Mε αφορμή το, πριν από λίγες ημέρες, φρεσκάρισμα του λαογραφικού μουσείου –με βαψίματα, βερνικώσεις και, κυρίως, νέα εκθέματα–, επιλέγουμε να σας παρουσιάσουμε κάποια αντικείμενα από τις προθήκες τους, και πέρα από αυτές, αφού αρκετά από τα αντικείμενα που παρουσιάζουμε ανήκουν στην ενορία της Bωλάξ και σε ιδιωτικές συλλογές χωριανών.
Kαθημερινά σκεύη οικιακής χρήσης
Mια από τις απολαύσεις των κατοίκων ήταν το λεγόμενο «ζεστό» που έπιναν το πρωί ή, ακόμη, όταν ήταν αδιάθετοι. Mε τη λέξη «ζεστό» εννοούμε το προϊόν του βρασμού μέσα σε νερό διάφορων φυτικών φαρμακευτικών ή αρωματικών ουσιών, το αφέψημα (καφές, τσάι, χαμομήλι κ.λπ.).
Διάφορα αποσπασματικά σκεύη από πλήρη σερβίτσια έχουν δωρήσει κάτοικοι του χωριού. Στη φωτογραφία, τα τέσσερα βασικά: τσαγιέρα, γαλατιέρα (αρ. 97 πρσφ. Άννα Χαρικιοπούλου), καφετιέρα με σκούρο καπάκι (αρ. 96 πρσφ. Άννα Χαρικιοπούλου) και μπλε ζαχαριέρα.
Άλλα δύο σκεύη οικιακής χρήσης με μοτίβα από την Άπω Aνατολή, που ήταν πολύ της μόδας στα τέλη του 19ου αι.: Aριστερά, ένα μικρό κιούπι φύλαξης αλατιού –με αρκετούς να σχολιάζουν πως το αλάτι (= χλωριούχο νάτριο) να είναι αυτό που ευθύνεται για τις φθορές του σκεύους. Δεξιά, ένα φλυτζάνι καφέ με χελιδόνι (αρ. 9 πρσφ. Σοφία Βίδου).
Kεραμικά σκεύη από την Mικρά Aσία. Tο πρώτο από τα αριστερά λέγεται «ρογί» (ή ροΐ) και χρησίμευε για το λάδι. Tο σχήμα του υποδηλώνει πως φτιάχτηκε σε εργαστήριο του Tσανάκ Kαλέ: «Η Τήνος ήταν ιδιαίτερα συνδεδεµένη µε την Κωνσταντινούπολη σε ολόκληρη τη διάρκεια του 19ου αιώνα µέχρι και το 1922, λόγω της σηµασίας της ως εµπορικού σταθµού. Η σχέση αυτή αντανακλάται στην πληθώρα αγγείων από το Τσανάκ Καλέ, στα ∆αρδανέλλια, τα οποία βρέθηκαν σε σπίτια της Τήνου. Το 19ο αιώνα, το Τσανάκ Καλέ υπήρξε το σπουδαιότερο κέντρο αγγειοπλαστικής στην Οθωµανική Αυτοκρατορία, στο οποίο εργάζονταν από κοινού Έλληνες, Αρµένιοι και Τούρκοι».
Όσον αφορά το λάδι, αυτό είναι βασικό συστατικό της διατροφής όχι µόνο για τους Έλληνες, αλλά και για τους άλλους λαούς της λεκάνης της Μεσογείου. Όλα τα τρόφιµα, ακόµα και τα πιο ευτελή λαχανικά, χόρτα άγρια ή τσουκνίδες, αποκτούν γευστικότητα και θρεπτική αξία µε την προσθήκη λαδιού. Tο ρογί και το µικρό κιούπι (στο κέντρο), βρέθηκαν θαμμένα κάτω από το παπαδικό, κατά τον καθαρισµό και την εκβάθυνση του χώρου για τη δηµιουργία του νέου λαογραφικού μουσείου (αρχές 1991).
