Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!
TinosOnThe Run.blogspot.com

Τον θυμούμαι το χειμώνα, την καλή εποχή, την ευτυχισμένη, όταν πήγαινα σ' αυτό το συγγενικό μου σπίτι κι έμενα λίγες ώρες το βράδυ. Ερχόταν κι αυτός, κι ερχότανε για να πει παραμύθια. Μα τι μανία είχε πάθει μ' αυτά!... Και την ημέρα ακόμη, όσες φορές τον είδα, μέσα στην ομιλία, προσπαθούσε να χώσει κι ένα παραμύθι. Και θυμόταν παραμύθια πολλά, πλήθος, που τα κρατούσε καλά η μνήμη του. Αλλ' όταν τα τελείωνε και δεν είχε άλλα, έλεγε και δικά του. Δε μας το 'λεγε ότι ήταν δικά του, αλλά το καταλαβαίναμε, γιατί κομπίαζε, σκεπτόταν και πολλές φορές δεν μπορούσε να βρει τέλος.

Κι όταν θ' άρχιζε το παραμύθι, θ' άρχιζε έτσι, τις βραδιές τις χειμωνιάτικες: «Ακούτε, μας έλεγε, να σας πω ένα παραμύθι! Κανείς δεν το ξέρει, κανείς άλλος!»

Δημοσθένης Βουτυράς, Πατώντας στις Αναμνήσεις (1921)

 

Η Αλίκη στην Νήσο των Θαυμάτων

Το μεγάλο κήτος μας άφησε να μπούμε στην σκοτεινή κοιλιά του...

Ένα σκοτεινό πέπλο καλύπτει τις ώρες μέχρι το επόμενο πρωί οπότε, ο ύπουλος γάτος υπάκουσε στις νοερές μου οδηγίες και στις επτά και δέκα ακριβώς προσέγγισε την εξώπορτα.

Ξύπνησε το ανυποψίαστο παιδί της πόλης νούμερο ένα και προσποιήθηκε τον πεινασμένο. Παράλληλα, η καφετιέρα ολοκλήρωσε τον συνωμοτικό κύκλο: με αργές, υπό άλλες συνθήκες βασανιστικές, σταγόνες, εκχύλισε ποσότητα καφέ ικανή για να ξυπνήσει το παιδί της πόλης νούμερο δύο. Ανεβήκαμε στο αυτοκίνητο, που είχαμε στα χέρια μας από το προηγούμενο βράδυ.

Κρεμ. Το χρώμα του αυτοκινήτου ήταν Κρεμ. Το λέγανε Αλίκη.

Κυλίσαμε στον άδειο δρόμο. Αριστερά μας το λιβάδι παρέμενε και περίμενε, αν και για μια στιγμή μου φάνηκε πως ανέμενε και απόμενε... μα προσπαθώντας να φτάσω στην άκρη του νήματος μ΄έπιασε φτάρνισμα από τα χνούδια και σταμάτησα δεξιά.

Στο μεταξύ ο ήλιος είχε βγει και μάλιστα, κατέβηκε λίγο πιό χαμηλά για να μπορέσουμε να τον φωτογραφήσουμε. Μια περαστική μέλισσα άρπαξε την ευκαιρία και τού 'σκασε ένα φιλί στο μάγουλο.

Παρακάτω, παρακάτω και λίγο πιo παρακάτω και ενώ όλα πήγαιναν απρόσμενα καλά, ο καθρέφτης της Αλίκης κατέστησε σαφές πως, θα επενέβαινε σε όλη την βόλτα και ενώ προσπαθούσαμε να θαυμάσουμε τον μεγάλο Δράκο που φυλάει το νησί από Βορρά, ο καθρέφτης επέμενε να μας θυμίζει την έρημη Αγαπιανή άμμο. Πήραμε να ανηφορίζουμε πάνω από την κολυμπήθρα όπου έχουν βαφτιστεί σχεδόν όλοι οι Τηνιακοί.

Τα σύννεφα ενοχλημένα μαζεύτηκαν πάνω μας να δουν τους παράξενους, εκτός ορθού χρόνου επισκέπτες.

Πείσμωσα. Έσυρα με τα δυό μου χέρια λίγο πιo μπροστά το κοντινό βουνό, μα τόσο δα μόνον, και κράτησα τα άλλα στον ίσκιο του σύννεφου. Η φωτογραφία βγήκε όπως την ήθελα.

Τώρα, στο φωτεινό της κομμάτι χώραγαν οι υπότιτλοι, που θα περιέγραφαν την θέα στο χαζό μυαλό μου.

Ο δρόμος ανηφόρισε. Ο καθρέφτης εξακολουθεί να χώνεται εκεί που δεν τον σπέρνουν: ενώ ένα θορυβώδες πράσινο μας είχε τραβήξει την προσοχή, εκείνος επέμενε να μας δείχνει τον πίσω μας δρόμο. «Είναι το ψόφιο αρνί που είδαμε και αφήσαμε ασχολίαστο», ερμήνευσε το παιδί νούμερο ένα. Ο καθρέφτης ηρέμησε. «Είδατε που σας τό'πα», είπε θριαμβευτικά.

