Σε έναν τόπο όπου το χιόνι δεν είναι τόσο συχνό –θα έλεγα, μάλλον σπάνιο– έχουν κρατηθεί μέσα μου έντονες οι αναμνήσεις από εκείνα τα χρόνια· από τότε που ήμουν μικρό παιδί. Ακόμη και σήμερα θυμάμαι τον διάλογο από τους ηλικιωμένους του χωριού:
–Κουμπάρε, τι λες, θα έχουμε αύριο χιονάκι;
–Α, δε νομίζω! Τα τελευταία χρόνια δεν χιονίζει πια. Πάνε εκείνα τα χρόνια που δεν μπορούσαμε να βγούμε από τα σπίτια μας.
–Μα ο καιρός δεν φαίνεται σίγουρος. Εγώ, θα σταβλίσω τα ζωντανά.
Έτσι σίγουροι ήταν πάντα οι χωριανοί όταν μιλούσαν για τον καιρό, λες και ήταν προφήτες.
–Α, κι' αν ρίξει, τι θα πάθουν;
Ο φετινός χειμώνας στο χωριό είναι κρύος και βαρύς. Ο ήλιος είναι πάντοτε «με δόντια». Πολλές βροχές και αέρας, σύννεφα βαριά και χιόνια. Σαν τότε, που στα παιδικά μου χρόνια στο χωριό, γύρω στο 1950–1952, έτρεχαν τα μεγαλύτερα παιδιά –πρωί-πρωί, ήτανε– και κολλούσαν με απορία την μύτη τους στα τζάμια κοιτάζοντας έξω το λευκό τοπίο, την αυλή και το δρόμο... Τότε που δίχως να ανοίξουνε την πόρτα έτρεχαν, μετά από λίγο, να ξυπνήσουν και τα πιο μικρά αδέλφια τους.
Ήδη ο πατέρας ήταν στην αυλή, αν αυτή ήταν υπερυψωμένη, για να την ξεχιονίσει και να προστατεύσει κάθε απρόβλεπτο ενδεχόμενο. Εκείνος ήξερε πως οι τράβες της «καταστέγας», κάτω από την αυλή, ήταν δεύτερης επιλογής και το βάρος του χιονιού θα μπορούσε να επιφέρει δυσάρεστες συνέπειες. Στη συνέχεια, έπρεπε να ξεχιονίσει ένα μικρό μονοπάτι για να μπορέσει να πάει μέχρι το δώμα του σπιτιού, το οποίο ήταν από πηλό, για να το καθαρίσει μέσα στο κρύο... 'Ενα μεγάλο φορτίο μπορούσε να δημιουργήσει πολλά προβλήματα στο σπίτι που ήταν φτιαγμένο για τον καλοκαιρινό ήλιο και τ' Αυγουστιάτικα μελτέμια. Τα σκαλοπάτια που ανέβαιναν στο δώμα τα απέφευγαν γιατί ήταν πολύ επικίνδυνα, αν και τις περισσότερες φορές ήταν η μόνη πρόσβαση σ' αυτό. Έτσι ξεκίναγε την μέρα του ο νοικοκύρης: έκανε ότι μπορούσε για να προστατεύσει τη φαμίλια του.
Σιγά-σιγά όλη η οικογένεια ήταν στο πόδι. Όλοι διαισθανόμαστε πως η ημέρα δεν θα είναι όπως οι προηγούμενες. Και ενώ σαν παιδιά παίζαμε και διασκεδάζαμε και πίναμε το πρωινό ρόφημα, ο πατέρας και η μητέρα φρόντιζαν να περάσει όσο πιο ανώδυνα γίνονταν αυτή η κατάλευκη μέρα.
Μετά από το καθάρισμα του δώματος, σειρά είχε το άνοιγμα ενός μικρού μονοπατιού στο κεντρικό δρόμο, γύρω από το σπίτι, που θα βοηθούσε την δυνατότητα επικοινωνίας μεταξύ των γειτόνων και των άλλων χωριανών. Μια από τις μεγαλύτερες έννοιες ήταν στο ποιοι θα καθάριζαν το δρόμο προς το πηγάδι. Η πρόσβαση ήταν επικίνδυνη αλλά και απαραίτητη. Αυτόν το δρόμο τον άφηναν πάντα τελευταίο. Μόνο εάν το χιόνι παρέμενε για μέρες, οι χωρικοί έπαιρναν την απόφαση να πάνε όλοι μαζί, να καθαρίσουν ένα μικρό πέρασμα για να μπορούν να πηγαίνουν μέχρι το πηγάδι και να φέρνουν νερό στα σπίτια τους.
Γενικά, όταν είχε χιόνι, οι άνδρες δεν πήγαιναν για τα ζωντανά εκτός αν υπήρχε σοβαρός λόγος. Για τα πρόβατα και τα κατσίκια λίγοι έδειχναν να ενδιαφέρονται... Στο μεταξύ η μάνα φρόντιζε να ανάψει μια φουφού για να ζεσταθεί το σπίτι και να μην κρυώσει κανείς. Εκείνη είχε την φροντίδα όλης της ημέρας γιατί, για το πρώτο τουλάχιστον εικοσιτετράωρο, όλη η οικογένεια θα έπρεπε να βρίσκεται μέσα στη κουζίνα! Ο οργανισμός μας έπρεπε να παραμείνει ζεστός και δυνατός για να ανταπεξέρθει στο δριμύ ψύχος του χιονιά.
