Κατά τη διάρκεια της Κατοχής η Ελλάδα τριχοτομήθηκε και υπέστησε τριπλή κατοχή: γερμανική, ιταλική, βουλγαρική. Στη Βουλγαρία παραχωρήθηκε αρχικά η ζώνη ανάμεσα στον Στρυμόνα και τον Νέστο και από τα νησιά του Αιγαίου, η Θάσος και η Σαμοθράκη. Η εντολή κατοχής διευρύνθηκε αργότερα σχεδόν σε όλη την Αλεξανδρούπολη με τους Βούλγαρους στρατιώτες να αγγίζουν περίπου τους 40.000. Η Γερμανία κατείχε τα 2/3 του νομού Έβρου, την Κεντρική και Δυτική Μακεδονία (ως τον Στρυμόνα), όλα τα νησιά του Βορείου Αγαίου (εκτός από τη Θάσο και τη Σαμοθράκη), την Αττική, την Κρήτη και από τις Κυκλάδες τη Μήλο. Η Ιταλία κατέλαβε τα Επτάνησα και όλη την υπόλοιπη Ελλάδα —ανάμεσά της και η Τήνος...
Ο Ανδρέας Π. Βιδάλης ανακάλυψε ένα σπάνιο έγγραφο που αφορά τον παππού του και μας το έστειλε!
ΟΙ ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ
Η Βουλγαρία εισήλθε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο εξασφαλίζοντας ως αντάλλαγμα την πολυπόθητη έξοδό της στο Αιγαίο. Φίλωφ και Ρίμεντροπ —παρουσία Χίτλερ— υπέγραψαν στη Βιέννη το Τριμερές Σύμφωνο της 1ης Μαρτίου 1941, όταν διαφαινόταν η παρέμβαση της Γερμανίας υπέρ της Ιταλίας στο θέμα της Ελλάδας, κάτι που νομοτελειακά θα οδηγούσε στην ήττα της τελευταίας και ταυτόχρονα θα καθιστούσε ορατό τον κίνδυνο να καρπωθεί η Γερμανία τα εδάφη της Μακεδονίας και της Θράκης.
Και ενώ η Γερμανία και η Ιταλία αναγνώριζαν ότι κατέχουν ξένο έδαφος, η Βουλγαρία διατύπωνε την άποψη ότι «απελευθέρωνε» δικές της, αλύτρωτες περιοχές. Το Τριμερές Σύμφωνο καθιστούσε τη Βουλγαρία δύναμη κατοχής και όχι πλήρους κυριότητας της επίμαχης περιοχής (ελλ. Θράκη), καθησυχάζοντας έτσι και την Άγκυρα προς τις βλέψεις της. Η οριστική διευθέτηση του θέματος μετατίθετο για το τέλος του πολέμου, παρά τις προσπάθειες της Βουλγαρίας να δεσμευτεί από την αρχή η Γερμανία με σχετικό μυστικό σύμφωνο.
Με τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα (6 Απριλίου 1941) η πρώτη κίνηση που έκανε το βουλγαρικό κράτος για να δηλώσει την παρουσία του στην περιοχή, ήταν συμβολική: υπεστάλησαν παντού οι ελληνικές σημαίες και αντικαταστάθηκαν από βουλγαρικές. Η δεύτερη ήταν διοικητική: οι ελληνικές («απελευθερωμένες» για τη Βουλγαρία) επαρχίες υπήχθησαν διοικητικά σε μεγαλύτερες βουλγαρικές και συγκεκριμένα στην Δ’ Διοικητική Περιφέρεια του βουλγαρικού κράτους.
Η περιοχή ονομάστηκε «Μπελομόριε» («Αιγιίδα»). Έδρα της ορίστηκε η Ξάνθη κι ο πρώτος διοικητής της ήταν ο Ηλίας Κοζουχάρωφ, στις 3 Μαΐου 1941. Η «Αιγιίς» διαιρέθηκε σε έντεκα επαρχίες, με μία από αυτές τη Δράμα. Από στρατιωτικής απόψεως η περιοχή χωρίστηκε σε τρεις στρατιωτικές διοικήσεις/έδρες ισάριθμων μεραρχιών: α) Σιδηροκάστρου - Σερρών και Ζίχνης, β) Δράμας - Καβάλας - Ελευθερούπολης - Χρυσούπολης - Θάσου - Ξάνθης, γ) Κομοτηνής - Αλεξανδρούπολης.