Συνεχίσαμε στον δρόμο για το «Χωριό-ανάμεσα-στις-στρογγυλές πέτρες». Δίχως να καταλάβουμε πώς, βρεθήκαμε σ' ένα κάστρο όπου ο αγρότης/αυλικός μας κέρασε ρακί.

Ο βασιλιάς, ανήσυχος για την τόσο πρωινή επίσκεψη, ήρθε κοντά στην πόρτα με ορισμένες από τις παλλακίδες του, δεν ήξερε αν έπρεπε να μας καλωσορίσει ή να μας διώξει με τρόπο.

Περπατήσαμε στο βασίλειο. Από δω φάγαμε ψωμάκι, είπε ο αγρότης και μας έστειλε στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων να ψάξουμε να βρούμε πότε ήταν η τελευταία φορά, που τα αμπελοφάσουλα έγιναν πρώτο θέμα. Του χρόνου θα βάλουμε πάλι την μπουλντόζα και θα ξαναφυτέψουμε. Πότε ακριβώς είναι αυτό, με τί συμπίπτει για να έχω μια καλή δικαιολογία, που δεν θα παραβρεθώ στο φύτεμα, σκέφτηκα...

Φτάσαμε.

Στην παιδική χαρά του χωριού έπαιζαν γελούδες και ζούδια, που μόλις μας είδαν μας καλωσόρισαν και μας κάλεσαν να παίξουμε μαζί τους –μα είναι γνωστό πως δεν μπορείς να παίζεις με τα ξωτικά γιατί θα σε κρατήσουνε για περισσότερο απ' όσο λογαριάζεις και θα κρυώσει στο μεταξύ ο καφές σου στου Νατάλε.

Στην φωτογραφία τα ξωτικά δεν φαίνονται γιατί έχω προνοήσει να χρησιμοποιήσω φιλμ ειδικό στο να εξαιρεί τρομακτικές –για μερικούς– φυσιογνωμίες.

Σκέφτηκα: πρώτη φορά που ήρθα χειμώνα στην Βωλάξ ήταν το 1990. Μα πόσων χρονών ήμουν τότε; η απάντηση ζωγραφίστηκε αυτομάτως στον τοίχο...

Το χωριό ήταν έρημο, μόνο κάποιες ομιλίες εκφωνητών ραδιοφώνου (ευτυχώς όχι τηλεόρασης, την τρέμω την τηλεόραση) ακούγονταν από ανοιχτά παράθυρα. Ευτυχώς, που οι εκφωνητές δεν πεινάνε ποτέ όπου φιλοξενούνται, αλλιώς, πρώτον θα ήθελαν του κόσμου το φαί και δεύτερον θα πάχαιναν απίστευτα γρήγορα.

Για μια στιγμή με πάγωσε το άδειο χωριό. Ούτε άνθρωπος τριγύρω...

Το παιδί της πόλης νούμερο δύο με σκούντηξε στον ώμο δείχνοντάς μου τον τοίχο. Ησύχασα, ο Αλέκος ήταν επάνω για την περίπτωση που χρειαζόμασταν κάτι...

Κατεβήκαμε στην βρύση του χωριού. Δυστυχώς, για μένα που δεν είχα πιεί καφέ και έπρεπε να γκρινιάξω, εδώ όλα ταίριαζαν.

Τα εφήμερα πλαστικά δίπλα στις πέτρες και το νερό. Τα σκουπόξυλα και ο ανινιγματικός λευκός σκουπιδοτενεκές, που αναιρούσε τον εαυτό του χωρίς να το ξέρει, μιας και πλαστικός και τενεκές δεν γίνεται.

Η ώρα πέρναγε ανελέητη.

Χρειαζόμασταν επειγόντως ένα ξόρκι χρόνου. Πλησιάσαμε με δέος στην μπλε πόρτα του μεγάλου μπλέ νάνου, χτυπήσαμε απαλά, μα η πόρτα παρέμεινε κλειστή, ο μεγάλος νάνος δεν βγήκε ποτέ. Ο χρόνος μας θα τελείωνε στην προαγορασμένη ποσότητα: ένα Σαββατοκύριακο και μόνον αυτό...

Η στενοχώρια δεν κράτησε για πολύ. Ένα παράξενο πλάσμα στεκόταν εμπρός μας.

Τί είσαι εσύ;» ρώτησα και, μεμιάς, δυό φωνές μαζί ακούστηκαν: «Κιούπι», «κιούπι».
«Και γιατί στέκεστε κώλο με κώλο;»
«Για να στεκόμαστε», μου απάντησαν.
«Και γιατί βάλατε το χερούλι κάτω;»
«Για να μπορούν να πιάνονται τα ξωτικά του κάτω κόσμου και να βγαίνουν», μου απάντησαν.

Αμέσως σκεφτήκαμε πως ήταν ώρα να πηγαίνουμε. Επόμενη στάση, στο κάστρο του Λεοντόκαρδου, εκείνου που μιλάει με το σίδερο κι έχει στημένο το εργαστήρι του ψηλά στο βουνό.

