πόρτες
Εμφανίζονται αναρτήσεις με την ετικέττα πόρτες. Ολες οι ετικέττες, Ολες οι αναρτήσεις
Τα ρούχα ήταν τόσο λίγα, μπορεί και λιγότερα από αυτά που φορούσε κάποιος πάνω του εκείνη τη στιγμή… Παπούτσια, οι μεγάλοι ένα ζευγάρι, οι μικροί ξυπόλητοι. Κάποτε δεν υπήρχαν ντουλάπες. Δεν χρειαζόταν! Υπήρχε ένα μπαούλο. Γερό, σκαλισμένο μπροστά και πάνω, αλλά αυτό μόνο. Εκεί μέσα έβαζες τα πάντα… Κι όταν ήρθαν οι ντουλάπες —κάπως αργά στο χωριό—, ο σκώρος είχε φάει τα ρούχα και το σαράκι τα μπαούλα… Ήμουν μικρός, αλλά όταν φτιάχτηκε η ξύλινη ιματιοθήκη για τα άμφια του παππά, πήγε όλο το χωριό να τη δει —σαν τα αρχαία στα μουσεία…
Όταν ήρθε η ώρα, πετάχτηκαν τα μπαούλα, κάποια ξύλα τα έβαλαν στα λιβάδια για να κλείσουν τις τρύπες και να μην περνάνε τα ζώα, κάποια άλλα, όπως αυτό, το έκοψαν στη μέση και τα έκαναν πόρτα για τη βεράντα… Μια τέτοια σκαλιστή σανίδα μπαούλου έχει και στο μουσείο, στο βάθος, απέναντι. Ήταν από το Μαρκάκι. Στο ξύλο αυτό ακούμπαγε σχιστές πέτρες για χτίσιμο…
Φωτογραφία: Giovanni Baston
Xωρίς φωνές και τυμπανοκρουσίες, χωρίς πολλά ταρατατζούμ, ο Σύλλογος συνεχίζει να κάνει το έργο του, και το κάνει καλά. Kαλοκαίρι 2016. Ολοκληρώθηκε η περίφραξη του γηπέδου και η αναμόρφωση του χώρου δίπλα από αυτό. Παράλληλα ο Δήμος Τήνου τοποθέτησε νέες ξύλινες πόρτες (από κόντρα πλακέ θαλάσσης), στο υπαίθριο θέατρο. Τελικά οι πιέσεις του συλλόγου έφεραν το ποθητό αποτέλεσμα. Συγχαρητήρια στην ομάδα!
Στο facebook κυκλοφορούν σχόλια και σκέψεις για το λογοτεχνικό/εικαστικό project με την ποίηση στις πόρτες. Στο instagram βρήκαμε δεκάδες φωτογραφίες για τα ποιήματα της Bωλάξ (zoixantho, lianakl, noblegaston, ksirouni, κλπ).
H μουσικός Nεκταρία Kαραντζή ενημερώνει τους φίλους της πως «στα γραφικά δρομάκια του χωριού Βωλάξ, οι παλιές πόρτες και τα παράθυρα έχουν μεταμορφωθεί σε καμβάδες ποίησης» (14/8). συνέχεια...
Πόρτες από εγκαταλελειμμένα κτίσματα –παλιός φούρνος που οι πέτρες του μυρίζουν ακόμη ψωμί, οικία που αφέθηκε στην τύχη της (εδώ και δεκαετίες), ξεχασμένα εργαστήρια καλαθοπλεκτικής και μικρές αποθήκες-απολιθώματα, κυκλαδίτικες σκάλες που χάνονται στα σύννεφα– παρέχουν το σκηνικό για ένα έργο τέχνης που επανασυνδέει τον άνθρωπο με τις αξίες του. Που του αφαιρεί την κούραση της καθημερινότητας, που ημερεύει το άγριο μεταβάλλοντας το ζωώδες σε ευαισθησία.
