Λένε ότι ο Σεπτέμβριος είναι ο θάνατος του καλοκαιριού, και ότι το μόνο που μπορεί να βοηθήσει για να μην χαθεί τελείως το καλοκαίρι, είναι να ξαναπάρουμε με την σειρά τις στιγμές του. Δεν μπορώ να τις θυμηθώ όλες, ίσως και να μην μπορώ να τις μοιραστώ. Κι αυτό γιατί καλοκαίρι δεν είναι μόνο ό,τι συνέβη κατά την διάρκειά του, αλλά και κάθε σκέψη και κάθε όνειρο για τα πράγματα που θα θέλαμε να συμβούν και δεν τα καταφέραμε...
Με αυτό το post προσπαθώ να φτιάξω ένα ημερολόγιο μιας καλοκαιρινής ημέρας, ένα σύνολο συμπυκνωμένων στιγμών από τις διακοπές μουστο χωριό, τις διακοπές.
Ήσουν εκεί, μην κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις!
Περίμενε, θα σου τα πω όλα. Ο ήλιος ανατέλλει πάνω από το καμπαναριό τής εκκλησίας και από την απόλυτη ηρεμία οδηγούμαστε σε μια κατάσταση διαρκούς μετακίνησης. Οι νεώτεροι κάτοικοι του χωριού σπεύδουν για τις παραλίες και στην θέση τους εμφανίζονται τουρίστες με χιλιάδες ερωτήσεις (may I ask you something - από εδώ θα πάμε για το θέατρο - το μουσείο είναι ανοιχτό - που είναι τα βράχια) Σηκώνω το κεφάλι μου ψηλά. Ποτέ δεν χορταίνεις τον ήλιο που υψώνεται επάνω από την ενορία του χωριού.
Aντικείμενα σε αποστρατεία, κτίσματα από το παρελθόν, άχρονα σχήματα. Ίχνη από την Βωλάξ μιας άλλης εποχής βρίσκω (για πόσο ακόμα) μέσα στο χωριό, όταν στην βόλτα μου γίνομαι πιο προσεκτικός. Οι ξεδοντιασμένες πέτρες από την σκάλα της Άννας και οι ασοβάτιστες καμινάδες μού επιτρέπουν να πάρω μια ιδέα από τον τρόπο δόμησης των προγόνων.
Μια μελαγχολική αποτύπωση για κάτι που χάνεται; Μια νοσταλγική προσέγγιση; Μάλλον η συμφιλίωση του παρελθόντος με το παρόν (λίγο πριν ξεκινήσει η μέρα μου μέσα στο χωριό).
Ο Ούγκο Πράττ, στο Βενετσιάνικο Παραμύθι του Κόρτο Μαλτέζε γράφει τα εξής: «Tρία μέρη κρυφά και μαγεμένα βρίσκονται πίσω από τρεις κρυμμένες πόρτες στην Βενετία. Οι πόρτες αυτές δεν φαίνονται εύκολα, και βρίσκονται στο βάθος κάθε μιας από αυτές τις τρεις αυλές. Αν τις ανοίξεις, μπορείς να φύγεις σε τόπους πανέμορφους και διηγήσεις, άλλες, μαγευτικές».
Στο χωριό υπάρχουν τρεις σφραγισμένες πόρτες και κάμποσα σοβατισμένα παράθυρα. Αυτός που θα τα ανοίξει θα βρεθεί σε εντυπωσιακά δωμάτια που οδηγούν σε τόπους μαγικούς, σημαδεμένους με άγνωστες λέξεις και εξωτικές μελωδίες, κόσμους ιερούς, χρωματισμένους με χρώματα και ήχους από το χωριό του χθες...
Κάθε μέρα περιμένω κι από κάτι. Χθες να μου περάσει ο πόνος, προχθές να με πάρεις τηλέφωνο. Τις προάλλες να έρθει η νύχτα. Κάθε μέρα περιμένω, εκτός από σήμερα! Κατεβαίνω στο πηγάδι και βρέχω τα χέρια μου μέχρι να έρθουν οι πρώτοι τουρίστες.
