Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!

χλωρίδα

Εμφανίζονται αναρτήσεις με την ετικέττα χλωρίδα.   Ολες οι ετικέττες, Ολες οι αναρτήσεις

Αγάπανθος

Το περίμενα κανέναν μήνα να ανοίξει, το άνθος του αγάπανθου που φύτεψα εφέτος, και χάρηκα πολύ που το είδα, γιατί  ήταν άσπρο τελικά και όχι μπλε σαν και των άλλων δύο αγάπανθων. Κι έτσι, κάθισα και τα σκέφτηκα ένα-ένα τα λιγοστά και φτωχικά μάλλον φυτά, που κάπως τυχαία φυτεύονται στον κηπάκο, τυχαία, σιωπηλά, αθόρυβα, λαθραία σχεδόν. 

Είναι τα παχύφυτα που ταξίδεψαν από την Αμοργό και έπιασαν γερά και τα μεταφυτεύω και στη γειτονιά και στη ζαρντινιέρα στην Αθήνα και στο σχολείο ακόμη τα πηγαίνω, και οι δενδρομολόχες, που έσπειρε σπόρους πριν δυο χρόνια η Ρωξάνη και εφέτος άνθισαν μία λουλούδια φούξια και μία άσπρο με μωβ, είναι η ρολογιά του παλιού σχολείου που έφτασε ως εδώ η χάρη της, είναι τα φυτά που μου έδωσε ο Κλεάνθης σ’ ένα μικρό γλαστράκι απ’ τη Λάρισα και τώρα ετοιμάζονται και πάλι να ανοίξουν τα απαλά ροζ λουλούδια τους, είναι τα διάφορα -κατιφέδες, σκυλάκια, άλλα με άνθη μωβ μικρά που δεν γνωρίζω το όνομά τους, και γιασεμιά και τριανταφυλλιές ακόμη, που τα φυτεύει  τολμηρά η Γιώτα, όταν αφήνει τον υπέροχο κήπο της και έρχεται από φιλία και ρίχνει ένα πότισμα, αφού χωρίς νερό δεν ζούνε, είναι η γλάστρα με το νυχτολούλουδο, που μου το χάρισαν ο κύριος Βασίλης και η κυρία Αλίκη, οι γείτονες που δεν θα ξαναδώ κι αγωνιώ τι θ’ απογίνει ο σκύλος τους, η Λίζα η καλή, και το παγώνι τους, που φωνάζει μοναχό, είναι η γλάστρα της μαμάς του ΚΚ, που πάνε πια χρόνια που έφυγε κι έπαψε να φροντίζει τα φυτά της, όμως εκείνα τη θυμούνται και αντέχουν ή ίσως τη θυμούνται οι άνθρωποι και κοιτάνε τα φυτά της, είναι η γριά λεβάντα, δεντράκι τώρα, που την είχα αγοράσει, κλαρί σε χάρτινο χωνί, πριν από 20 χρόνια στο Σύνταγμα, γυρνώντας απ’ το Υπουργείο, σε εποχές δόξας, είναι της Ιωάννας το θρούμπι που ακόμα κρατά, είναι της Ήβης η ροδιά, που κακώς της έκανα το χατίρι και τη φύτεψα σε μέρος δίχως ήλιο, οπότε δεν πάει καλά και θέλει μεταφύτευση, και του Δημήτρη η νεαρή συκιά που ετοιμάζεται να δώσει πρώτη φορά τα σύκα της, και βέβαια είναι και οι δυο πορτοκαλιές και η μανταρινιά και η λεμονιά, γέρικες πια και κακοκλαδεμένες, αράντιστες, η λεμονιά είναι και μισοκαμένη –και απ’ τον πάγο και από τη φωτιά, δέντρα που είχαν γνωρίσει τον μπαμπά μου όταν φύτευε μπαχτσέ, ντομάτες και πιπεριές και άλλα ζαρζαβατικά, και του φρεζάριζε το μέρος ο καλός μας γείτονας, ο κύριος Νίκος, και μετά κάθονταν με τη μαμά μου και τον σκύλο, τον Γαζέτα, στην αυλή και λέγαν ιστορίες πίνοντας κάτι και τρώγοντας τσιπς, ενώ ντουμάνιαζαν τριγύρω τα κατόλ.

