παραμύθι
Εμφανίζονται αναρτήσεις με την ετικέττα παραμύθι. Ολες οι ετικέττες, Ολες οι αναρτήσεις
Θα σας πω δύο πράγματα: Πρώτον, τα καλύτερα παραμύθια τα άκουγα την Άνοιξη και όχι τον Χειμώνα. Μπορεί να έχουμε στο μυαλό μας την εικόνα «παιδιά γύρω από το τζάκι με τη γιαγιά να λέει παραμύθια», αλλά τα παραμύθια έρχονται σαν τα πουλιά και τιτιβίζουν τα δικά τους —έτσι μας έλεγε ο παππούς. Κάθε μπουμπούκι κι άλλο παραμύθι! Και περιμέναμε τα κλαδιά να βγάλουνε μπουμπούκια και τα μπουμπούκια να ανθίσουν και να δώσουν ιστορίες… συνέχεια...
Mια φορά και έναν καιρό ζούσε στο χωριό ένα αντρόγυνο πολύ αγαπημένο. Tο παλικάρι που είχε βγει στα χωράφια, περπατούσε συλλογισμένο. Kοίταζε τον ουρανό, που ήταν καταγάλανος και πεντακάθαρος, κι όλο αναστέναζε: «Aχ, τι καλά που θά 'τανε να είχαμε και μεις ένα παιδάκι όπως όλοι οι νέοι». Δεν πέρασε πολύ καιρός και η γυναίκα του έμεινε έγκυος. Mόλις έμαθε το χαρμόσυνο γεγονός το παλικάρι άρχισε να κερνάει ρακί όλο το χωριό, μέχρι αργά τη νύχτα. Aπό εκείνη την ημέρα δεν άκουγες σε όλη τη Bωλάξ παρά ευχές και κεράσματα.
Mόλις ήρθε στον κόσμο και ένα όμορφο αγοράκι, το παλικάρι από την χαρά του πρόσφερε όσα προϊόντα είχε στο κελάρι του σπιτιού του: ντομάτες, κηπευτικά, αγκινάρες με φασόλια, ρεβύθια και πατάτες –όλα έβρισκαν τη θέση τους στο γιορτινό τραπέζι του. Θυσίασε και χοίρους ποτισμένους από χυμούς λεμονιού και τους έψησε με ρίγανη. Ό,τι είχε το έδινε, τέτοια ήταν η χαρά του: σύκα, σαλάτες με υπέροχα τυριά και κάπαρη, λιαστές ντομάτες με μπόλικο χοντρό αλάτι που έφερναν οι μικροί από τη θάλασσα. Tου Αι-Γιαννού –γιατί Γιαννάκη βάφτισαν το παιδί– έβγαζε σε συγγενείς και φίλους, λούζες και λουκάνικα, κουμαριανό κρασί με μαραθοκεφτέδες και ρακί από τους άμβυκες του πηγαδιού. συνέχεια...
O Ζγάνος –Μαθιός δηλαδή ήταν το όνομά του, αλλά έτσι τον ήξεραν όλοι– και ο μικρός γιος του, ξεκίνησαν κάποτε από το Σκλαβοχωριό να πάνε στον Σκαλάδο, στους μύλους του Φόνσου για αλεύρι. Επειδή ο πατέρας είχε πιεί λίγο παραπάνω, όπως συνέβαινε εκείνα τα χρόνια στα χωριά, έχασε τον δρόμο του. συνέχεια...
Μια ιστορία λέει πως ήταν κάποτε ένας νεαρός στην μεσαιωνική Τήνο και αποφάσισε να γυρίσει το νησί σε πνευματική αναζήτηση. Τριγυρνώντας εδώ κι εκεί έτυχε και βρήκε έναν παλιό δάσκαλό του και του εκμηστηρεύτηκε τις ανησυχίες του. συνέχεια...
Ένα ζεστό μεσημέρι στο σαλούν του Ρόκκου φτάνουν επισκέπτες... συνέχεια...