Μεσημέρι Πέμπτης. Mε βρίσκει η βροχή στα χωράφια. Μόλις δοκιμάζω να πιω λίγες σταγόνες, σταματάει απότομα. Το καλοκαίρι δεν την αφήνει!
Μια βόλτα (με τον θείο) στο Αγάπη. Στον Άγιο Αντώνιο βλέπω το γιν και το γιανγκ, τους δύο αντίθετους και συμπληρωματικούς πόλους: από την μια μεριά το πιο ταπεινό καντήλι και από την άλλη το πιο αλμαδοβαρικό Bήμα εκκλησίας σε ολόκληρο το νησί.
Περπατάω στις Σαββαγιάνες. Νομίζω ότι βρίσκομαι στο φαρ ουέστ, αλλά δεν ανησυχώ. Γίνομαι σκληρό καρύδι αν το θελήσω.
Tο ξέρεις...
Ο νάνος της Αμελί βρίσκεται στην Ελβετία. Ο νάνος της Ζέτας περνάει τις διακοπές του στο χωριό. Θα τα πούνε τον χειμώνα, μη βιάζεσαι!
Για άλλη μια φορά δείχνω απρόσεχτος... Νωρίς το μεσημέρι πάω να δω την ξαναφτιαγμένη σκάλα στο ξωκλήσι της Καλαμάν. Τα σύννεφα είναι τόσο κοντά στο έδαφος που ξαπλώνω –κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή– για να μην με πάρουν κατά λάθος, και ποιος ξέρει που θα μ' αφήσουν...
Eξάλλου, η εντολή είναι γνωστή: «σταματήστε να πετάτε στα σύννεφα».
Έχω μάθει όλες τις συνήθειές τους και όλες τις κινήσεις τους απ' έξω! Από παράδοση, το μεσημέρι θα περάσουνε (4-5 φορές) από την Μαρίνα, στον Φαλατάδο. Ένας ελληνικός και λίγο γλυκό του κουταλιού σταφύλι (μετά το φαγητό) ξεκαθαρίζουν τις αποφάσεις για τα βραδυνά πρότζεκτ...
Τολμώ μια μικρή πρόταση σε όσους δεν τους καλύψει το γλυκό της Μαρίνας: στην Μέση για γλυκά του ταψιού. Eναλλακτικά: στον Kρόκο για παγωτό!
Λίγο πριν γυρίσουμε στο χωριό, περνάμε από την Ιερά Καρδία στο Ξώμπουργο για να δούμε το μαρμάρινο καντήλι που γράφει το όνομα του χωριού μας. Μέσα στον ναό ακούγεται το Stairway to heaven, ορχηστρικά!
«...Theres a feeling I get / When I look to the west / And my spirit is crying for leaving»
(Υπάρχει ένα αίσθημα που παίρνω / όταν κοιτάζω προς στη δύση / και το πνεύμα μου φωνάζει για αναχώρηση).
Ήρεμα, ησύχασε.
Η ιστορία έχει ως εξής: Η Εκκλησία έκανε το πρώτο, και μεγαλύτερο, βήμα. Παραχώρησε το χωράφι του Νικολή στον Σύλλογο για να γίνει χώρος ποδοσφαίρου για τα παιδιά. Πατάω τη χλόη, κυλιέμαι στα χόρτα, κρύβομαι στα βράχια, οργώνω με τα δάχτυλα το χώμα, βλέπω από τα βράχια το απέναντι βουνό, λες και την επόμενη μέρα θα παίζουμε με τα παιδιά 5x5...
Απόγευμα. Οι κυρίες φροντίζουν την εκκλησία. Η Λουΐζα στολίζει πανέμορφα την εκκλησία, η Άννα φροντίζει την αυλή, η Τερέζα συμμαζεύει την Καλαμάν, η Σοφούλα ποτίζει τα λουλούδια.