 

Το κείμενο μου το έστειλε η Ζ. Περιμένω να μου στείλει και κάποια ρίζα με περίεργο όνομα, να τη φυτέψω στο πίσω κήπο, αυτόν που κοιτάει τον ασβεστωμένο Άγιο Γιάννη και τα σιωπηλά, μεγαλειώδη βράχια του Πετριάδου.

«Αγρέλι μπορεί να είναι οπουδήποτε, όπου υπάρχει. Είναι διαφορετικό τοπώνυμο, οικογενειακό θα έλεγα. Λέει ο Πιπέρης, πάω στ’ αγρέλι, και εννοούσε εκεί, ο Σιγάλας αλλού, ο άλλος άλλο μέρος. Εμείς όταν λέγαμε «Πάω στ’ Αγρέλι», εννοούσαμε τις Γαρουφωλιές — αν και είχαμε και αγρέλι στη Λαούδ’. Μια ελιά μόνο εκεί, μια! [γελάει] Ένα χωράφι υπήρχε, έτυχε να φυτρώσει μια αγρελιά, ποιος ξέρει από πότε, ζούνε και οι ελιές πολλά χρόνια, αυτό ήταν. Μια ήταν, καλή της ώρα! Δεν υπήρχαν φυτώρια και τέτοια. Όπως άφηναν κληρονομιές χωράφια, αφήνανε και δέντρα. Αυτά που έκαναν καρπούς ήταν σημαντικά. Και αν η αγρελιά δεν είχε καλό καρπό, έκανες μπαστούνια με τα κλαδιά της. Χρήσιμη… συνέχεια...

Hλιογραφία

Πριν φύγω για το χωριό αγόρασα ένα πακετάκι ηλιογραφίας. Tι είναι αυτό, θα πείτε. Tο πακετάκι περιείχε 5 (ελαφρώς χρωματιστά) χαρτονάκια (διάστασης 7.7x12.7cm) τα οποία έχουν εμποτιστεί με κάποια χημικά, δημιουργώντας έτσι μια φωτοευαίσθητη επιφάνεια η οποία, μέσω των ηλιακών ακτίνων, μπορεί να αποτυπώσει οτιδήποτε τοποθετείς επάνω της –κλειδιά, κουμπιά, πηρούνια, οτιδήποτε... συνέχεια...

Μια απρόσμενη συνάντηση σ' ένα ξεχασμένο κομμάτι γης.

Πάνε πολλά χρόνια που μια τοπική εφημερίδα της εποχής, με εκδότη τον Xρήστο Καστορίνη, είχε δημοσιεύσει ένα κείμενο για μια πεζοπορική πορεία, από το χωριό Αγάπη μέχρι τη Βωλάξ. Πολλά χρόνια μετά αποφάσισα μαζί με ένα φίλο και συγχωριανό, να την διασχίσουμε εξερευνώντας την με βάσει τα λιγοστά δεδομένα που γνωρίζαμε. συνέχεια...

Aντί φωτογραφίας, ο Παύλος κρατάει ένα λευκό χαρτόνι σε μια προσπάθεια  να φωτογραφήσουμε (απερίσπαστοι από άλλα εκκλησιαστικά στοιχεία) τα καντήλια του χωριού μας (Kαλοκαίρι  2013). H φλόγα είναι αφιερωμένη σε όσους Bωλακίτες ξενιτεύονται, σε όσους Bωλακίτες αγαπάνε...

Yπάρχουν τραγούδια της ξενιτιάς, υπάρχουν τραγούδια της αγάπης. Kάποια τραγούδια είναι και και για τα δύο: ξενιτιά και  αγάπη. Όπως το δημοτικό «Nα 'χα ένα ταχυδρόμο», με προέλευση από την Bόρεια Ήπειρο. Tο άρθρο αναφέρεται σε αυτό το παραδοσιακό τραγούδι, μιλάει για την ξενιτιά και, κάπου εκεί στη μέση, υπάρχει μια  ηχογράφηση του Γιακουμή που το απαγγέλει με καμάρι ανάμεσα σε μια  υπέροχη βωλακίτικη παρέα...  συνέχεια...

