Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!

παρελθόν

Εμφανίζονται αναρτήσεις με την ετικέττα παρελθόν.   Ολες οι ετικέττες, Ολες οι αναρτήσεις

Ακόμα θυμάμαι…

Ακόμα θυμάμαι το πρώτο παγωτό του χρόνου! Με τη μητέρα μου να μας λέει να μην το φάμε ακόμη γιατί θα κρυώσουμε, δεν κάνει τόσο ζέστη, μια άλλη μέρα... 

Όταν δεν έβλεπε πολλά μέσα στο ψυγείο, μας έλεγε πως είναι περσινά και πως ακόμη δεν έχουν έρθει τα καινούργια ή, πάλι, εάν υπήρχαν κάποια ταλαιπωρημένακαι πολύπαθα, μας έλεγε πως τάχα μου έπεσε το ρεύμα και πως αν τα φάμε θα μας πονέσει το στομάχι μας… συνέχεια...

Τί μου θύμησες...

Καλοκαίρι του '87 ή κάπου εκεί. 

Ανεβαίνω στο «σπιτάκι» που είχαμε στήσει στο δώμα (του Φραγκούλα;) ανάμεσα στον κάπασο και το σπίτι του Ζακ, τώρα πλάι στην ταράτσα-βεράντα της Λουΐζας. 

Ο βοριάς μας έχει ξηλώσει το φελιζόλ που είχαμε για πλάτη. Το άσπρο σεντόνι ανεμίζει. Υπάρχει μία κούτα γεμάτη «μπαλάκια» μερικά με λίγο κοτσάνι. Ίσως και μία σφεντόνα.

Στον τοίχο, προς την μεριά του σπιτιού του Ζακ, σ' ένα καρφί κρεμασμένη μία κόκκινη πένσα. Θα μας χρειαζόταν για επισκευές, το δίχως άλλο.

Με ένα σουγιά στην τσέπη, ακριβώς όπως και ο παππούς.

Και ήλιος, πολύς ήλιος. Μεσημέρι...

 

Eυχαριστώ για το έναυσμα!

Παιχνίδια μέσα στο χρόνο

Παίζεται από δυο παιδιά. Το κάθε παιδί έχει πέντε πέτρες στο μέγεθος ενός μεγάλου φουντουκιού, σαν μεγάλα χαλίκια. Oι πέτρες τοποθετούνται κάτω και μπροστά από τον πρώτο παίκτη. Αυτός που ξεκινά πρώτος πετάει στον αέρα την μια πέτρα, από τις πέντε και, με μια γρήγορη κίνηση, προσπαθεί να πάρει μια άλλη ενώ, συγχρόνως, προσπαθεί να πιάσει και την άλλη που πέφτει λόγω βαρύτητας. Έτσι, τώρα, έχει στη χούφτα του δύο πέτρες.

Σταδιακά κάνει το ίδιο και με τις υπόλοιπες πέτρες. Πετάει μία επάνω, όμως την δεύτερη φορά, πρέπει να προλάβει να πιάσει από κάτω δύο πέτρες και μετά αυτή που είναι στον αέρα. Tην μεθεπόμενη τρεις και μετά τέσσερις.

Στο τέλος, έρχεται η πιο δύσκολη φάση. Eνώνει τις δύο παλάμες του, αφού βάλει μέσα και τις πέντε πέτρες, τις πετάει στον αέρα και καθώς οι πέτρες πέφτουν από ψηλά, με μια γρήγορη κίνηση, γυρίζει τα χέρια και προσπαθεί να πιάσει και τις πέντε πέτρες που πέφτουν.

Όποτε χάσει ένα παιδί παίζει το άλλο. Nικάει αυτός που τα καταφέρνει όλα σωστά, από την αρχή μέχρι το τέλος.

για να υπάρχει μια αίσθηση της εποχής: ο γιώργος και η μαίρη με τον γάιδαρο του μπαρμπα-άγγελου (καλοκαίρι 1980)

δεν θα μπορούσα να έχω φωτογραφική· το περιγράφω:

o α.
σε ένα από τα γκρεμισμένα σπίτια του χωριού
στη μία και μοναδική καρέκλα
με τα πόδια επάνω στο τραπέζι
στο τραπέζι με ένα κόκκινο ποτήρι
γεμάτο δροσερό νερό, από το πηγάδι
και ένα κομμάτι καρπούζι,
με ρωτάει λαχανιασμένος:
«όταν θα έρθουν και οι άλλοι,
τι θα παίξουμε;»


αύγουστος 1980
και το μέλλον
ανοίγεται διάπλατα μπροστά μας,
μέσα στο φως
(με κάποιες μύγες,
ευτυχώς ελάχιστες).
 

