Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!

Τα καλάμια δεν αποτελούν μόνο το βασικό υλικό για την πλέξη των καλαθιών, αλλά στο χωριό έχουν υπάρξει πιστοί φίλοι στα παιχνίδια των παιδιών, τουλάχιστον στα παλαιότερα χρόνια.

«Δεκαετία του ’70. Ο παππούς μου είχε φτιάξει ένα οπλάκι από καλάμι. Ήταν φτιαγμένο με φαρδύ καλάμι και, με κάποιες τρύπες που του είχε κάνει με το τρισέτο, του είχε περάσει καμπυλωτά μέσα του, μια καλαμόζιρα. Αυτή έπαιζε τον ρόλο της σκανδάλης έτσι όπως ήταν διπλωμένη και ήθελε να τεντωθεί… Έβαζες μέσα ένα μπαλάκι από πασχαλιά ή μια μικρή πετρούλα, ένα χαλικάκι, τράβαγες πίσω την καλαμόζιρα, σαν σκανδάλη, και όταν την άφηνες ελεύθερη, με τη δύναμη που είχε προς τα μπρος, πέταγε την πετρούλα από τη μπροστινή τρύπα του καλαμιού. Κάποια στιγμή το σχεδιάσω σε χαρτί όλο αυτό για να μην ξεχαστεί η τέχνη! [γελάει]».

 Οκτώβριος 2014, Leopold Dustal

 


«Κάποια από τα παιχνίδια μας γινόντουσαν μερικές φορές και στο πηγάδι. Πηγαίναμε εκεί μέρες που είχε πολύ ήλιο και θέλαμε δροσιά ή είχαμε βαρεθεί τα ίδια και τα ίδια. Στο πηγάδι μιλούσαμε, λέγαμε χαζομάρες, κλείναμε τις τρύπες στα κανάλια για να αλλάξει η ροή του νερού, βρίσκαμε λόγο να βρέχουμε συνεχώς τα χέρια μας βυθίζοντάς τα στις δροσερές γούρνες, πιτσιλούσαμε ο ένας τον άλλον με τα νερά να φεύγουν έξω. Κάποτε στην μπροστινή γούρνα που την είχανε για να πίνουν νερό τα άλογα και τα γαϊδούρια —και εγώ σιχαινόμουν κάπως να βουτάω το χέρι μου—, την είχαμε αδειάσει από το νερό της με ένα τενεκεδάκι που υπήρχε εκεί κοντά. Και επειδή μας είχαν φωνάξει πιο παλιά, ανησυχούσαμε μετά από το άδειασμα, μήπως και δεν γεμίσει γρήγορα και έχουμε πάλι φωνές. Λοιπόν με τον Δημήτρη φτιάξαμε κάποτε πλοιαράκια από καλάμι και τα βάζαμε να ταξιδεύουν σε εκείνη τη γούρνα. Ο Δημήτρης ήταν δεν ήταν 6-7 χρονών. Είχα σχίσει δυο μεγάλα καλάμια —αυτά τα κλέβαμε από τις αυλές των χωρικών που τα άφηναν εκεί για να πλέκουν καλάθια τους. Πέρναμε τα πιο φρέσκα, κάτι μεγάλα λευκά, σχεδόν πράσινα, τόσο φρέσκα. Για το σκαρί των πλοίων είχα κόψει την άκρη τους 20-25 πόντους, αυτό θέλαμε, δεν χρειαζόταν παραπάνω. Τα καθαρίσαμε καλά και μετά τα έσχισα στη μέση με ένα από τα παλιά τρισέτα που είχε ο παππούς στο μπαντιερόνι. Με κάποιο τρόπο βάζαμε στο σκαρί και μια λεπτή καλαμόζιρα για να γίνει κατάρτι, και μόλις είχαμε έτοιμα τα πλοία μας τα ρίχναμε στο νερό, στη μπροστινή γούρνα. Όμως επειδή αυτά είχαν στενό σκαρό, δεν μπορούσαν να κρατηθούν όρθια και έπεφταν μια από εδώ και μια από εκεί. Τι να κάνουμε, τι να κάνουμε, σκεφτήκαμε και βάλαμε κάποια κομμάτι από τραπουλόχαρτο —στο συρτάρι της γιαγιάς είχε τις χαλασμένες τράπουλες, αυτές που τους έλειπαν χαρτιά και δεν μπορούσαν να παίξουν οι άντρες. Τα βάζαμε στην καρίνα του πλοίου [γελάει] και δεν έπεφταν πια το πλοία μας. Πόσα τέτοια είχαμε φτιάξει με καλάμια… Εύκολα τα έφτιαχνες. Το πιο δύσκολο ήταν να τα βάλουμε στις γούρνες γιατί όλοι μας φώναζαν πως λερώνουμε το νερό, το “χαλάμε” και δεν θα θέλουν να πιουν τα ζώα. Ή πως βρέχαμε τελείως το πηγάδι και θα “γλυστρήσει κανείς”! Αυτό το θα ”γλυστρίσετε” το είχα ακούσει εκατοντάδες φορές αφού, επί τούτου, δοκιμάζαμε να δούμε πόσο γλυστράει πια! Θυμάμαι τον Άκη να κάνει δήθεν πατινάζ στο σημείο που ήταν πράσινο κάτω από την υγρασία, δίπλα στο πρώτο σκαλί. Πολλά γέλια...»