H σοφία της φύσης

«Tα δέντρα είναι γενικά σοφά πλάσματα, και είναι σοφά γιατί έχουν μεγάλη υπομονή. Γεννιούνται, δηλαδή βγαίνουν απ' το χώμα, μικρά μικρά, σαν χορταράκια, και σιγά σιγά, δένουν κορμό, δένουν κλαδιά και γίνονται τεράστιοι γίγαντες, έτσι που να μπορούμε να καθόμαστε τα καλοκαίρια κάτω απ' τη σκιά τους και να δροσιζόμαστε. Ακόμη όμως πιο σοφά είναι τα αιωνόβια δέντρα, αυτά δηλαδή που ζουν χρόνια πολλά, ολόκληρους αιώνες. Καταλαβαίνετε πόση σοφία έχουν θησαυρίσει αυτά τα δέντρα μέσα στους αιώνες, τι έχουν δει τα μάτια τους;»

«Τα αιωνόβια δέντρα ήταν κιόλας εδώ, όταν ο άνθρωπος ταξίδευε ακόμη με τα πόδια ή καβάλα στα υποζύγια, άλογα, δηλαδή, μουλάρια ή γαϊδούρια. Κι όσο περνούσανε τα χρόνια, τον είδαν να ξυπνά, σιγά σιγά, και να ανακαλύπτει, πρώτα τα κάρα και τις άμαξες και, ύστερα, τα τρένα, τ' αυτοκίνητα, τ' αεροπλάνα, τα διαστημόπλοια... Οι άνθρωποι ανακαλύπτανε και φεύγανε· τα αιωνόβια δέντρα μένανε πάντα εδώ, συγκεντρώνοντας, ανάμεσα στους αλλεπάλληλους κύκλους του κορμού τους, γνώσεις ανεκτίμητες. Γίνανε κάτι σαν βιβλιοθήκες· μέσα στα κύτταρά τους είναι γραμμένη όλη σχεδόν η ιστορία του ανθρώπινου είδους.συνέχεια...

Φαίνεται πως σ' αυτή την πολιτεία τα πάντα τα καθορίζει ο αέρας. Όσοι δοκίμασαν ν' αντισταθούν χαθήκανε, ο ένας μετά τον άλλον... Πρώτα οι άνθρωποι· απ' τα παλιά τα χρόνια. Τέτοιος ήταν ο αέρας –ρώτα τους πιο παλιούς– με αποτέλεσμα οι χωρικοί να μεγαλώνουν μέχρι ένα συγκεκριμένο ύψος· όλοι τους μικροκαμωμένοι, κοντά στη γη, μέσα στο χώμα και τα βράχια.

Εκεί πρωτόφτιαξαν τα σπίτια τους, για να γλυτώσουν από αυτόν· τίποτα όμως. Αυτός κάνει τα βράχια στρογγυλά, αυτός κάνει κουμάντο. Βράχια από γρανίτη στρογγυλεύει ο βωλακίτικος άνεμος, αυτός το μέρος τούτο διαφεντεύει. Και οι κάτοικοι έφτιαξαν νέα σπίτια από πέτρες. Και έφτιαξαν την πλάτη των σπιτιών κόντρα στον αέρα, οι τρελλοί. Και μόνο κάποιοι παληκαράδες άφησαν λίγα μικρά παραθυράκια στο βορρά, για να κρυφοκοιτούν αν κάποια μπαμπεσιά πάει αυτός να τους σκαρώσει.

Όσο για την μιλιά των χωρικών ή την ένταση που βάζουν ψάλλοντας στην εκκλησία: πάλι ο δυνατός ο άνεμος ευθύνεται γι' αυτό. Φυσάει τόσο δυνατά και κάνει τέτοιο θόρυβο που έμαθαν οι χωρικοί να φωνάζουν δυνατά για να ακούγονται, παραγνωρίζοντας πως, και αν δεν φωνάξουν πάλι, ο αέρας τούτος θα μεταφέρει το μήνυμά τους, όχι μόνο στο απέναντι βουνό, αλλά και στο απέναντι νησί, και στο πιο μακρινό βασίλειο...συνέχεια...

Φωτογραφίζοντας κάποια αγκάθια στο χωριό, θυμήθηκα για λίγο μια φράση του παππού μου...