Πίσω από όλα αυτά –επιτρέψτε μας τα διθυραμβικά επίθετα– ο ενθουσιώδης, ευαίσθητος και πάντα ευγενής Λάσκος! συνέχεια...
«Δεν ξέρω Δημήτρη μου, αλλά όταν βλέπω ξύλινες πόρτες συγκινούμαι... Τα τέλη της δεκαετίας του '60 ήταν δύσκολα χρόνια στο χωριό. Δεν υπήρχε καμιά προοπτική και ο ένας έπαιρνε τον άλλον μαζί του. Πήγαινε ο πρώτος και, σιγά-σιγά, ακολουθούσαμε και μεις.
»Τότε, είμαστε όλοι φτωχοί. Όχι εμείς μόνο. Όλη η Ελλάδα. Να σκεφτείς ότι επειδή δεν είχαμε πολλές φωτογραφίες, τις σκίζαμε για να έχει ο καθένας μας κάτι, εκεί που πάει. Είχαμε μια ωραία με τους γονείς μας να γελάνε σε κάποιο πανηγύρι. Την σκίσαμε στη μέση. Ο αδερφός μου πήρε την μητέρα μας και εγώ τον πατέρα μου. Σήμερα και να ψάξεις δεν θα βρεις φωτογραφία με τους γονείς μας μαζί. Τις μοιράζαμε. Μερικές φορές μουτζούρωνες, αυτούς που δεν ήθελες να φαίνονται, για να σου μένουν οι κοντινοί...
»Ο Νάτσιος ο Ξενόπουλος έμενε στο Μόντρεαλ. Στιούαρτ 8537! Και οι υπόλοιποι... Ο Πέτρος, στον ίδιο δρόμο. Αριθμός 8215. Το θυμάμαι... Ο Μάριος ο Φυρίγος έμενε στην Ρόουζμοντ. Όλοι μας στο Μόντρεαλ. Ο Αντώνης ο Δελλατόλας έμενε στην Άουτερμοντ, πάλι στο Μόντρεαλ. Μετά, τα έφερνε έτσι η ζωή και απλωνόμαστε, όλοι οι Τηνιακοί όχι μόνο οι Βωλακίτες. Ο Γιάννης ο Ξενόπουλος στο Κεμπέκ· ο Αντώνης ο Αρμακόλλας έμενε στο Μπρονξ, στη Νέα Υόρκη. Που να τους θυμηθώ όλους...
»Για να μάθω καλά τη γλώσσα, άρχισα να γράφω ένα ημερολόγιο αλλά μέσα τις πρώτες μέρες, από την κούραση και μόνο, δεν το συνέχισα. Το θυμάμαι αυτό και στο λέω, γιατί χθες βρήκα τυχαία μια σελίδα μέσα σε μια παλιά ατζέντα που έγραφε: «All day I was at home and at night I went to my godmother's house». (σσ. γελάει...)
»Πολύ δουλειά. Τι να λέμε τώρα! Ο Αντώνης ο Ντουντός δεν άντεξε, «είναι ζωή αυτή; αξίζει τον κόπο; θα πεθάνουμε μακριά από τη γη μας...» μου είπε, και επέστρεψε πίσω στο χωριό. Συνέχισε τα καλάθια του –τα έκανε και πολύ όμορφα εκείνος· ήταν καλλιτέχνης– και έζησε μια χαρά εδώ, Θεός σχωρέστον.
»Μήπως δεν ξενιτεύτηκαν και όσοι πήγαν στην Ευρώπη; Και στην Αθήνα ακόμη, όλοι αυτοί που έφυγαν από τον τόπο τους. Που λες Δημήτρη μου, όταν βλέπω ξύλινες πόρτες συγκινούμαι... Αυτό που μου έμεινε τόσα χρόνια, η εικόνα που με τάραξε και μου έμεινε στο μυαλό μου ήταν οι παλιές, κλειστές πόρτες, όταν έφευγα από εδώ για τα ξένα. Αυτό μου ερχόταν στο μυαλό, κάθε μέρα. Και πάντοτε κλειστές. Ποτέ έστω μισόκλειστες... Σα να με έδιωχνε η ίδια μου η πατρίδα... Και είναι ψέματα; Τζάμπα πήγε η δουλειά μας... Σε λίγο τα νέα παιδιά θα ξαναφύγουν στο εξωτερικό για να βρούνε να δουλέψουν... Το ακούμε κάθε μέρα. Θα χαθούμε και μεις, θα χαθούνε τα παιδιά μας, θα χαθούνε –επιτέλους– κι οι καταραμένες οι πόρτες...»