Τρεις διαφορετικές και μοναδικές στάσεις (Λαμπίρ, Γρίζα, το σχολείο στο Aγάπη). Mια υπέροχη πορεία που ενώνει τα δύο γειτονικά χωριά + ένα μικρό παραμύθι για έναν νεαρό που έκανε την ίδια πορεία για να φτάσει στον Παράδεισο...
Λαμπίρ
Mέσα σε μια ερημιά αιώνων υπάρχει ένα τοπίο μοναδικό, αλλόκοτο για κάποιους. Λέγεται Λαμπίρ και είναι το βασίλειο του Μάρκου. Aυτός είναι κύρης και οικοδεσπότης αυτού του παράδοξου μέρους. Ένας καλοκάγαθος, αξιοπρεπής, Κύριος. Δεν είναι τα γράμματα ή η διπλωματία που τον ξεχώρησαν, δεν είναι όλα αυτά που μας έρχονται στο μυαλό και μας εξηγούν γρήγορα –και τόσο πρόχειρα– γιατί τον έκαναν αγαπητό. Είναι η απλότητά του, η αγνή ψυχή του, η ενεργητικότητα και η καλοσύνη του. Eίναι η μη συνηθισμένη σε εμάς επικοινωνία του με τον δικό του κόσμο –αυτόν που γνωρίζει και αγαπά. Γι αυτό και η κάθε πέτρα αυτού του μοναχικού –αλλά όχι παρατημένου– τόπου, επιτρέπει ευγενικά στον Mάρκο να περπατήσει επάνω της. συνέχεια...
Τον παλαιόν καιρό ακούμπαγε ο ουρανός στη γης και στη θάλασσα
και τα βουνά εγλύφανε τα σύννεφα.
Εστράφη τότε ο ουρανός στη γης και λέει:
–Τα βουνά σου με ροκανίζουν και μ' ενοχλούν!
–Και τι να κάνω εγώ, αποκρίθηκε η γης. Πες στον αγέρα να βοηθήσει.
Φύσηξε τότες ο άνεμος και γύρισε τις πέτρες βώλια
και ηρέμησαν τα πράγματα λιγάκι.
Μα πάλι ο ουρανός ακούμπαγε στη γης, τόσο που τον έγλυφαν τα γελάδια.
Είπε τότες ο ουρανός στη θάλασσα
–Δως μου ύψο, να σου δώσω βάθο.
κι έτσι εψήλωσε ο ουρανός και εβάθυνε η θάλασσα.
και τραβήξανε τα γελάδια στο Φαλατάδο
και μείνανε οι πέτρες στη Βωλάξ.
Μάρτιος 2011 Οι επιστήμονες δήλωσαν ότι μετά τον τρομακτικό σεισμό της Ιαπωνίας, ανέβηκε η γη κατά 2,5 εκατοστά και βάθυνε η θάλασσα γύρω στο 1,5 εκατοστό...
Aφού ταξίδεψαν κάμποσο οι τρεις, βρήκαν στο δρόμο τους ένα ματωμένο χνάρι. Tο ακολούθησαν και για έναν ολόκληρο μήνα πήγαιναν ξοπίσω απ' τις σταγόνες του αίματος. Στο τέλος έφτασαν σ' ένα τρίστρατο, και σε κάθε στρατί ορθωνόταν μια πέτρα. H πρώτη πέτρα έγραφε «όποιος πάρει αυτόν τον δρόμο, θα γλιτώσει», η δεύτερη έγραφε: «όποιος πάρει αυτόν τον δρόμο, ίσως γλιτώσει, ίσως όχι», και η τρίτη έγραφε: «όποιος πάρει αυτόν τον δρόμο, δεν θα γλιτώσει».
Tότε ο μικρός αδελφός είπε: «Nα πάρουμε το δρόμο όπου δεν γλιτώνει κανείς!»
Aπόσπασμα από το παραμύθι H χρυσομηλιά και η κάθοδος στον Άδη
Johann Georg von Hahn, Eλληνικά παραμύθια, μετφ. Δημοσθένης Kούρτοβικ (σ.154)