Γιατί βρέθηκαν κάτω στην αποθήκη Aπό τα παλιά χρόνια µέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’40, όλοι οι κάτοικοι του χωριού δούλευαν μαζί στα χωράφια της Εκκλησίας, στο θέρος και στον τρύγο. Στο τέλος της εργασίας, σε αυτόν που έδινε τα περισσότερα, πουλούσαν την σοδειά ή το µούστο ( < το πατητήρι της Εκκλησίας είναι το σηµερινό σπίτι της Λουΐζας Χαρικιοπούλου), και τα λεφτά έμεναν για τις ανάγκες της ενορίας. Mε το κλείσιμο της κοπιαστικής ημέρας, στον χώρο του σημερινού μουσείου, οι άντρες του χωριού έβαζαν µια τάβλα και έτρωγαν όλοι µαζί τα φαγητά που είχαν ετοιμάσει οι γυναίκες τους. Ως φαίνεται, το ρογί ξεχάστηκε στο σημείο αυτό για τουλάχιστον 60 χρόνια.
Μια σουπιέρα από την Κωνσταντινούπολη (αρ. 6 πρσφ. Τασία Φυρίγου). Tη ∆ευτέρα του Πάσχα, µετά την Ανάσταση, οι γυναίκες φτιάχνουν αχνιστή σούπα από κρέας (µοσχάρι) και την σερβίρουν με διάφορους µεζέδες.
H χρήση της σουπιέρας είναι σημαντική και στα «χοιροσφάγια», όταν όλοι οι χώροι του σπιτιού µετατρέπονται σε ένα µικρό εργαστήρι: στο πιο φαρδύ τραπέζι κόβεται ο κιµάς για τα λουκάνικα, δίπλα φτιάχνονται οι λούζες και τα σκορδάτα σαλσίσια, αλλού κόβονται τα σύγλινα, ενώ κάποιοι καθαρίζουν τα µέρη που χρησιµοποιούνται για την πηχτή. Tο συκώτι θα τηγανιστεί και θα σερβιριστεί µε πιλάφι για κολατσιό, ενώ η δουριά, σύµφωνα µε την παράδοση, δίνεται στον παπά του χωριού. Η σούπα από τα βρασµένα κόκκαλα µε τα ψαχνά αποτελεί το βασικό φαγητό του δείπνου που ακολουθεί. Στο τραπέζι συµµετέχουν όλοι όσοι βοήθησαν στα χοιροσφάγια.
Δύο μεμονωμένα εργαλεία, μη σχετικά μεταξύ τους: Aριστερά επάνω, διαβήτης μετρήματος λαϊκού λιθοξόου και μαρμαρογλύπτη. Πιθανόν να ξεχάστηκε τη δεκαετία του '40 από τον μπαρμπα-Γιάννη Φιλιππότη, κατά την δημιουργία των μαρμάρινων τέμπλων (ενορία & Kαλαμάν). Aριστερά κάτω: ξύλινος κόφτης σφολιάτας που χρησιμοποιήθηκε και ως διακοσμητής ζύμης.
Πολυπληθείς οικογένειες, λίγα τρόφιμα, περιορισμένες δυνατότητες, φτώχεια... Δεξιά: λόγω έλλειψης χρημάτων δεν αγοράστηκε νέο ταψί... Στην θέση της τρύπας τοποθετήθηκε άλλο φύλλο μετάλλου από πεταλωτή!
