εις πυρπολιστής, όταν ήρχετ' η ώρα, να καταβή εις το υπόστρωμα και να πυροβολήση με πιστόλαν (τρομβόνι) γεμάτην άνευ σφαίρας, εις το μέρος το οποίον είχον προσδιωρισμένον δια να τεθή το πυρ και εκείθεν να διαδοθή [...]». [Υποναυάρχου Κ. Νικοδήμου, Απομνημονεύματα Εκστρατειών και Ναυμαχιών του Ελληνικού Στόλου, Αθήνα 1862, σ.14]
Στο ίδιο βιβλίο μαθαίνουμε ότι τα ψαριανά πλοία του Κανάρη και του Νικοδήμου, κατά τον Αύγουστο του 1823, πέρασαν και από την Τήνο: «Πνέοντος δε ανέμου γαληνιαίου μεσημβρινού, η μοίρα των ψαριανών και ο εχθρικός στόλος διευθύνοντο ουριοδρομούντες προς το στόμιον του Τσικνιά, προεπορεύετο δε η μοίρα των ψαριανών μικρόν τι του εχθρικού στόλου, συγκειμένου από πλοία μεγάλα και μικρά σχεδόν εξήκοντα. Ότε δε η μοίρα των ψαριανών έφτασε μεταξύ Μυκώνου και Τήνου, οι Μυκώνιοι θεωρούντες τον εχθρικόν στόλον ερχόμενον προς τα εκείσε, πολλοί εξ αυτών μετέβαινον οικογενειακώς εις Τήνον. [...] Διαμείναντα δε τα ψαριανά πλοία επί εν ημερονύκτιον μεταξύ Μυκώνου και Τήνου, έπεμψαν τας λέμβους των εις Τήνον όπου οι Τήνιοι ανέμενον ωπλισμένοι και προσέφερον εις τας λέμβους ως δώρον κρέας βωδινόν και σταφύλια [...]»
Φυσικά, τα τριμπόνια που χρησιμοποιούνται σήμερα δεν είναι από εκείνα τα χρόνια. Αυτά είχαν μηχανισμό πυριτόλιθου στη θέση που βρίσκεται σήμερα το καψούλι που δίνει την ανάφλεξη, και βεβαίως δεν υπάρχουν βόλια ή κάτι ανάλογο, αλλά απλά μπαρούτι ώστε το αποτέλεσμα να είναι μόνο ηχητικό. Τέτοια τριμπόνια, από το 1750, μπορεί να τα δει κανείς στο Πολεμικό Μουσείο, στο Ιστορικό Αρχείο-Μουσείο της Ύδρας (στην Ύδρα τα λένε τρομπόνια) αλλά και σε μέρη της Τήνου όπου φυλάσσονται και εκτίθενται παλιά όπλα. [Εγκυκλοπαίδεια Όπλων Κυνηγίου, Ιωαν. Νικητόπουλος]
Το έθιμο με τα τριμπόνια κρατάει τουλάχιστον από το επιτυχές τέλος της Ελληνικής Επανάστασης: «[...] Βλέπων δε τας τελουμένας τελετάς δια τας νίκας του στόλου, την εορτήν της Αναστάσεως και των Θεοφανείων, τον κλήρον περιερχόμενον την πόλιν και παρακολουθούμενον υπό του πλήθους, τους κρότους των πυροβόλων και όπλων, τας αθώας φωνάς των παίδων κραζόντων το "Κύριε ελέησον", τα πλοία πάσης τάξεως σημαιοστόλιστα, έχοντα τας μεν ελληνικάς σημαίας άνωθεν, τας δε οθωμανικάς κάτωθεν ως ένδειξιν της νίκης των». [Κ. Νικοδήμου, ο.π. σελ. 46]
Από τα χρόνια εκείνα, μετά την επανάσταση, συνέχισαν στην Τήνο και κράτησαν ζωντανό το έθιμο, χρησιμοποιόντας το σε όλες τις χαρμόσυνες εκδηλώσεις της τηνιακής κοινωνίας, όπως: μαράντες και γλέντια, βαφτίσια και γάμους και φυσικά, κατά την ημέρα της Ανάστασης.
Μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ’70 σχεδόν κάθε σπίτι στο χωριό (!) είχε και το δικό του τριμπόνι. Μάλιστα, τα περισσότερα ήταν πολύ παλιά και τους είχε προστεθεί ένας μεταλλικός δακτύλιος στη κάννη για να μην «σκάσουν». Τα περισσότερα είχαν «χαθεί» κατά την περίοδο της κατοχής, κάποια άλλα τα είχαν «σπάσει» οι αρχές (υπάρχει ιστορία, σε άλλη σελίδα, με καταστροφή των τριμπονιών από αστυνομικούς σε μαράντα του χωριού) ενώ, την περίοδο της δικτατορίας, η αστυνομία κατάσχεσε πολλά από αυτά προς χάριν της «δημοσίας τάξεως». Στην ιστοσελίδα της Κώμης, για το ίδιο θέμα, διαβάζουμε: «Μερικά από αυτά βυθίστηκαν στην θάλασσα, όχι μακριά από το δρακονήσι, αγνοώντας πλήρως την αξία του τριμπονιού σαν κειμήλιο».
Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1870, και για λόγους προστασίας, είχε αρχίσει η «δίωξη» της χρήσης τους:«Προτρέποµεν τα Αστυνοµικά όργανα να καταστείλωσι όσον το δυνατόν την βάρβαρον του πυροβολισµού συνήθειαν κατά την σηµερινήν και αύριον ηµέραν, (Μεγάλο Σάββατο και Κυριακή του Πάσχα) και προπάντων εις τους παίδας, οίτινες κακώς πολλάκις µεταχειριζόµενοι τα εις χείρας των όπλα, εγένοντο αφορµή δυστυχηµάτων και προς εαυτούς και προς άλλους». [εφημ. Τήνος, φ.19, 15.04.1878]
Πάντως, μέχρι 15-20 χρόνια χρόνια πριν, τριμπονιές ακούγονταν σχεδόν σε όλα τα χωριά της Τήνου. Σήμερα είναι λίγα χωριά που κρατούν το έθιμο, και σίγουρα τα πρωτεία στο «παίξιμο» έχουν τα χωριά του Πύργου και της Στενής. Οι τριμπονιές πάντως του χωριού, στο Πανηγύρι της Καλαμάν, άφησαν εποχή και καταγράφηκαν σαν σημαντικό λαογραφικό στοιχείο στο Λεύκωμα του Κώστα Βέργα «Λατρεία - Στον Κύκλο του Χρόνου» [σελ. 118]. Στο ίδιο βιβλίο διαβάζουμε μεταξύ άλλων: «Ανάλογη είναι η ενοριακή εκδήλωση των Καθολικών της Βωλάξ (Βώλακα) στην Παναγία Καλαμάν κάθε Πέμπτη του Πάσχα. [...] Χαρακτηριστικό της ημέρας είναι και οι πυροβολισμοί με τα "τριμπόνια" (τύπος μεσαιωνικού τουφεκιού με ανοιχτή σαν χωνί κάνη και γέμιση από σκέτο μπαρούτι)». [1]
Kλασικές φιγούρες στις βωλακίτικες τριμπονιές είναι ο Νάτσιος Χαρικιόπουλος, ο Μάκης του Αντρίκου και ο Μάκης του Άγγελου. Ο μπαρμπα-Άγγελος για πολλές δεκαετίες ήταν αυτός που γέμιζε με μπαρούτι τα όπλα [2]. O κρότος από τα τριμπόνια είναι η κραυγή χαράς που φτάνει όσο πιο μακριά, μέχρι τον ουρανό! Άλλοι λένε ότι είναι ο χαιρετισμός χαράς στην Παναγία («Απριλίου 5, Κυριακή (1825). Σήμερον είμεθα (σσ. αναφέρεται στο επαναστατικό μπρίκι Αθηνά) εμπρός εις την Τήνον, εχαιρετήσαμεν την Παναγίαν (σ.σ. την Μεγαλόχαρη) με ένα κανόνι [...]») [Γεωρ. Σαχτούρη, Ιστορικά Ημερολόγια του Ναυτικού Αγώνος του 1821, Αθήνα, 1890, σελ.85] Στην ιστοσελίδα της Κώμης διαβάζουμε ότι οι τριμπονιές αποτελούν αναπαράσταση του «σεισμού» που έγινε κατά την ώρα της Ανάστασης. Οι παλιότεροι έλεγαν ότι «το κακό ξορκίζεται με κρότο» και στη Τήνο φροντίζουν να το ξορκίζουν για τα καλά!
[1] Σήμερα μπορεί να βρει κανείς στην Ιταλία πιστό αντίγραφο (ρέπλικα) μιας Pistola Trombone του 17ου-18ου αιώνα περίπου στα 63 ευρώ.