Δεν είδα στον παππού μου να του αρέσει το πιοτό και να διασκεδάζει με φίλους του τις Κυριακές, ή να γυρνάει μεθυσμένος και να τον μαλώνει η γιαγιά μου –παρά τις αρκετές, σήμερα πια, ιστορίες. Πάντα τον θυμώμουν να τρέχει στις δουλειές του –στα χωράφια, τα ζώα και τα καλάθια– και η μόνη του χαρά ήταν όταν μαζεύονταν όλη του η οικογένεια μαζί, πράγμα πολύ δύσκολο.

Για μένα ήταν ένας απλός άνθρωπος που δούλευε πολύ, γενναιόδωρος με τους άλλους, και αυστηρός. Ήθελε, απαραιτήτως, το ψωμί του στο μεσημεριανό φαγητό («Μαρία, φερ' ψωμί!») και μια από τις ελάχιστες χαρές του ήταν να παίζει «σκαμπίλι» τα βράδια, με την λάμπα πετρελαίου να καίει, μαζί με τ' αγόρια του που επέστρεφαν το καλοκαίρι στο χωριό, μετά από τις σκοτούρες, όλο τον χρόνο, της Αθήνας.

Το αυστηρό του ύφος, οι κοφτές φράσεις χωρίς περιττές κουβέντες, δεν σε άφηναν να τον πλησιάσεις πολύ. Οι μετρημένες φράσεις του χαρακτήριζαν το πνεύμα και την ηθική του. Ακόμη και όταν διηγείτο ιστορίες από το παρελθόν πάντοτε μου αφήνε μια δεύτερη σκέψη, όπως στις παραβολές ο Κύριος. 

Ο παππούς, όπως και οι άλλοι άντρες του χωριού εκείνα τα χρόνια, δεν ήξερε κολύμπι. Δεν το χρειαζόταν –όλη μέρα στα χωράφια του και στα ζωντανά του. Όταν, μάλιστα, μας πήγαιναν για μπάνιο στην Κολυμπήθρα οι γονείς μας –την εποχή που υπήρξε η φήμη ότι είχαν χαθεί δυο αδέλφια στην Μεγάλη Κολυμπήθρα– έλεγε δυνατά για να μας προστατέψει: «μπορεί η θάλασσα να'ναι αλμυρή αλλά στη Μεγάλη είναι τόπους-τόπους λύσσα. Να μην πάτε εκεί», και έφευγε για τα καλάθια του.συνέχεια...

Kείμενο του Γιάννη Tσαρούχη

Οι ανθρώπινες παρεμβάσεις στο περιβάλλον, για να καλύψουν τις μεταβαλλόμενες ανάγκες μας, διαφοροποιήθηκαν και από «ανώδυνες» ανθρώπινες δράσεις, μετατράπηκαν σε μεγάλης κλίμακας επεμβάσεις με καταστροφικές συνέπειες. Μετά, μας έπιασε η ανάγκη να τα «καλλωπίσουμε», φυτεύοντας δέντρα παντού, εκεί που δεν υπήρχαν ποτέ. Θέλαμε να ζούμε στην Ελλάδα αλλά αυτή να μοιάζει με το Σάλτσμπουργκ... Μεταφέρουμε εκτεταμένα αποσπάσματα από ένα κείμενο του μεγάλου εικαστικού Γιάννη Τσαρούχη για την «υστερία του πράσινου» που έχει ο νεοέλληνας... 

συνέχεια...

Συνταγές και...

Σύκα, ντομάτες και γλυκά του κουταλιού: παραδοσιακοί τρόποι διατήρησης τροφών.

Ξερά Σύκα

Μαζεύεις τα σύκα που πέφτουν. Τα βάζεις στον ήλιο 10-15 μέρες, πάνω σε χόρτα ή βούρλα (να αερίζονται και απο κάτω για να στεγνώσουν). Τα μαζεύεις αφού γεμίσει η σελήνη (μη γελάς...). Τα φουρνίζεις λίγο, ίσα-ίσα να φουσκώσουν, να μαλακώσουν, να ροδίσουν, όχι να ξεραθούν και τα βάζεις στο κιούπι ζεστά. Οπως τα βάζεις, τα πατάς να κολλήσουν μεταξύ τους. συνέχεια...