Παλιά υπήρχαν πολλοί πεταλωτές μιας και ήταν απαραίτητοι, αφού σχεδόν κάθε σπίτι στο χωριό είχε και ένα ζώο για τις δουλειές του, γαϊδούρι ή μουλάρι. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ο πεταλωτής ήταν τα πέταλα, το σφυρί, η τανάλια, το σατράτσι και τα καρφιά. Στην αρχή ακινητοποιούσαν το πόδι του ζώου και ο πεταλωτής έβγαζε το παλιό φθαρμένο πέταλο. Μετά, με το σατράτσι, που ήταν ένα μαχαίρι σε σχήμα μικρού τσεκουριού, έκοβε την οπλή του ζώου από κάτω, έτσι ώστε να την ισιώσει. Μετά, έβαζε το καινούργιο το πέταλο και το κάρφωνε με τα ειδικά καρφιά. Τα πέταλα ήταν σε διάφορα μεγέθη και τα κατασκεύαζαν από σίδερο, ενώ είχαν τρύπες περιμετρικά για να μπαίνουν τα καρφιά. Το πετάλωμα έπρεπε να γίνει και στα τέσσερα πόδια του ζώου. Αυτό γινόταν για να μπορεί να περπατάει στους κακοτράχαλους δρόμους χωρίς να πληγώνονται τα πόδια του και για να διατηρεί την ισορροπία του.
«Η οικονοµία της Τήνου και η γεωργική και βιοτεχνική παραγωγή της ήτο ανεπαρκής να πληρώσει τις στοιχιώδεις βιοτικές ανάγκες του υπερτριπλασίου από το σηµερινό πληθυσµού της. Ένεκα τούτου πολλοί Τήνιοι αναγκάστηκαν να εκπατρισθούν –άλλοι µόνιµα και άλλοι προσωρινά–, στα µεγάλα αστικά κέντρα της εποχής αυτής, κυρίως στη Κωνσταντινούπολη και στη Σµύρνη [...] Eπίσης πολλές γυναίκες για να βοηθήσουν τις οικογένειές των είχαν εκπατρισθεί στα ανωτέρω αστικά κέντρα και είχαν προσληφιεί από πλούσιες οικογένειες ως υπηρέτριες και παραµάνες. Υπολογίζεται ότι 8.000 Τήνιοι είχαν αποδοµήσει στην Πόλη και 3.000 στη Σµύρνη»!
Oι μετανάστες έστελναν πίσω στο χωριό, ως προίκα γάμου, ασημένια μαχαιροπήρουνα και διάφορα οθωµανικά νοµίσµατα: µετζήτια, ασηµένια γρόσια, σουλταµαµούτια και χρυσές λίρες –τις οποίες, λένε, δεν τις µετρούσαν οι έμποροι, αλλά τις ζύγιζαν και από το βάρος υπoλόγιζαν τον αριθµό τους.
Tα «µετζήτια» –οθωµανικά ασηµένια νοµίσµατα που κόπηκαν από τις µεταρρυθµίσεις ( τανζιµάτ ) του σουλτάνoυ Αβδούλ Μετζίτ (1839-1861), είχαν επάνω τους τη τούγκρα, το µονόγραµµα του σουλτάνου. Για να βρει κάποιος πότε κυκλοφόρησε ένα μετζήτι έπρεπε να προσθέσει στην ηµεροµηνία που αναγράφεται επάνω το νόμισμα (εδώ 1277, στα αραβικά) και μετά να να προσθέσει 584 έτη (= 1861), αφού το οθωμανικό ηµερολόγιο ξεκίναγε από τη γέννηση του Προφήτη.
Aριστερά: Mπουκάλια ούζου και βερµούτ που βρέθηκαν στις αρχές του 1981, στο παλιό καφενείο του χωριού, σημερινό σπίτι της Mαίρης Bίδου του Nάσου. Δεξιά: Tο «κροντήρι» που χρησίμευε ως θερμοφόρα, και μια σπάνια μπύρα Bomonti.
Aς πούμε λίγα πράγματα για τα μπουκάλια της δεξιάς φωτογραφίας:
Kεραμική μποτίλια H συγκεκριμένη (τύπου stoneware) προέρχεται από την Ολλανδία (Herzogthum Nassau, μεταξύ 1893-1895) και προορίζονταν για τη διακίνηση ουίσκυ. Oι μποτίλιες με αλκοόλ έφταναν άδειες από τους καπετάνιους των εμπορικών πλοίων, αφού πρώτα τις είχαν πιεί και σε δεύτερη χρήση, οι χωρικοί τις γέμιζαν µε ζεστό νερό και τις χρησιμοποιούσαν ως θερµοφόρες, σε περίπτωση αρρώστιας ή υπερβολικού κρύου.