[2] Δεν είναι τυχαίο ό,τι με τη συστηματική αρπαγή/καταστροφή των συγκεκριμένων όπλων, και από τα άτομα που παρατηρούμε ότι «παίζουν» τριμπονιές τα τελευταία 30 χρόνια, έχουν παραμείνει με αυτά τα όπλα μόνο δυο-τρεις οικογένειες στο χωριό...
Πηγή πληροφοριών υπήρξαν:
Τάσος Ν. Βιδάλης, Τα τριμπόνια της Τήνου (www.tinos.biz)
Xριστός Ανέστη! (www.komitinos.com, 4.04.2010)
Για την μεταφορά: dvidos, 7_2015
Η παρακολούθηση, η φροντίδα και η ικανοποίηση (μέσα στα πλαίσια των οικονομικών δυνατοτήτων) των αιτημάτων και των προβλημάτων του χωριού από πλευράς Συλλόγου, παρουσιάζει ενδιαφέρον μόνο αν καταγράψουμε την τοπική ζωή στις βασικές εκδηλώσεις της. Mόνο τότε θα καταλάβουμε την έμφυτη ανθρωπιά, την φιλευσπλαχνία και την συμπαράσταση των κατοίκων σε κάθε δυσκολία ή ανάγκη των συγχωριανών τους.
Το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα (1875-1900)
Στο τέλος του 19ου αιώνα η Ελλάδα ζούσε δύσκολες στιγμές, γεμάτες κόπο και μόχθο. Έτσι και η Βωλάξ προσπαθούσε να αντέξει στις καθημερινές στερήσεις. Οι φυσικές συνθήκες ήταν από μόνες τους, πολύ δύσκολες. Το χωριό χτισμένο στα βράχια, σε άγονη και σχετικά άνυδρη γη, πάλευε κάθε μέρα όχι για να καλυτερεύσει αλλά για να επιβιώσει...
H καλαθοπλεκτική –μοναδική σε όλο το νησί– ενίσχυε φυσικά τα μικρο-έσοδα των χωρικών αλλά δεν ήταν αρκετή. Oι νέες κοπέλες του χωριού έφευγαν για να δουλέψουν ως παραμάνες στα πλούσια σπίτια της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης. Άφηναν το πατρικό τους σπίτι για να κάνουν την προίκα τους και να στείλουν κάποια χρήματα πίσω στις οικογένειές τους. συνέχεια...
Διαβάζουμε στα βιβλία ότι το χωριό δημιουργήθηκε τον μεσαίωνα. Θα προσπαθήσουμε λοιπόν, να μεταφερθούμε –νοερώς έστω– σε ένα μεσαιωνικό χωριό που γιορτάζει το πανηγύρι του. Ας ονομάσουμε το χωριό Βωλάξ, και το πανηγύρι αυτό της Καλαμάν. Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις ούτε τυχαία είναι ούτε συμπτωματική.
Eίναι Τετάρτη του Πάσχα. Το χωριό σκέφτεται πιο έντονα το αυριανό πανηγύρι. Μια γυναίκα μεταφέρει στο Παπαδικό τα δώρα που θα κληρωθούν στο πανηγύρι. Οι υπόλοιπες κυρίες του Συλλόγου συζητούν για την οργάνωση και τα φαγητά... συνέχεια...
Η βεγγέρα ήταν ένα από τα έθιμα που ανέπτυσσαν την κοινωνικότητα αναμέσα στους κατοίκους ενός χωριού, κυρίως τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Τα βράδια, λοιπόν, μια παρέα ή μια οικογένεια επισκεπτόταν κάποια άλλη οικογένεια του χωριού, όπου ξεκινούσαν όλοι μαζί, με το φανάρι αναμμένο για να φωτίζει το δρόμο, και έφταναν στον τελικό προορισμό, ένα φιλικό ή συγγενικό σπίτι.
Η Βάλυ Βαϊμάκη γράφει στο βιβλίο της: «Οι βεγγέρες, οι βραδινές συγκεντρώσεις από σπίτι σε σπίτι, πήραν το όνομά τους από τη λέξη φεγγέρες, καθώς στα παλιά χρόνια γίνονταν στις αυλές των σπιτιών κάτω από το φέγγος της σελήνης. Οι φιλικές αυτές συγκεντρώσεις κρατούσαν συνήθως μέχρι τις 10 το βράδυ και οι οικοδεσπότες πρόσφεραν στους καλεσμένους τους σύκα, σταφίδες, μουσταλευριά, ρακί. Στη διάρκειά τους οι γυναίκες έπλεκαν (σσ. την προίκα της κόρης τους), έκλωθαν μαλλιά προβάτων, μπάλωναν και συζητούσαν θέματα σχετικά με το νοικοκυριό, ενώ οι άντρες διηγούνταν ιστορίες σχετικά με την πολιτική ή τη δουλειά τους».