Μετά από την ολοκλήρωση της διοικητικής ενσωμάτωσης, η «ένωση» με τη Βουλγαρία κηρύχτηκε επισήμως στις 14 Μαΐου 1941. Τα δικαστήρια υπήχθησαν στη δκαιοδοσία των περιφερειακών δικαστηρίων Φιλιππουπόλεως και Κίρτζαλη. Η αντικατάσταση των Αρχών είχε στις περισσότερες πόλεις ως κοινό παρονομαστή τη βιαιότητα και τη σπουδή με την οποία έγινε. Πραγματοποιήθηκε τμηματικά το πρώτο δεκαήμερο του Μαΐου και περιλάμβανε την αντικατάσταση της χωροφυλακής και την κατάληψη των δημαρχιακών, νομαρχιακών και επαρχιακών καταστημάτων, νοσοκομείων και δικαστικών μεγάρων. Κατασχέθηκαν άμεσα τα χρηματοκιβώτια, το ταμείο, τα αρχεία… Στους υπαλλήλους ανακοινώθηκε ότι απολύονταν και ότι ως ιδιώτες πλέον, μπορούσαν να αποχωρήσουν.
Όπως μπορεί να φανταστεί κανείς, από τις πρώτες ημέρες, δεν έλειψαν ούτε οι μεμονωμένες περιπτώσεις λεηλασιών, βιασμών ακόμη και δολοφονιών. Στην Αλεξανδούπολη οι έφεδροι διατάχθηκαν να εμφανιστούν στο Φρουραρχείο, όπου ταπεινώνονταν, γυμνώνονταν και ενίοτε δέρνονταν. Παρά τα μεμονωμένα έκτροπα, οι Αρχές Κατοχής υπόσχονταν ότι οι φιλήσυχοι πολίτες δεν κιδύνευαν. Η κατατρομοκράτηση του ελληνικού λαού στηρίχτηκε στην εμφάνιση παραστρατιωτικών οργανώσεων στην περιοχή και ο βουλγαρικός στρατός, τουλάχιστον στην αρχή, ήθελε να εμφανιστεί ως κυρίαρχος της περιοχής από τη μια και ανεκτικός στον «ξένο» πληθυσμό από την άλλη.
ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ
Από τον Νοέμβριο του 1940 οι Γερμανοί, αν και εξακολουθούσαν να παρέχουν διαβεβαιώσεις έναντι της Ελλάδας, είχαν αποφασίσει να επιτεθούν εναντίον της, αφού είχαν ήδη εξασφαλίσει τη σιωπηρή συγκατάθεση της Ρωσίας. Στις 13 Δεκεμβρίου 1940 ο Χίτλερ εξέδωσε γενικές οδηγίες, στις οποίες η προβλεπόμενη επίθεση εναντίον της Ελλάδας για το Μάρτιο αναφέρεται για πρώτη φορά με το συνθηματικό όνομα «Μαρίτα». Στις 2 Μαρτίου 1941, η 12η Στρατιά (Armee-Oberkommando 12 ή ΑΟΚ 12) άρχισε να εισέρχεται στο βουλγαρικό έδαφος και στις 9 Μαρτίου οι εμπροσθοφυλακές των εμπρός Μεραρχιών είχαν φθάσει στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα.
Ο Αντρίκος, όπως τον φώναζαν όλοι, ήταν έφεδρος του 1932 και είχε ολοκληρώσει προ πολλού τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις. Εξαιτίας του Πολέμου όμως, και με δεδομένο πως οι περισσότερες Ελληνικές Δυνάμεις είχαν σταλεί στο Αλβανικό μέτωπο, του δόθηκε νέο χαρτί επιστράτευσης για να κατευθυνθεί στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, ως ενίσχυση στα οχυρά της «Γραμμής Μεταξά».
Θρυλείται πως πολλοί από αυτούς που έφυγαν από το χωριό, ακριβώς λόγω της ονομασίας του χωριού τους (Βωλάξ), στάλθηκαν στην περιοχή Βώλακα Δράμας (Καστίλο, Άγιος Νικόλαος, Μπαρτίσεβα) και μοιράστηκαν καταλλήλως στα 21 οχυρά.
Στην άνω φωτογραφία διακρίνεται ο Αντρίκος Βίδος (αριστερά) και ο αδελφός του Άγγελος, με τα ναυτικά (δεξιά).