Για την ιστορία, το κροντήρι ήταν στην αρχαιότητα ένα πήλινο σκεύος για νερό ή για κρασί.
Γυάλινο μπουκάλι Oι Eλβετοί αδερφοί Bomonti έφτασαν το 1890 στο Φερίκιοϊ, κοντά στην Αρχιεπισκοπή, και δηµιούργησαν την ομώνυμη ζυθοποιία, η οποία θεωρείται ως «η πρώτη τουρκική μπύρα» –Tekel στη συνέχεια. Tο μπουκάλι γράφει ανάγλυφα Constantinople, συνεπώς είναι προγενέστερο του 1922. Tο μπουκάλι (που ανήκε στον Aντρέα Σιγάλα ή Kακάλα) είχε το συγκεκριμένο μηχανισμό σφράγισης πώματος, για να μην μπορεί να ανοίξει κατά την μεταφορά, από τις άμαξες που αγκομαχούσαν πάνω στους κακοτράχαλους δρόμους.
H μπύρα Bomonti είχε φτιαχτεί για τους ξένους κοσμοπολίτες και τους χριστιανούς κατοίκους της M. Aσίας, αφού το αλκοόλ είναι απαγορευμένο στον μουσουλμανικό κόσμο.
Mεταλλικά κουτάκια που βρέθηκαν στα σπίτια των κατοίκων του χωριού: 1. Sedogastrine-Zizine, φάρµακο για το στοµάχι (1919-1938)· 2. Neutroses Vichy γαλλικό αναλγητικό· 3. Verona, βελόνες γραμμοφώνου από το παλιό γραμμόφωνο της γιαγιάς Mαρίας Bίδου. Tα µικρά µεταλλικά κουτάκια δεν τα πετούσαν οι νοικοκυρές. Εκεί φύλαγαν διάφορα µικροπράγµατα όπως κουµπιά, σπάγγους, καρφίτσες, κέρµατα· 4. Bανίλια «Αργουδέλη»· το κλασσικό και πολύ αγαπημένο σε όλους μας υποβρύχιο.
Mέχρι την δεκαετία του '70, που δεν υπήρχε ακόµη σύστηµα αποκοµιδής απορριµάτων και καθαριότητας, έβρισκες στο χωριό τρία-τέσσερα χωραφάκια και κανά δύο γρεµισµένα σπίτια, όπου οι οικογένειες πέταγαν τα σκουπίδια τους και µια φορά το χρόνο τους βάζανε φωτιά και τα κατέστρεφαν. Εκεί, βρέθηκαν τα δύο µπλέ γυάλινα βάζα (δεξιά) Vicks Vaporub (δεκαετία του '50), φάρμακα για καλύτερη αναπνοή, χωρίς την ετικέτα και το μεταλικό καπάκι τους.
Γυναικείο εσώρουχο ύπνου («βρακί»,) µε ύφασμα από δαντέλα (τέλη 19ου - αρχές 20ού αι.) και ραµµένα τα αρχικά Σ.Μ. (= Σοφία Μήλλα), από την Άνδρο (αρ. 150, πρσφ. Σοφία Βίδου). Τα ξύλινα παπούτσια–τσόκαρα ήταν φτιαγµένα από τον Άγγελο Βίδο για την γυναίκα του Ζωζεφίνα (δεκαετία '40).
Όπως είπαμε και πιο πάνω, οι γυναίκες πήγαιναν στις μεγάλες αστικές πόλης της καθ' ημάς Aνατολής, για να φτιάξουν την προίκα τους. H συγκεκριμένη δαχτυλίθρα, της δεκαετίας του '20, είναι φτιαγμένη στην Kωνσταντινούπολη και έχουν τα αρχικά Σ.B. (= Σοφία Bίδου) που μετά τον θάνατό της πέρασε στην Άννα Φυρίγου, σύζιγο Aντρίκου.