Εγώ σκέφτομαι την Αγνή που μου κρύβει κάποιους μπεζέδες για να μου τους δώσει αργότερα!
Πολλά αντικείμενα έχουν δύο χρήσεις, ή παραπάνω. Η κολώνα της ΔΕΗ, απέναντι από την εκκλησία, εκτός από τον φωτισμό του μέρους αποτελεί τον «επίσημο» χώρο για κάθε είδους ανακοινώσεις: από αποφάσεις του Δήμου και αγγελτηρία μνημοσύνων μέχρι αφίσες παραστάσεων και ενημερωτικά της Εκκλησίας.
Όπως τα σημεία του σώματός μας που δεν τα βλέπει ο ήλιος, μένουν ωχρά και άσπρα, έτσι και η κολώνα αυτή: στο σημείο που καρφώνουν τις αφίσες μοιάζει λευκή και ανώδυνη...
(Όταν μένουν μόνο πινέζες και συνδετήρες καταλαβαίνεις ότι το καλοκαίρι τελειώνει).
Μην προτρέχεις. Θα τα μάθεις όλα στην ώρα τους αν μ' αφήσεις πρώτα, να πάρω μιαν ανάσα.
Tο βράδυ δεν μπορεί να έρθει αν στο χωριό δεν επιστρέψει ο Μάρκος από τα ζώα. (Γι' αυτό και αν αργήσει, όλο και κάποιος θα πάει να τον ψάξει). Και ότα σιγά σιγά φτάνει το Μαρκάκι στο χωριό, κάθεται και ξεκουράζεται στον βράχο του Απλώματος. Εκείνη την στιγμή –ακριβώς εκείνη την στιγμή– μπορείς να δεις τον ήλιο και το φεγγάρι μαζί στον ουρανό.
Το βράδυ δεν μπορεί να σκεπάσει το χωριό, και ο Μάρκος το ξέρει καλά. Λέει κάποια ακατάληπτα λόγια και κρύβει τον ήλιο στο κίτρινο καρίκι του. Η νύχτα εμφανίζεται και ο Μάρκος κατευθύνεται αργά και σταθερά στο σπίτι του...
Αυτό το καλοκαίρι έγιναν πολλές και όμορφες παραστάσεις. H κορυφαία ήταν η μουσική βραδιά με τους Encardia (Εν Καρδία) και την Anna Sinzia Villani. Γοητευτικές ταραντέλες, ρυθμοί της Σαλεντινής γης, ερωτικοί ύμνοι και ελληνόφωνα τραγούδια από ένα γκρουπ που βγάζει από μέσα του ήχους και τους ρυθμούς ενός κόσμου οικείου σε όλους μας. Μια παράσταση γεμάτη μουσικές και χορούς που βρέχονται από την Μεσόγειο, φλέγονται από τον καυτό της ήλιο και σβήνουν στο Αυγουστιάτικο φεγγάρι πάνω από το χωριό.
Κλέβουμε την ιδέα από την λογοτεχνική εκδήλωση και φωτίζουμε τον μεγάλο βράχο. Το mac παίζει το Heartbeats του José González και ο Νίκος φέρνει ουίσκι και φυστίκια. Η ζωντάνια του Παύλου και το χαμόγελο της Μαργαρίτας ξυπνάνε και όλη την υπόλοιπη παρέα.
Από αυτήν ακριβώς τη στιγμή, εμφανίζονται περίεργοι ναυτικοί με ένα χέρι, γυναίκες-νάνοι που βρίσκουν στο σπίτι τους ροκανίδια από ξύλο, σκοτεινοί τύποι που αφού βγουν από το ασανσέρ αυτοκτονούν! Περίεργες και απρόβλεπτες ιστορίες που πρέπει η ομάδα να βρεί την λύση τους:
–Μήπως την σκότωσε για να πάρει την κληρονομιά;
–Κατά μία έννοια, ναι...