Πριν από πολλά χρόνια...

Σε έναν τόπο όπου το χιόνι δεν είναι τόσο συχνό –θα έλεγα, μάλλον σπάνιο– έχουν κρατηθεί μέσα μου έντονες οι αναμνήσεις από εκείνα τα χρόνια· από τότε που ήμουν μικρό παιδί. Ακόμη και σήμερα θυμάμαι τον διάλογο από τους ηλικιωμένους του χωριού:
–Κουμπάρε, τι λες, θα έχουμε αύριο χιονάκι;
–Α, δε νομίζω! Τα τελευταία χρόνια δεν χιονίζει πια. Πάνε εκείνα τα χρόνια που δεν μπορούσαμε να βγούμε από τα σπίτια μας.
–Μα ο καιρός δεν φαίνεται σίγουρος. Εγώ, θα σταβλίσω τα ζωντανά.
Έτσι σίγουροι ήταν πάντα οι χωριανοί όταν μιλούσαν για τον καιρό, λες και ήταν προφήτες.
–Α, κι' αν ρίξει, τι θα πάθουν; συνέχεια...

O αέρας φυσά απίστευτα σε αυτόν εδώ τον τόπο και ας φαίνεται όλο αυτό συνηθισμένο μπροστά στο ρολόι του χρόνου.

Xωριό και άνεμος έχουν ταιριάξει για τα καλά, εδώ και χιλιετίες. Γι' αυτό και η Bωλάξ περιμένει πως και πως τον αέρα, για να τα πούνε, και του λέει «καλώς ήρθες» κάθε τόσο. Kαι ο αέρας απαντά: κλαδεύει τα δέντρα και τα αφήνει νάνους για να μην του εμποδίζουν τον δρόμο· λειαίνει τα σκληρά βράχια και τα στρογγυλεύει για να μην γδαρθεί στο πέρασμά του· σφυρίζει μέσα από τις τρύπες των βράχων, τις κουφάλες των δέντρων, τα στενά σοκάκια και το χωριό τον οδηγεί στην θέση του στην κεντρική πλατεία, στο σαλόνι του χωριού. Kαι για το καλοσώρισμα  τα φύλλα γυρίζουν γύρω-γύρω και χορεύουν κυκλικά.

Tο χωριό δείχνει αμήχανο σε όλα τα άλλα φυσικά φαινόμενα: τη ζέστη, τα χιόνια, το χαλάζι... Mπορεί να γοητεύεται από αυτά αλλά πάντα το μπερδεύουν· δεν τα θέλει. Τον αέρα όμως, τον ξέρει καλά. Είναι φίλος του. Κι ας έρχεται μερικές φορές παρέα με τη βροχή. Δεν έχει πρόβλημα το χωριό, δεν ζηλεύει.

Και όταν φεύγει η βροχή και βγαίνει το ουράνιο τόξο, για να δείξει φιλόξενο το χωριό, βγάζει τόσες μυρωδιές από τα γύρω χωράφια που σε κάνει να τρελαίνεσαι. Και οι αισθήσεις γρήγορα αντιστοιχούν με τα ερεθίσματα. Και όλα συμφωνούν: η όσφρηση με την μυρωδιά, η αφή με το άγγιγμα, η ακοή με τους ήχους...

...

Στον Άγιο Μάρκο μόλις τελείωσε η «γιορτή των νεκρών» και οι κάτοικοι γυρίζουν ήσυχοι στα σπίτια τους. Στη Λουμπ τα βελάνια έχουν πέσει από τα δέντρα. Τα κόκκινα φύλλα στην αυλή του Ρήγα φωτίζουν με πορφυρό φως τον βαρύ ουρανό. Το χώμα νοτισμένο από την πρωινή βροχή, στο φρεσκοσκαμένο χωράφι του Αντωνάκα (πίσω από τον Άγιο Μάρκο), μυρίζει υπέροχα. Τα κυκλάμινα έχουν βγει στο μονοπάτι προς τον Φαλατάδο και η Άννα καμαρώνει το φρεσκοασπρισμένο σπίτι της. Η εκκλησία είναι ακόμη στολισμένη με χρυσάνθεμα από τον γάμο του Αργύρη και της Μαρίας, όλα δείχνουν ήρεμα. Όλα, εκτός από έναν γκρίζο λαγό που όταν περνάω από δίπλα του, τρέχει φοβισμένος και χάνεται πίσω απ' την Καυκάρα.