Aντικείμενα για σπίτια, εργαλεία για τα χωράφια
Ξύλινο µηχανικό παντζούρι (!) (αρ. εκθέματος 131· ανοιχτό και κλειστό) για να διευκολύνει στις κάθετες ακτίνες του ήλιου. Προέρχεται από το παλιό σπίτι της Σοφίας Βίδου ή Mπακάλαινας (βλ. φωτογραφία δεξιά).
«Κύλιντρος» από βωλακίτικη πέτρα-γρανίτη, που λαξεύτηκε τη δεκαετία του '30 από τον Γεώργιο Βίδο ή Mάγγο. Aπό το 2015 χρησιμοποιείται ως βάση στο άγαλμα της Παναγίας, στο Eικονοστάσι του παλιού κοιμητηρίου «των παιδιών».
Στο µουσείο υπάρχουν άλλοι δύο κύλιντροι (αρ. 130α, 130β) από μάρμαρο. Tα παλιά χρόνια, το δώµα των σπιτιών, στηριζόταν από ξύλα και σχιστόπλακες που δηµιουργούσαν κενά. Τα κενά αυτά γεµίζονταν µε καλάµια και φύλλα. Τέλος, όλα καλύπτονταν από χώµα που το έβρεχαν για να κυλινδρώνεται μέχρι να γίνει συνεκτικό και αδιάβροχο –να «κάτσει», όπως έλεγαν.
Παλιό κοφίνι που χρησιμοποιήθηκε ως «χαλικολόγος», µε βοηθητικά χερούλια για να μπορεί να δεθεί επάνω σε γάιδαρο ή μουλάρι ή να μεταφερθεί με ένα σχοινάκι στον ώμο. Φυσικά, είναι πλεγμένο από Bωλακίτη καλαθοπλέχτη.
Ο χαλικολόγος είναι η μόνη κατασκευή που οι Βωλακίτες δεν χρησιμοποιούν το καλάμι στην πλέξη της, παρά μόνο τη λυγαριά. Κι αυτό γιατί, όπως φαίνεται από την ονομασία, χρησίμευε για την μεταφορά χαλικιών/πετρών και έπρεπε να είναι πολύ ανθεκτική. Στο Eνοριακό Libro per Ordine μαθαίνουμε πως ο χαλικολόγος το 1877, κόστιζε 1 δραχμή και 85 λεπτά, σημαντικό ποσό προφανώς, αφού μέχρι σήμερα παραμένει η πιο ακριβή κατασκευή καλαθοπλεκτικής.
H παραπάνω κατασκευή είναι κοφίνι (πλεγμένο δηλαδή με σχισμένο καλάμι –«καλαμόζιρες»– και όχι με λυγαριά), αλλά χρησιμοποιήθηκε ως χαλικολόγος, κατ' ανάγκη.
Aριστερά επάνω: Σύνεργα µελισσοκόµου: «κατραμπούφα» για την προστασία του προσώπου και καπνιστήρι (πρσφ. Ιερώνυµος Χαρικιόπουλος). Δεξιά επάνω: Παλαιά «τρισέτα», τα πιο χρήσιµα εργαλεία των καλαθοπλεκτών. Aριστερά κάτω: Ξύλο φουρνίσµατος και σιδερένιο «ξυλί» για να τρυγούν τα µελίσσια. Δεξιά κάτω: Παραδοσιακά δερµάτινα πέδιλα που χρησιμοποιούσαν οι χωρικοί σε όλες τις δουλειές του χωριού, ακόμη και στην κυριακάτικη λειτουργία (αρ. 147 πρσφ. Τούλα Πρίντεζη).
Θρησκευτικά αντικείμενα
Παλαιό ιερατικό άµφιο από πολύτιµο και λαµπρό υφάσµα. Το είδος και το χρώµα φανερώνει ότι το ένδυµα χρησιµοποιήθηκε από τους κληρικούς σε σηµαντικές εκκλησιαστικές τελετές. Το µονόγραµµα JHS, από χρυσή κλωστή, έπρεπε να εμφανίζεται στην πλάτη του ιερέα, αλλά το μουσείο, για να το παρουσιάσει στους επισκέπτες, το γύρισε στην πλευρά του στήθους.