Το βράδυ του Δεκαπενταύγουστου στο χωριό υπάρχει μια μεγάλη φασαρία! Αισθάνομαι ότι είναι η Πενταήμερη των μεγάλων: γέλια στα δρομάκια, ευχές και φιλιά παντού, χοροί και τραγούδια στις αυλές, γλέντια τρικούβερτα! Ο Ρόκκος και ο Κάρολος είναι γεμάτοι από περιηγητές και φίλους. Παντού μυρίζεις την χαρακτηριστική μυρωδιά του κρέατος –που μου θυμίζει νυχτερινές σπονδές με φίλους– και που καταλήγει σε αμέτρητα ποτήρια με ρακί και μπύρες. Αυτές οι ημέρες αποτελούν το τέλος του καλοκαιριού και πρέπει όλοι να διασκεδάσουν με την ψυχή τους...
Γυρίζοντας στα σοκάκια του χωριού, αισθάνομαι ότι στην νύχτα υπάρχει περισσότερο χρώμα απ' ότι στην ημέρα. Προσπαθώ να το φυλάξω με την φωτογραφική μου μηχανή.
Μια κλασική ερώτηση που κάνουν οι δασκάλες στο σχολείο είναι το «τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις;». Θυμάμαι έναν συμμαθητή μου –πως να τον ξεχάσεις– που στο συγκεκριμένο ερώτημα απάντησε: «τροχιστής σπαθιών»! Δεν πίστευα στ' αφτιά μου. Ήταν τόσο απρόσμενο που κανείς δεν γέλασε και όλοι κοιταχτήκαμε μεταξύ μας. Αυτομάτως, γυρνάει ο διπλανός μου και μου λέει: «πρέπει να του μιλήσουμε στο διάλειμμα!» Του λέω «γιατί; πως σου ήρθε;». Σκύβει και μου λέει στ' αφτί: «Γιατί εγώ θέλω να φτιάχνω σπαθιά όταν μεγαλώσω»!
Μερικές φορές τα όνειρα συμπληρώνονται με ανθρώπους που δεν γνωρίζεις, με ανθρώπους που δεν φαντάζεσαι. Η κορύφωση στο κυνήγι του θησαυρού –η αρχή των ονείρων– γίνεται με την πυρά. Η φωτιά στη μέση, μια παρέα γύρω-γύρω· όλοι εκεί: ο Βαγγέλης, ο Πέτρος, ο Γιάννης, η Κλαούντια, η Ελευθερία, ο Παύλος, η Αγνή, η Μαργαρίτα, ο Κοσμάς, ο Μίμης, η Ναταλία...
Δακρύζω που τους βλέπω έτσι χαρούμενους, όλους εκεί γύρω. Κάνω πως φταίει ο καπνός.
Ο καπνός που πάει ψηλά και μετά σκορπίζει και χάνεται...
Έχω χιλιάδες λέξεις που θέλω να σου πω. Θέλεις να μ' ακούσεις;
Η ώρα έχει περάσει. Αργά το βράδυ φεύγουν τα αυτοκίνητα σιωπηλά. Σηκώνω το κεφάλι να τα δω ν' ανηφορίζουν. Αντί γι' αυτά δεν χορταίνω να βλέπω αστέρια. Αναρωτιέμαι που μπορεί να βρίσκεται το σημείο εκείνο από όπου ξεπηδούν οι γαλαξίες. Που βρίσκεται η πηγή που μοιράζει κόσμους και πλανήτες... Στην στροφή πριν το Μπορό; Πάνω από το Άπλωμα; Στην τελευταία σειρά του θεάτρου;
Ξεχνάω ότι η απάντηση μού είναι γνωστή: στο μικρό κίτρινο δοχείο που κουβαλάει ο Μάρκος...
Σε λίγο τα φώτα θα σβήσουν· ξημερώνει.
Στήλη: ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
Tags: σοφία βίδου, τερέζα, λουΐζα σιγάλα, ενορία, καλοκαίρι, εκκλησία, καλαμάν, αγ. αντώνιος, άννα χαρικιοπούλου
Μοιραστείτε το