Βεγγέρα (από το ιταλικό veggheria) ή εσπερία (μτγν. εσπερίδα), όπως λεγόταν στην καθαρεύουσα, ήταν ένα από τα πολύ παλιά έθιμα της Τήνου και φυσικά του χωριού. Εμείς, θυμόμαστε ως παιδάκια να έρχονται παρέες στα σπίτια μας τραγουδώντας και να τους δίνουν ζωμό (αλλά και ρακή). Ήταν τα καλοκαίρια της δεκαετίας του΄80-'90... Από το 1988 και μετά, δεν έλειπε ποτέ το γνωστό «άσμα» (σε στίχους Τάκη Μουσαφίρη):
«Το ξέρω οι άντρες δεν κλαίνε
το ξέρω πως είναι ντροπή
μα ένα σου λέω μονάχα
να μη σε βρει
Όσο δυνατός κι αν είσαι
όσο αν αντέχεις κι αν κρατάς
άνθρωπος είσαι, άνθρωπος είσαι
άνθρωπος είσαι και λυγάς!
Το ξέρω οι άντρες δεν κλαίνε
μα τέτοιες στιγμές πώς κρατάς
και σκέψου αν δεν είχα κι εσένα
να μ' αγαπάς
Όσο δυνατός κι αν είσαι
όσο αν αντέχεις κι αν κρατάς
άνθρωπος είσαι, άνθρωπος είσαι
άνθρωπος είσαι και λυγάς!»
(δις και με κορώνα οι τελευταίοι δύο στίχοι)
Πηγή πληροφοριών υπήρξαν:
Ετυμολογικό Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (τρίτη έκδοση), Ν. Π. Ανδριώτης, ΙΜΤ, 1995
Ανεξερεύνητη Τήνος, Βάλυ Βαϊμάκη, Road, 1995
Για την μεταφορά: dvidos, 7_2015
«Παν» και «άγυρις» σημαίνει συνάθροιση πλήθους, αγορά (<Πανήγυρις). Είναι, δηλαδή, ο ομαδικός εορτασμός της μνήμης αγίου ή άλλης θρησκευτικής επετείου, με τη συμμετοχή κατοίκων της περιοχής, συνοδευόμενη με μουσική, χορό και διασκέδαση. Οι δυο γιορτές της Βωλάξ είναι σίγουρα και παραμένουν μια τεράστια πολιτιστική κληρονομιά.
Τα πιο παλιά χρόνια στον τόπο μας δεν υπήρχαν καθόλου συγκοινωνίες, αυτοκίνητα, δρόμοι και οι άλλες ανέσεις που υπάρχουν σήμερα. Ούτε ραδιόφωνα, ούτε τηλεοράσεις, ούτε ηλεκτρικό ρεύμα. Ο κόσμος σε μεγάλο βαθμό ζούσε στην απομόνωση. Η διασκέδαση έλλειπε παντελώς. Δεν υπήρχαν τότε οι σημερινές ταβέρνες του χωριού ή άλλα κέντρα διασκέδασης. Όλοι, μικροί και μεγάλοι, έδιναν τον καθημερινό τους αγώνα για να επιβιώσουν και να ζήσουν στα θεόρατα βράχια και στο άγριο τοπίο της Βωλάξ. Σχεδόν τα πάντα που είχαν σχέση με την τροφή τους οι κάτοικοι τα παρήγαγαν και τα έφτιαχναν μόνοι τους. Το επάγγελμα του γεωργού, του κτηνοτρόφου, ή του καλαθοπλέχτη το έδινε η ίδια η ζωή. συνέχεια...
Ένα σημαντικό βίντεο βρήκε ο Nίκος στο διαδίκτυο. Eίναι μια βιντεοκάλυψη 15 περίπου λεπτών από το Πανηγύρι της Kαλαμάν, 30 Aπριλίου του 1981, Πέμπτη μετά το Πάσχα.
Για την μεταφορά: dvidos, 7_2015