Ο Απόστολος Μωραΐτης είναι ο πρώτος ιστοριοδίφης που, από προφορικές διηγήσεις των κατοίκων της Βωλάξ, μας μεταφέρει τον μύθο της Kαμμένης Πλάκας: «Στην εποχή της τουρκικής κυριαρχίας και στην είδηση ότι θα έρχονταν στο χωριό εισπράκτορες για την είσπραξη των φόρων, µε δεδομένη την αδυναμία των Βωλαξιανών να πληρώσουν, όλοι οι χωριανοί αποφάσισαν να κρυφτούν κάπου και διάλεξαν ως κρυσφύγετο την Παναγία Καλαμάν. Σε λίγο, οι τρομοκρατηµένοι Βωλαξιανοί, είχαν την αίσθηση ότι οι βάτοι, οι βελανιδιές και οι καλαμιές μπροστά και γύρω από την εκκλησία άρχισαν να μεγαλώνουν συνεχώς μέχρι που έκρυψαν την εκκλησία από τους φοροεισπράκτορες» [βλ. «Δήμος Σωσθενίου Tήνου: Περιοχή κοινοτήτων Στενής-Φαλατάδου - Oδοιπορικό μέσα στο χρόνο», Aθήνα 1994]
Ο Μωραΐτης αναφέρεται στο tapu resmi, έναν φεουδαρχικό φόρο εγγραφής που καταβαλλόταν από τους ιδιοκτήτες γης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και που προέκυψε κατά την κατάρρευση, θα λέγαμε, του Στρατιωτικού Συστήματος των Οθωμανών.
Στου βιβλίο του Olfert Dapper, στο σημείο που αναφέρεται στην πτώση της Κρήτης από τους Οθωμανούς, διαβάζουμε: «Ο πόλεμος και η πολιορκία του Χάνδακος, κατά την γνώμην αυτών των Τούρκων, τοις επέφερε περισσοτέραν δαπάνην από την κατάκτησιν όλης της Ουγγαρίας, της Μοραβίας και της Σιλεζίας». Οι Τούρκοι έπρεπε να βρουν τρόπο να πάρουν τα λεφτά τους πίσω. Έτσι «εσυμφώνησαν δι αυτής της συνθήκης, ότι το δώρον των τριών βαρυλίων χρυσού —Eν tonne d’or εν Ολλανδία εννοείται ποσότης 100,000 φλορινίων—, το οποίον οι Ενετοί έδιδον πρότερον εις τον Αυτοκράτορα Τούρκον, οσάκις ήθελον αποφασίσει μεταξύ των συνθήκην ειρήνης, θέλει καταργηθή διόλου: και ότι η Πόρτα δεν ήθελεν ημπορεί να απαιτή κανέν δώρον, ή φόρον από τους Ενετούς, εκτός μόνον δια τας εις το Αρχιπέλαγος εξουσιαζομένας από αυτούς νήσους». [βλ. «Aκριβής περιγραφή της Kρήτης μεταφρασθείσα από την Φλαμαντικήν εις την Γαλλικήν διάλεκτον κατά το 1703 παρά του Δ.O. Δάπερ, M.Δ. Εν η προσετέθη και το νομισματολόγιον αυτής εκ των του Mιονέττου. Mεταφρασθέντα και εκδοθέντα παρά του M. Bερνάρδου του Kρητός», σ. 188, Αθήναι 1836]
Το φεουδαλικής λογικής tapu resmi ήταν πληρωτέο και για άλλους λόγους: Λ.χ. όταν η γεωργική γη έμενε αδούλευτη λόγω του γεγονότος ότι ο αγρότης που την καλλιεργούσε πέθαινε. Επειδή η κληρονομημένη γη υπόκειτο σε αλλαγή τίτλου, το tapu resmi μπορούσε επίσης να θεωρηθεί και ως φόρος κληρονομιάς. Κάθε χρόνο οι οικογένειες σε κάθε χωριό μάζευαν τα χρήματα που έπρεπε να καταβάλλουν στους Οθωμανούς. Ο φόρος αυτός είχε μεταβαλλόμενη κλίμακα των τελών, ανάλογα με την υποθετική ποσότητα παραγωγής που μπορούσε να παράξει ο κάθε τόπος, ανεξάρτητα από τις ζημίες από θεομηνίες, έκτακτα γεγονότα ή δυσμενείς καιρικές συνθήκες.
Ακόμη, όσες εκτάσεις εισήχθησαν πρόσφατα υπό καλλιέργεια, τα λεγόμενα ifrazat, θα απαλλάσσονταν από τον συγκεκριμένο φόρο μέχρι την επόμενη έρευνα (ταχρίρ) που θα γινόταν επί τόπου από τους απεσταλμένους της Υψηλής Πύλης -τους ίδιους τους φοροεισπράκτορες δηλαδή. Ένας εξέχων νομικός θεωρητικός του 16ου αιώνα ισχυρίστηκε ότι το tapu resmi ήταν αντίθετο με το νόμο της σαρίας και ήταν στην πραγματικότητα μορφή δωροδοκίας για να μη φερθούν με βαρβαρότητα οι κατακτητές.