Σε λίγο ο αέρας μάς ξαναχτυπάει το κουδούνι. Τι να ξέχασε πάλι;

Μια φορά, στα τέλη της δεκαετίας του '70, βάδισα προς το παλιό στενό δρομάκι που πήγαινε στ' Αγάπη. Το λέω αυτό γιατί όταν είμαστε παιδιά, τότε που όλη μέρα γυρνούσαμε γύρω από το χωριό για εξερευνήσεις, δεν κατεβαίναμε ποτέ σε εκείνα τα μέρη.

Στα κοντινά ξωκλήσια ναι: Άγιο Μάρκο, Αγία Μαρίνα, συχνά, ήταν δίπλα μας. Στα Περάματα, στο «Γαλάζιο Όρος», μια-δυο φορές. Στον Πετριάδο, επίσης. Μια φορά μέχρι τον Άγιο Γιάννη, ακόμη και κει, και ας φαινόταν πιο κοντά από ότι πραγματικά ήταν. Από το Άπλωμα όμως και κάτω δεν πηγαίναμε. Άντε μέχρι τις Σαββαγιάννες ή τα ριζά του Βουνού. Το Αγάπη το βλέπαμε από μακριά. Ή ακούγαμε από το «Θρόνο» στο Άπλωμα, τις μουσικές που έφερνε ο αέρας από κάποια πανηγύρια και γιορτές.

Κι όμως, στα τέλη της δεκαετίας του '70, στον δρόμο που οδηγούσε στο Αγάπη είδα μια μικρή ξύλινη καλύβα. Σήμερα φαίνεται φυσιολογικό, αλλά τότε δεν ήταν: αν έβλεπες κάποιο στάβλο, έναν μικρό αποθηκευτικό χώρο, μια καθ'κιά, αυτή θα ήταν φτιαγμένη με πέτρες, για να μην πω με βράχια λαξευμένα. Μέχρι εκεί. Δεν νομίζω να μετέφερε κάποιος τούβλα στα μακρινά μέρη. Ξύλα στη περιοχή, ούτε για δείγμα. Μόνο πέτρες και βράχια, τα είπαμε αυτά. Δέντρα ελάχιστα, κουρασμένα από τον άνεμο, τόπος χωρίς πράσινο

Την καλύβα την θυμάμαι πολύ μικρή, σαν σπίτι νάνου. Πιο μεγάλη από αυτά τα ξύλινα σπιτάκια για τους σκύλους, πιο μικρή για να μπορεί να ζει μια οικογένεια. Κι όμως, ενώ την είχα δει αυτή τη μικρή καλύβα, πίστευα για χρόνια πως ήταν μια φανταστική εικόνα, πως δεν υπήρξε ποτέ, παρά για κάποιους αδιευκρίνιστους λόγους είχε γεννηθεί και σφηνωθεί μόνο στο δικό μου μυαλό. Για χρόνια όταν την ανέφερα σε άλλα παιδιά από το χωριό δεν την ήξερε ή δεν τη θυμόταν κανένας. Τα παιδιά με ρωτούσαν που την είδα, αλλά δυστυχώς δεν μπορούσα να θυμηθώ τη θέση της. Μέχρι που σταμάτησα να το μοιράζομαι με άλλους, παρά το γεγονός πως το ανακαλούσα πολλές φορές στη μνήμη μου.

Τα χρόνια πέρασαν, μέχρι που στο βιβλίο «Σύντομες και Παράξενες Ιστορίες» του Μπόρχες, διάβασα αυτό: 

«Στο Λι-Πο γράφει ότι, το Μινγκ Τανγκ ήταν ένα μαγικό κτίσμα, που εξασφάλιζε τη δύναμη του Σύμπαντος και είχε τη μορφή του. Σύμφωνα με τα παλαιά βιβλία, θα έπρεπε να είναι μια παράγκα με ψάθινη στέγη. Η αυτοκράτειρα Βου Χου δεν ανεχόταν τέτοια ταπεινοφροσύνη και ύψωσε ένα Μινγκ Τανγκ τεράστιο και μεγαλόπρεπο που, όμως, δυσαρέστησε τους ουρανούς. Γιατί το σύμπαν δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μία καλύβα. Γι' αυτό και οι ουρανοί άνοιξαν και με δυνατή βροχή και τρομακτικό αέρα, κατέστρεψαν το Μινγκ Τανγκ. Καλύτερα να εξαφανιστεί αυτό το κτίριο, σκέφτηκαν, και ας φανταστεί ο καθένας όπως θέλει το σύμπαν.»

 

Για την μεταφορά: mix 09/2015