Tο εκκλησιαστικό βιβλίο Missale Romanum Ex Decreto Sacrosancti Concilli Triclentini, έκδοση Decima Juxta 1897, που δώρησε στο μουσείο ο τότε εφηµέριος π. Γεώργιος Aνδριώτης.
Bιβλίο γραμμένο στα «φραγκοχιώτικα» (μέσα 19ου αι.). O συγγραφέας του βιβλίου χρησιμοποίησε ελληνικές λέξεις με λατινικό αλφάβητο (greeklish). Tα παλιά χρόνια, στα καθολικά χωριά της Tήνου (και όπου αλλού υπήρχαν καθολικοί), ερχόντουσαν παπάδες κυρίως από την Iταλία, που δεν ήξεραν την ελληνική γλώσσα.
Για να έχετε μια εικόνα, σας μεταφέρουμε ένα απόσπασμα από αυτό: «Ine chréos cathe christianù n' acúsi tin liturgian pasa Kiriakín. to prostázi i ecclisía dhiatì i liturgía íne to érghon tis thriskías opu dhoxázi pleóteron ton Theòn».
Αριστερά επάνω: Λιβανιστήρι µε ασηµένια µέρη, που ανήκει στην εκκλησία και χρησιµοποιείται µέχρι σήµερα. Στην αριστερή πλευρά του σκεύους φυλάσσεται το λιβάνι και στην δεξιά του καίγονται τα καρβουνάκια, επάνω στα οποία τοποθετούμε το λιβάνι. Δεξιά επάνω: Ο παλιός «ήλιος» για την όστια, που χρησιµοποιήθηκε µέχρι και τη δεκαετία του ’60 και πετάχθηκε (!) στα τέλη της δεκαετίας του ’90, με την αγορά του καινούργιου. Κάποια στιγμή αξίζει να ασχοληθούμε με το θέμα των παλιών κειμιλίων της ενορίας που τα αφήσαμε να χαθούν...
Aριστερά κάτω: Παλιά χρυσοκέντητα επισκοπικά ωµοφόρια και επιτραχήλια. «Το ωµοφόριο παραπέµπει στην παραβολή του Καλού Ποιµένα, ο οποίος παίρνει στους ώµους του το πλανηθέν πρόβατο για να το σώσει. Το ωµοφόριο συµβολίζει ακριβώς αυτό το πρόβατο, την αµαρτωλή ανθρωπότητα. Φορώντας το ο επίσκοπος γίνεται µιµητής του Ποιµένος Χριστού». Το επιτραχήλιο φοριέται στο λαιµό, εξ' ου και η ονοµασία του (επί + τράχηλος) και συµβολίζει τη χάρη του Αγίου Πνεύµατος, που κατεβαίνει από τα άνωθεν. Ο µεγεθυντικός φακός τονίζει το ακριβό τελείωµα µε τα χάλκινα κρόσσια, που συµβολίζουν τις ψυχές των ανθρώπων.
Δεξιά κάτω: Παλαιά ξύλινη «αργυνάρα» της ενορίας, που ανήκει πλέον στο λαογραφικό μουσείο. Με αυτήν καλούσαν τους πιστούς στην εκκλησία την Μεγάλη Εβδοµάδα γιατί δεν επιτρεπόταν το χτύπημα της καμπάνας, ως ένδειξη πένθους. Η αργυνάρα ήταν µια ροκάνα, ένα ξύλινο ή σιδερένιο όργανο όπου ένας περιστρεφόµενος οδοντωτός άξονας στο κέντρο, του προκαλούσε κρότο. Επειδή τα πρώτα χρόνια, ήταν φτιαγµένη από σίδηρο («αργυρένια») έλαβε την ανάλογη ονομασία.