Έναντι των ελληνικών δυνάμεων η Γερμανία είχε συγκεντρώσει στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία τη 12η Στρατιά, υπό τον Στρατάρχη Φον Λιστ. Την προκάλυψη όλου του μετώπου διατήρησαν οι Βούλγαροι με τρεις μεραρχίες τους. Την 6η Απριλίου τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν ταυτόχρονα στο ελληνικό έδαφος και στη Νότια Γιουγκοσλαβία.
Η Ελλάδα ήταν αδύνατον να κερδίσει μιαν ακόμη Αυτοκρατορία. Δεν ξέρουμε κάτω από ποιες συνθήκες, αλλά γνωρίζουμε πως κατά τη διάρκεια των επιθέσεων της 6ης-9ης Απριλίου 1941 ο Βωλακίτης Ανδρέας Βίδος (8.06.1911-3.03.1992) του Ιακώβου και της Σοφίας, πιάστηκε και κρατήθηκε αιχμάλωτος μαζί με άλλους Έλληνες στρατιώτες και στρατιωτικούς.
Σε μία ανάλογη «ενδείξη φιλίας», οι Γερμανοί, την πρώτη ημέρα ανάληψης της περιοχής από τον Βούλγαρο στρατιωτικό διοικητή Ηλία Κοζουχάρωφ (3.05.1941 - 20.10.1941), απελευθέρωσε τους Έλληνες που είχαν συλληφθεί κατά τη διάρκεια των μαχών. Οι αξιωματικοί μπορούσαν να φύγουν κρατώντας τα ξίφη τους ενώ οι απλοί φαντάροι να διασκορπιστούν ελεύθερα στα σπίτια τους.
Ανάμεσα σε αυτούς ο Αντρίκος, ο οποίος μετά από περίπου ένα μήνα αιχμαλωσίας, απολύθηκε τον Μάιο του 1941 από το Φρουραρχείον (Ortskommandantur) της Δράμας. Το Ortskommandantur (ή ΟΚ 941) είχε ιδρυθεί την 1η Ιανουαρίου 1941 στο Σαρλερουά του Βελγίου και ήταν υπεύθυνο για το Βέλγιο και τη Βόρεια Γαλλία. Στη συνέχεια, την άνοιξη του 1941, το στρατιωτικό προσωπικό μεταφέρθηκε για πρώτη φορά στα Βαλκάνια και τοποθετήθηκε στη Δράμα και στη Ρουμανία, υπό την 12η Στρατιά των Γερμανών.
Όπως είπαμε ο Αντρίκος έμεινε ελεύθερος και το καλοκαίρι του 1941 κατάφερε να επιστρέψει ταλαιπωρημένος αλλά ζωντανός, στο χωριό του.
Δέκα χρόνια αργότερα παντρεύτηκε την Άννα (07.1918 - 14.11.1993) κόρη του Ματθαίου Φυρίγου και της Μαρίας.
ΤΟ ΕΓΓΡΑΦΟ
Το (δίγλωσσο) έγγραφο σημειώνει:
Φρουραρχείον Δράμας
ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΟΝ
Ο Έλλην αιχμάλωτος
Όνομα Vidos Andreas (χειρογράφως)
Βαθμός Soldat (= στρατιώτης) (χειρογράφως)
Απολύεται σήμερον του στρατοπέδου αιχμαλώτων αναχωρών δια την πατρίδα του Athen (= Αθήνα) (χειρογράφως). Όθεν παρακαλούνται όλαι αι Γερμανικαί Στρατιωτικαί αρχαί να επιτρέψουν την επάνοδόν του, ίνα επιδοθή εις την εργασίαν του.
Δράμα, 3 Μαϊου 1941
Ο Φρούραρχος
Α.Β.
Υπογραφή (χειρογράφως)
Λοχαγός
Η πρώτη φωτογραφία αποτελεί το παρουσιαζόμενο ντοκουμέντο που «ανακάλυψε» και σκάναρε ο Ανδρέας Π. Βιδάλης.
Οι πληροφορίες για την τρίτη βουλγαρική Κατοχή (1941-1944) αντλούνται από τη μεταπτυχιακή διατριβή της Παναγιώτας Γράψα (Καλαμάτα 2018). Διάφορα στρατιωτικά στοιχεία, από το ιστολόγιο της Μονάδας Εφέδρων Καταδρομών (http://monada-efedron-katadromon.blogspot.com) και από το Λεξικό της Βέρμαχτ (http://www.lexikon-der-wehrmacht.de).
Στήλη: ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΕΓΓΡΑΦΑ
Tags: αντρίκος βίδος, κατοχή, ιστορικά έγγραφα
Μοιραστείτε το