Φτάσαμε.

Στάθηκα έκπληκτος δίπλα στο παράθυρο, η θέα με κοκκάλωσε κυριολεκτικά, όπως μπορείτε να δείτε καθαρά και στην φωτογραφία.

Το κυκλαδίτικο φως με τύφλωσε, ενώ το τελευταίο πράγμα που πρόλαβα να δω πριν σωριαστώ στο χώμα, ήταν το μέτρο στο πεζούλι...

Το μήνυμα ήταν σαφές: μετρείστε κάτι...

Μετά από πέντε ή έξι ρακιά καταφέραμε να μετρήσουμε τελικώς τον ουρανό. Είναι απλό: ξεκινάς από ένα μικρό κομμάτι, το οποίο μετράς με ακρίβεια και μετά, πολλαπλασιάζεις με τον ημερήσιο αριθμό ηλιαχτίδων που είναι απαραίτητες για να παραμείνεις άνθρωπος.

Μόλις τελειώσαμε με αυτό, ο Λεοντόκαρδος μας είπε πως περίμενε κι άλλον έναν φίλο: τον Κάπτεν Νέμο, που αυτήν την εποχή αφήνει τις ανοιχτές θάλασσες και περνάει, που και που, για καμιά κουβεντούλα. Το υποβρύχιο αναδύθηκε αργά-αργά προσέχοντας μην χτυπήσει στο νεοφυτεμένο δέντρο.

Δεν προλάβαμε να αλλάξουμε δυο κουβέντες κι ένα σύννεφο ήρθε και κάθησε εμπρός στον ήλιο και, παρά τις παρακλήσεις μας, δεν έλεγε να κουνηθεί. Αποφασίσαμε να δράσουμε.

Φορτώσαμε στο καροτσάκι το νησί και ξεκινήσαμε. Μόλις φύγαμε από το σύννεφο που μας είχε θέσει υπό τον έλεγχό του και μας κρατούσε στον ίσκιο, εκείνο δικαιολογήθηκε πως, το έκανε για να μην ζαρώνουμε τα μάτια μας και κάνουμε πρόωρες ρυτίδες. Δεν πείστηκε κανείς.

Ξεφορτώσαμε στον ήλιο το νησί και συνεχίσαμε την κουβέντα μας για τον σύγχρονο κινηματογράφο.

Ο Πήτερ Γκρίναγουεη έμενε δύο σκαλιά παρακάτω, πράγμα που αρχικώς δυσκολεύτηκα να το πιστέψω, αλλά, η κοιλιά του αρχιτέκτονα ήταν εμφανέστατη, ξεπρόβαλε εμβληματικά μέσα από την εκκλησία.

Στην πρόσοψη της εκκλησίας υπήρχε και σαφής εξήγηση για το τί απέγιναν οι δράκοι του νησιού. Ο Αγηος Δεμιτριος είχε σκοτώσει τον τελευταίο, άτυχο δράκο.

Η ώρα πέρναγε...

Όσο και αν φλυαρούσαμε, επιτηδευμένα άσκοπα, για να μείνουμε για λίγο ακόμη μαζί, ο ενοχλητικός καθρέφτης εξακολουθούσε να μας πιέζει. Τώρα προσπαθούσε, και αποτύγχανε, να αντιληφθεί το άπειρο μετά από εσφαλμένη κατανόηση των οδηγιών τού Λεοντόκαρδου, αντί μέσα από καθρέφτες, μέσα από υαλοπίνακες αυτοκινήτων.

Το μόνο που κατάφερε να εντοπίσει, ήταν ο Λεοντόκαρδος που επέστρεφε στο κάστρο του...

Γυρίσαμε σπίτι.

Νύσταξα, έγειρα στον καναπέ κι έβαλα όλη μου την προσοχή στα λόγια του επίμονου αέρα.

Ώρα πέρασε. Τόση, ώστε να χωρέσει στο διάστημα ανάμεσα σε δύο βλεφαρίσματα γριππιασμένου πενηντάχρονου.

Ένα κούνημα με ξύπνησε. Κύτταξα έξω απ΄το παράθυρο:

Το βουνό είχε αντικατασταθεί από θάλασσα και ένα καράβι με περιέβαλε σε κάθε μου βήμα.

Ευχήθηκα να μας έκλεινε ο καιρός καταμεσίς στην θάλασσα και να έπρεπε να χτιστεί επί τόπου ένα λιμάνι για να μας προστατεύσει, και τριγύρω του ένα νησί, αλλά αυτό θα έπαιρνε απίστευτα πολύ χρόνο και την Δευτέρα είχαμε δουλειά.

Σκέφτηκα την Αλίκη. Παρέμενε στο λιμάνι παρκαρισμένη με τα κλειδιά επάνω περιμένοντας τον επόμενο μισθωτή, που δεν θα ήξερε πως την λένε Αλίκη.
 

Ευχαριστούμε θερμά τον Όφιο για την ευγενική παραχώρηση του παραπάνω άρθρου που προέρχεται από το ιστολόγιό του TinosOnThe Run.blogspot.com

 

 

Μοιραστείτε το