Θυμάμαι τις δυσκολίες που δημιουργούσε η έλλειψη των ξύλων. Όσοι είχαν ένα ικανοποιητικό απόθεμα κάτω από το τζάκι, το χρησιμοποιούσαν με προσοχή και σύνεση. Ακόμη κι' αν είχαν ξύλα κάτω στην «γκέλα», δεν έπρεπε αυτά να σωθούν πριν να φτιάξει ο καιρός. Για το ζύμωμα δεν το συζητάμε· που να βρεις στεγνά φρύγανα για να μην καπνίζουν. Όποιος δεν είχε ψωμί προσπαθούσε να προμηθευθεί από τον διπλανό του και να του το επιστρέψει κάποιες μέρες αργότερα. Έπρεπε να έχεις προβλέψει τα πάντα ακόμη και για το πετρέλαιο της βραδινής λάμπας. Έπρεπε να έχεις όσπρια στα πανέρια με τα μαντήλια (αυτά με τις κόκκινες ρίγες), αλλαντικά στη «ζάρα», κρασί στο βαρέλι και σύκα στο κουρούπι. Έπρεπε να τα έχεις υπολογίσει όλ' αυτά, και τόσα άλλα πράγματα, γιατί δεν μπορούσες να πας με τα πόδια ως τη Χώρα να τα προμηθευτείς. Ήταν δύσκολα τα χρόνια 'κείνα τα παλιά.
Μερικοί, όμως, προσπαθούσαν να τα κάνουν να φαίνονται εύκολα: έβρισκαν την ευκαιρία να πάνε στο κυνήγι –τα χνάρια που άφηναν οι λαγοί επάνω στο χιόνι βοήθαγε απίστευτα τους επίδοξους κυνηγούς!– ή μαζευόντουσαν σε μικρές παρέες, έπαιζαν χαρτιά, ψιλοκουβέντιαζαν και έπιναν όλη μέρα μέχρι το επόμενο πρωί, αφού το χιόνι τους «απαγόρευε» να κατευθυνθούν προς τις δουλειές τους. Κάποιοι χωρικοί πάλι, για να περάσουν την ώρα τους και να βγάλουν το χαρτζιλίκι της μέρας, έκαναν –μέσα στη κουζίνα– και κανένα καλαθάκι.
Τι μπορώ να πω ακόμη για τις εμπειρίες εκείνης της εποχής; Πολλές ήταν οι δυσκολίες, αλλά μεγάλη και η αλληλοβοήθεια μεταξύ των ανθρώπων, που τις έκανε να τις περνάνε πιο εύκολα. Ίσως αυτές οι δυσκολίες να ένωναν περισσότερο το ζευγάρια σε αντίθεση με την εποχή μας. Βέβαια, λόγω της απότομης ανατροπής της καθημερινότητας, δεν έλειπαν οι μικροπαρεξηγήσεις και τα καβγαδάκια μέσα στο ανδρόγυνο. Παρ' όλ' αυτά πιστεύω, πως οι μικρές εκείνες δυσκολίες τους έδεναν, έφερναν πιο κοντά τον έναν στον άλλο και, πραγματικά, όλο το χωριό γίνοτανε μία οικογένεια.
Το απόγευμα –αν είχε φτιάξει ο καιρός– οι χωρικοί φόραγαν τις «γκέτες» που είχαν κρατήσει από τον πόλεμο του '40 και τα πιο χοντρά παπούτσια που, συνήθως, ήταν φτιαγμένα από λάστιχα αυτοκίνητων, έπαιρναν τη χλαίνη τους και το πιο γερό μπαστούνι που είχαν, και πήγαιναν να ρίξουν μια ματιά στα ζώα τους αν είχαν κάποιο πρόβλημα. Το βραδάκι η μάνα προσπαθούσε να συγκεντρώσει την οικογένεια γύρω από το τραπέζι με ένα ζεστό φαγητό. Γονείς και παιδιά είχαν περάσει μια διαφορετική μέρα και ήλπιζαν πως την επόμενη μέρα θα καλυτέρευε ο καιρός. Η πρόβλεψη δινόταν με μεγάλη ευκολία και απόλυτη σιγουριά. Και πραγματικά δεν θυμάμαι ποτέ να κράταγε πολύ αυτός ο καιρός. Το κατάλευκο τοπίο έφευγε σιγά-σιγά, αφήνωντας πίσω του μια αναζοωγονημένη γη. Μια νέα μέρα ξημέρωνε –πιο ζεστή– γεμάτη αισιοδοξία.
Στήλη: ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
Tags: αναμνήσεις, ιστορίες, παρελθόν, χιόνια, καιρός
Μοιραστείτε το