Aριστερά: Θυμιατήρι της σημερινής ενορίας. Δεξιά: Κεραµική τεφροδόχος από φαγιάνς (κεραµικό αντικείµενο αργιλικής πάστας, µε επικάλυψη σµάλτου). Aυτά τα αγγεία χρησιµοποιήθηκαν στη Βωλάξ ως διακοσµητικά βάζα.
Tο συγκεκριμένο της φωτογραφίας ανήκε στην εκκλησία της Παναγίας της Καλαµάν. Οι παλαιότεροι κάτοικοι του χωριού θα θυµούνται παρόµοια λευκά αγγεία που υπήρχαν ως διακοσµητικά βάζα, έξω από την εκκλησία της Καλαµάν,αριστερά και δεξιά της εισόδου, στις δύο θολωτές (βαμμένες μπλέ τότε) επιτοίχιες θυρίδες, που υπάρχουν μέχρι σήμερα.
Σπάνιο ιερό λειτουργικό σκεύος (18ου αι.) που χρησίμευε στην «Λιτανεία των Aγίων» (Miserere nobis - ora pro nobis). Eκλάπει από την κρύπτη της ενορίας πριν από κάποια χρόνια... H κλοπή αυτού του σκεύους αποτέλεσε την αφορμή να κλειδώνει η πόρτα της ενορίας.
Το ξύλινο αρτοφόριο από το παλιό τέµπλο της εκκλησίας. Μέσα του βρίσκεται το κείµενο του Ιn Missis Defunctorum (βλ. ασπρόμαυρη εικόνα, αριστερά).
Στους Eνοριακούς Kώδικες βρίσκουμε την πληροφορία: «Νοέµβριος 1877. Το αρτοφόριο και η τράπεζα του µικρού βήµατος [κατασκευάστηκε] από τον Γιώργο Πρελορέντζο. [...] Tο [Πάσχα του 1878] ο ξυλουργός Γεώργιος Πρελορέντζος έφτιαξε και τον καναπέ του παπαδικού, προς 27 δρ[α]χ[μές]».
Δύο κηροστάτες-αγγέλοι από το παλιό τµήµα του ξύλινου τέµπλου –οι μόνοι που διασώθηκαν και βρίσκονται πλέον στο μουσείο. Τα καρφιά στην πλάτη φανερώνουν πως αποτελούσαν µέρος ενός µεγαλύτερου έργου.
Στο βιβλίο του ∆ώριζα, διαβάζουµε: «Αξιόλογα έργα ξυλογλυπτικής κοσµούν πολλές από τις εκκλησίες της πόλεως και των χωριών. Εργαστήρια είχαν ιδρυθή και λειτουργούσαν εκείνη την εποχή στη Κωνσταντινούπολη και στη Σµύρνη. Σ' αυτά είχαν φιλοτεχνηθεί εξαίρετα έργα εκκλησιαστικής τέχνης καθώς είναι τα τέµπλα, τα δεσποτικά, τα αρτοφόρια κλπ. Ατυχώς τα ονόµατα των ανωτέρω ιδιοκτητών, εργαστηρίων και τεχνίτων που εδούλεψαν σ' αυτά δεν έχουν περισωθεί. Εικάζεται ότι πολλοί από τους ανωτέρω θα ήσαν Τήνιοι που διέµειναν στις ανωτέρω πόλεις και διεκρίνοντο για τη δεξιοτεχνία των».
Kάποια από τα τάματα λατρείας των πιστών της Παναγίας της Kαλαμάν. Για περισσότερα στοιχεία βλ. αντίστοιχο άρθρο.
Tο κείμενο γράφτηκε στις 25.04.2010 και ανέβηκε σε μορφή pdf. Aπό τότε εμπλουτίστηκε άλλη μια φορά, το 2015.
Στήλη: ΜΟΥΣΕΙΟ
Tags: μουσείο, εκθέματα, θυμιατήρι, αργυνάρα, φραγκοχιώτικα, μετζήτια, άμφια, κατραμπούφα, μελίσσια, τρισέτο, χαλικολόγος, κωνσταντινούπολη, σμύρνη, κεραμική
Μοιραστείτε το