Ο θεσμός αυτός συνέχισε να χρησιμοποιείται σε ολόκληρη την Οθωμανική Αυτοκρατορία, μαζί με τον ακόμη πιο σκληρό φόρο adet-i deştbani. Η Τήνος απελευθερώθηκε μετά την Επανάσταση του '21 και δεν πρόλαβε τον μερικώς ανασχηματισμό του φόρου κατά τη διάρκεια των μεταρρυθμίσεων (tanzimat) προς τα τέλη του 19ου αιώνα.
Πρόπερσι, με αφορμή τα 300 χρόνια από την παράδοση του Κάστρου της Τήνου στους Οθωμανούς, πραγματοποιήθηκε το Α’ Διεθνές Ιστορικό Συνέδριο της Τήνου, με τίτλο «Από την Τήνο του Βενετού Δόγη στην Τήνο της Υψηλής Πύλης». Στο όνομα του αποθανόντα Δημάρχου Σίμου Ι. Ορφανού, ο Δήμος κυκλοφόρησε στα τέλη του 2017 την έκδοση των αποτελεσμάτων του συγκεκριμένου συνεδρίου.
Εκεί διαβάσαμε την πραγματεία του Ben J. Slot με τίτλο «To οθωμανικό defter της Τήνου του 1716 ως πηγή για τη δημογραφία και την οικονομία της», [σσ. 257 κ.ε.] που αναφέρεται σε ένα τεφτέρι που βρέθηκε στο αρχείο του Υποθηκοφυλακείου της Άγκυρας και περιέχει τον υπολογισμό των εισπρακτέων φόρων από τα νησιά της Τήνου και της Αίγινας, που πρόσφατα είχαν κατακτηθεί από τους Τούρκους.
Στον κατάλογο του συγγεκριμένου εγράφου (Πίνακας 2, γραμμή 60) βλέπουμε πως η Βωλάξ του 1716 είχε 22 οικογένειες/νοικοκυριά (χανέδες) και 5 άγαμους, με υπολογισμό 5/6 ατόμων ανά οικογένεια. Το σύνολο των εισπρακτέων φόρων ήταν 3.619 hasil [165 hasil μ.ο. φόρου ανά νοικοκυριό (hane)]. Στον κατάλογο ακολουθούν οι πάγιοι φόροι: Η Volacus (Volakuz, στα Τούρκικα) πλήρωνε 46% σε φόρους, 7% από τα αγροτικά προϊόντα των χωραφιών, 3% του κρασιού της, 37% από το μετάξι της...
Σε έναν άλλο πίνακα (Πίνακας 3, γραμμή 59) αναφέρονται τα οφειλόμενα ποσά σε ασήμ, ανά χωριό. Και εδώ: 22 νοικοκυριά και 5 άγαμοι. 165 hasil, 70 hava, 120 tapu, 60 από χοίρους, 30 από λαχανόκηπους, 6 μονάδες από συκιές (από άλλους καταλόγους βλέπουμε πως συνήθως μία μονάδα αποτελείται από δύο δέντρα, αλλά ο ερευνητής δεν γνωρίζει εάν ίσχυε αυτό και για την Τήνο). Ενώ δεν υπήρχαν καταγραφές σε κυψέλες μελισσιών και φυσικά, σε ανεμόμυλους.
Από τον κατάλογο βλέπουμε πως το χωριό ήταν μικρό έως μικρομεσαίο σε σχέση με άλλους οικισμούς. Σχεδόν όλοι οι οικισμοί που ήταν μικρότεροι δεν υπάρχουν πλέον... (Κουκουλάδος, Ναζάδος, Κουρουπάδος, Λάζαρος κ.α.). Είναι δύσκολο πάντως να κάνουμε συγκρίσεις με άλλα μέρη τις Ελλάδας (και των Βαλκανίων) καθώς η διαδικασία των φόρων δεν ήταν η ίδια, για πολλούς λόγους. Είτε κοινωνικούς, είτε παραγωγής -όσον αφορά τη γονιμότητα και τους τύπους εδάφους κ.ο.κ.
Ίσως ο Μωραΐτης να είχε δίκιο. Ο λόγος που οι κάτοικοι κρύφτηκαν στην Καλαμάν ήταν η εξαντλημένη φοροδοτική τους ικανότητα.
Τα γεγονότα αυτά έγιναν πριν 300 χρόνια. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις στη σημερινή εποχή είναι εντελώς συμπτωματική.
Στήλη: ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Tags: 1716, οθωμανοί, ιστορία, ιστορικά έγγραφα
Μοιραστείτε το