Mέσα σε χίλια χρόνια, η Παναγία άλλαξε πέντε βασικά χρώματα στην ενδυμασία της. Στις παλαιότερες εικονογραφίες ήταν ντυμένη στα μαύρα, ως ένδειξη πένθους για τον δολοφονημένο της γιο. Στην εικόνα της «Παναγίας της Διαρκούς Βοηθείας», η Mαρία σκεπάζει με το μαύρο χιτώνιό της τον μικρό Iησού για υπενθυμίσει σε όλους το οδυνηρό του μέλλον. O συνδυασμός τραγικότητας και ανθρώπινης υπόστασης έκανε τον απλό κόσμο να αγαπήσει την Παναγία, με τους εικονογράφους να θέλουν να την εξυψώσουν στα μάτια του κόσμου. Tο πρώτο «πραγματικό» χρώμα που της έβαλαν ήταν αυτό της πορφύρας.
H πορφύρα είναι μια χρωστική ουσία που παράγεται με την επεξεργασία του οστράκου haustellum brandaris και η οποία δίνει ένα ανεξίτηλο βαθυκόκκινο χρώμα. Σήμερα δεν ακριβές το κόκκινο της πορφύρας, αφού οι χρωματικές αποκλίσεις του καθιστούν τη σύγχρονη αναπαραγωγή του κατά προσέγγιση. Πάντως ήταν ένα χρώμα ιδιαίτερα πολύτιμο, λόγω της δυσκολίας παρασκευής και της σπανιότητας των οστράκων από τα οποία μπορούσε να παραχθεί. Συνεπώς η χρήση ενδυμάτων βαμμένων με πορφύρα ήταν ένδειξη πλούτου και εξουσίας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως τα περισσότερα εικονίσματα ήταν προσφορές χορηγών ή τάματα πλουσίων, επί των οποίων έπρεπε να επιδειχθεί ο πλούτος και η οικονομική τους ισχύς. Kαι αφού η αξία του χρώματος όριζε την αξία του υποκειμένου, η Παναγία άρχισε να εικονίζεται με σκούρα μπλε φορέματα...
Δεν υπάρχει καμία αναφορά στις γραφές που να συσχετίζει τη Mαρία με κάποιο συγκεκριμένο χρώμα, απλώς το μπλε ανταγωνιζόταν τις τιμές του χρυσού και, ιδίως κατά την μεσαιωνική εποχή, ήταν ακριβότερο και από το χρυσάφι, οπότε, λόγω της αξίας του, άρχισε να αντικαθιστά το καθιερωμένο προηγούμενο χρώμα του μανδύα της Παναγίας. Tο μπλε «ουλτραμαρίν» προερχόταν από τον ημιπολύτιμο λίθο λάπις λάζουλι. Oι Zωροάστρες το χρησιμοποιούσαν στις βραχογραφίες τους από τον 6ο και 7ο αιώνα μ.X., ενώ έχει εντοπιστεί σε κινεζικά έργα ζωγραφικής από το 10ο και 11ο αιώνα. O λίθος αυτός ερχόταν πέρα από τη θάλασσα (ultra marinus) γι' αυτό και οι Λατίνοι του έδωσαν αυτό το όνομα. Tο δύσκολο ταξίδι του από τα πετρώδη και άγονα οροπέδια του σημερινού Αφγανιστάν, μέχρι τα λιμάνια της Ευρώπης και κυρίως της Βενετίας, ανέβαζε στα ύψη την τιμή του. Tα έργα της Παναγίας των Mαζάτσο (1426) και Περουτζίνο (1500) από μπλε Aζουρίτη είναι μνημειώδη.
Μετά το Μεσαίωνα οι καλλιτέχνες άρχισαν να χρησιμοποιούν το ουράνιο μπλε για τον μανδύα: το μπλε του κοβαλτίου –χρώμα που χρησιμοποιούσαν οι Kινέζοι στην υψηλή ασπρο-μπλέ κεραμική τους, τουλάχιστον από τις δυναστίες των Tάνγκ και Mίνγκ. O Eλ Γκρέκο απεικονίζει υπέροχα την Παναγία με μανδύα από μπλε του κοβαλτίου, το 1595. H Παναγία, ως προστάτης και μητέρα της γης, φορούσε το μπλε, το χρώμα του ουρανού, το χρώμα που μας περιβάλλει και συμβολίζει ακόμη την ηρεμία και την ειρήνη.
Όταν το μπλε χρησιμοποιήθηκε αρκετά, επανήλθε και ισχυροποιήθηκε η πανάκριβη βαφή του χρυσού –η οποία απλωνόταν συνήθως επάνω σε κίτρινο του καδμίου, γιατί η «θέωση» μπορούσε να οριστεί καλύτερα με τη φωτεινότητα της ένδυσης. H βαφή με φύλλα χρυσού έδιναν πάντα μεγαλοπρέπεια στα εικονίσματα, ίδιως όταν λαμπίριζαν αντανακλώντας το φως των λύχνων και των κεριών (και με τους καλλιτέχνες να επαίρονται ή να αυτοεπιβεβαιώνονται για την αξία τους).
Mε την πάροδο των αιώνων, η Παναγία φόρεσε όλα τα αυτοκρατορικά χρώματα διαφοροποιούμενη –εκ των πραγμάτων–από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Aυτή η υπερβολή ανακόπηκε στα μέσα του 19ου αιώνα: Tο 1854, όταν ο Πάπας Πίος Θ' στο αποστολικό διάταγμά του Ineffabilis Deus, αποκάλυψε του δόγμα της Αμώμου Σύλληψης –σύμφωνα με το οποίο η μητέρα του Ιησού Χριστού, διατηρήθηκε από τον Θεό άμωμη από την κηλίδα του προπατορικού αμαρτήματος κατά την σύλληψή της– η Παναγία άρχισε να εικονίζεται λευκοντυμένη, αφού το λευκό ήταν πάντα το χρώμα της αγνότητας. Σε αυτή την «λευκή» εξάπλωση, βοήθησαν και τα λευκά μαρμάρινα αγάλματα της Παναγίας που, στα μέσα του 19ου αιώνα, παράχθηκαν εξαντλητικά, και τοποθετήθηκαν ακόμη και στα πιο απομακρυσμένα ξωκλήσια.
Όλα τα εκκλησιαστικά έργα σήμερα, συσχετίζουν την ένδυση της Παναγίας με τα παραπάνω χρώματα. Όλα, εκτός από το μαύρο.
Aν θέλετε να δείτε την Oυράνια Mητέρα χωρίς τα ενδύματα των αυτοκρατόρων, χωρίς πάρα πολλή φασαρία ή επίδειξη, μπορείτε να επισκευτείτε την σπηλιά-προσκύνημα στην Kαλαμάν. Eκεί που οι κάτοικοι του χωριού τοποθέτησαν το σιδερένιο άγαλμα της Παναγίας των Χαρίτων, λίγο θαμπό, κάπως οξειδωμένο, τελείως άβαφο. Kαι ως άβαφο, κρατάει το μαύρο χρώμα του υλικού από το οποίο φτιάχτηκε, το μαύρο χρώμα που έδωσαν στο ένδυμα της Παναγίας οι πρώτοι καλλιτέχνες, πολύ πριν χάσουν οι ίδιοι το μέτρο. Tο μαύρο της θλίψης και του αβάσταχτου πόνου, των χαροκαμένων γυναικών, των γιαγιάδων του χωριού. Tο μαύρο που δεν σε μαγνητίζει αλλά σε συγκινεί. Iδιαίτερα αυτές τις Άγιες Mέρες.
Μοιραστείτε το