Για την μεταφορά: mix 06/2015
«Υπάρχουν σπίτια σαν τη νεκρά θάλασσα, σπίτια ακίνητα που τα κατοικεί η γυναίκα του Λωτ. Οι βρύσες τους τρέχουν νερό αρμυρό, φαρμάκι, νερό του Σοδομά. Παντού σιωπή. Όλα εισπνέουν λύπη, λύπη και φόβο. Κι είναι άλλα που μέσα τους κυλά ο Ιορδάνης ποταμός. Γλυκά νερά, χλόη και δέντρα. Πόρτες ορθάνοιχτες, χωρίς κλειδιά, παράθυρα που τραβούν το σπίτι στ' ανοιχτά, και σκάλες, σκάλες ατέλειωτες, που τις πατά, τις τρίβει η ζωή».
«Στο προγονικό μας σπίτι η πόρτα του, η αυλόπορτα δηλαδή, χτυπούσε πιο ταχτικά κι απ' τις καμπάνες της Μητρόπολης. Άνθρωποι κάθε λογής, γνωστοί και άγνωστοι, έφερναν, άφηναν τα παιδιά τους για να βαφτιστούν, ζητούσαν να στεφανωθούν, να παντρευτούν, να κάνουν το τραπέζι του γάμου τους εκεί, ν' ακουμπήσουν, να σταθούν, να πάρουνε τη σκιά του, να ξεκουραστούν. συνέχεια...
Το soundtrack των καλοκαιρινών μεσημεριών στο χωριό ήταν ο αδιόρατος ήχος των τζιτζικιών, το –όχι συχνό– γάβγισμα του σκύλου του Καρύδα, που τον έφερνε για το κυνήγι του Σεπτέμβρη, και το γέλιο της παιδικής μας αθωότητας. Όλοι οι «μεγάλοι» ήταν ξαπλωμένοι και τουρίστες δεν υπήρχαν. Στην μεσημεριανή ξεγνοιασιά μας –και πριν γίνει το παπαδικό η λέσχη των παιδιών– έπρεπε να προστατευτούμε από μεσημεριανό λιοπύρι και να χω(α)θούμε στις τρύπες των βράχων, την σκιά των πασχαλιών και τις αυλές των ακατοίκητων σπιτιών.
Σ' αυτά τα τελευταία, ανοίγαμε σιγά-σιγά την σιδερένια πόρτα της αυλής, για να μην κάνει κανένα θόρυβο και «μας καταλάβουνε», και κάναμε την αυλή σπίτι μας. συνέχεια...
Συμφωνώ με τον Ηλία Μπαζίνα. Οι άνθρωποι που γεννήθηκαν λίγο πριν και λίγο μετά από τον Πόλεμο, προσπαθούσαν να πάρουν προαγωγή και να γίνουν πρωτευουσιάνοι. Ντρεπόντουσαν που οι γονείς τους ήταν γεωργοί, κτηνοτρόφοι ή τεχνίτες. Έφυγαν από το χωριό και πήγαν στην πρωτεύουσα και το εξωτερικό κρύβοντας την ντοπιολαλιά τους, την ιδιαίτερη προφορά τους και ότι από την οικογενειακή τους ιστορία θεωρούσαν ως μειωτικό. Φοβόντουσαν να πουν ότι οι παππούδες μας δεν είχαν χρήματα, τη στιγμή που το 50% των Ελλήνων, εκείνα τα χρόνια, ήταν φτωχοί –και άλλο ένα 45% ήταν λιγότερο φτωχοί.