Σεπτέμβριος 2009, Leopold Dustal

 

«Ένα καλοκαίρι που είχα έρθει στο χωριό —παιδί του δημοτικού τότε—, με είχε δει ο Μάρκος και μου είχε φτιάξει μια “ζαμπούνα” από καλάμι. Την είχα για να σφυρίζω τριγυρνώντας το χωριό. Ωραία χρόνια. Υπάρχει πιθανότητα να έχω κρατημένη αυτή τη ζαμπούνα σε ένα συρτάρι, στο πατρικό μου σπίτι. Θα το κοιτάξω με την πρώτη ευκαιρία».

Απρίλιος 2021, Ανδρέας Βιδάλης

 

«Εκεί, στα 12-13, φτιάχναμε μπαστούνια με καλάμια για τις εξερευνήσεις μας στα βουνά και στα βράχια, μαγκούρες τις λέγαμε. Καθαρίζαμε τα καλάμια πάρα πολύ καλά να μην έχουνε ρόζους και να φαίνονται καθαρά. Εγώ έκανα κάποιες χαραγματιές με ένα μαχαιράκι —“τη σουγιά”, που έλεγε η γιαγιά— για να ξέρουν όλοι ότι αυτό το μπαστούνι ήταν δικό μου... Ο ξάδερφος είχε ανοίξει τρύπα και είχε περάσει ένα κορδόνι για να μπορεί να βάζει τον αντίχειρα και μην του φεύγει το καλάμι από το χέρι. Ήταν ευφάνταστος σε κάτι τέτοια, είχε ωραίες ιδέες. Μετά μάλλον έγινε κάπως ανταγωνιστικό όλο αυτό, αλλά έτσι είναι τα παιδιά. Άλλος το ζωγράφιζε σε κάποιο σημείο του, το προσωποποιούσε για τις ανάγκες του. Εγώ έβαζα φτερά από άγρια πουλιά που έβρισκα στα χωράφια, κάτι μαύρα από κοράκια, αυτά μου άρεσαν. Φοβερά μπαστούνια! Τι καλλιτεχνικές ανησυχίες είχαμε... Μπαστούνια όμως που κρατούσαν ένα χρόνο, το πολύ. Τα αφήναμε εκεί, στο σπίτι, και το επόμενο καλοκαίρι που πηγαίναμε στο χωριό να τα πάρουμε, τα καλάμια είχαν μαυρίσει, είχαν ξεραθεί. Και ξαναφτιάχναμε άλλο μπαστούνι, από την αρχή, όμορφο και γερό, να φωτίζει τις νύχτες και να λάμπει το πρωί!»

Σεπτέμβριος 2009, Leopold Dustal

 

Υπήρχε μια εποχή που τα παιχνίδια τα φτιάχναμε μόνοι μας! Μέρος του παιχνιδιού ήταν να το φτιάξεις και αυτό... Όποιος θυμάται τέτοια παιχνίδια —όμως παιχνίδια που είχαν φτιαχτεί με καλάμι—, ας μας γράψει. Ήρθε η ώρα να φέρουμε στο φως πράγματα που μπορεί να μην έχουν ειπωθεί, αλλά σίγουρα δεν έχουν ξεχαστεί...

Μοιραστείτε το