Ως ιδιαίτερα μειωτικό εθεωρείτο το να μην είχες προγόνους δικαστικούς, συμβολαιογράφους, εκπαιδευτικούς και άλλους γραμματιζούμενους (ένα ευυπόληπτο επάγγελμα στην οικογένεια καταξίωνε και ξέπλενε τα πάντα!). Ντρεπόντουσαν, ακόμη, για ενέργειες που επέσυραν διώξεις. Κανείς δεν αναφερόταν σε παππούδες ζωοκλέφτες, σε θείους μπεκρήδες –το αλκοολικοί είναι μεταγενέστερος όρος– ή σε ρέμπελους φίλους... Άσχετα αν όλα αυτά αποτελούσαν μια σπάνια εξαίρεση. Φοβόντουσαν να μιλήσουν για τους κατσιρμάδες [λαθρεμπόριο] στην Κολυμπήθρα, για τα παράνομα ρακεζιά και για τα τριμπόνια που τα έσπαγαν οι χωροφύλακες. Είχαν ενοχές επειδή το κράτος δεν τους είχε φτιάξει δρόμους και δεν είχε φέρει τον ηλεκτρισμό στο σπίτι τους• επειδή έφερναν το νερό από το πηγάδι και τα σπίτια δεν είχαν εσωτερική τουαλέτα. Φοβόντουσαν να πούνε ότι η καταγωγή τους ήταν από ένα χωριό που το λένε Βωλάξ... συνέχεια...
Σε κάποιους σταύλους του χωριού, θυμόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του '80, έβρισκες –σαν γούρι–ένα κρεμασμένο πέταλο στην αριστερή πλευρά της εισόδου...
Η παραπάνω φωτογραφία είναι από πόρτα αποθήκης στην Ξυνάρα, όμως, στα μέσα της δεκαετίας του '80 υπήρχαν και στο χωριό μας κάποια «σταύλα» τα οποία είχαν είτε στο κέντρο επάνω είτε στην αριστερή πλευρά της εισόδου ένα κρεμασμένο πέταλο –όχι τόσο για να απομακρύνει τα κακά πνεύματα–αλλά για να διώξει τις ασθένειες από τα ζώα, τα οποία και αποτελούσαν το σημαντικότερο περιουσιακό στοιχείο των χωρικών. συνέχεια...
«Τι παράξενο!», είπε η κοπέλα, πρωχωρώντας προσεκτικά. «Τι βαριά πόρτα!» Την άγγιξε και, εκείνη, έκλεισε αμέσως με κρότο. «Θεέ μου!» είπε ο άνδρας που βρέθηκε δίπλα της. «Δεν υπάρχει πόμολο από μέσα! Βρε να πάρει! Κλειδωθήκαμε και οι δύο». «Όχι και οι δύο, ο ένας μόνο», είπε η κοπέλα που πέρασε μέσα από την πόρτα και εξαφανίστηκε. Ο άντρας είχε καταλάβει, αφού όλες οι έγνοιες κρύβονται πίσω από κάθε πόρτα...
–I.A. Ireland, Visitations, 1919
Άραγε τι μπορεί να κρύβουν ή να έκρυβαν όλες αυτές οι παλιές οι πόρτες; Τις λύπες και δράματα κάθε χωρικού; Αφού, λένε ότι οι χαρές «έβγαιναν έξω», γινόντουσαν γέλια δυνατά, χτυπήματα καμπάνας, κρότοι από τριμπόνια.
Τι έκρυβαν όλες αυτές οι πόρτες; Απλώς, το σπιτικό των κατοίκων! Την προστασία της οικογένειας, την φροντίδα για τα παιδιά, τις αγκαλιές και τα δάκρυα, την βραδινή ξεκούραση, την προσευχή πριν το φαγητό, το «χαρτάκι» στο κεντρικό τραπέζι, τις μυρωδιές από την κουζίνα, τις έγνοιες... συνέχεια...