Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!
Oι δυνατοί του χωριού

Είναι γνωστός ο θαυμασμός των αρχαίων Ελλήνων για την ισχύ, το σθένος, τη ρώμη. Η απόδειξη της υπεροχής των παλαιότερων με την εκσφενδόνιση ογκόλιθων απαντά ήδη, στην Ιλιάδα [Ε 302 κ.ε., Μ 381 κ.ε., Υ 285 κ.ε.] ενώ, η επίδειξη της ανθρώπινης δύναμης μέσω της άρσης βαρών (σήκωμα λίθων, σήκωμα σάκων γεμάτων άμμο κ.λπ.) καταγράφεται από τα πανάρχαια χρόνια.

Οι Έλληνες απέδιδαν στους κορυφαίους των δυνατών θαυμασμό και τιμές ημίθεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν ο Μίλων ο Κροτωνιάτης, παλαιστής από την Mεγάλη Eλλάδα, του οποίου τα κατορθώματα εξυμνεί ο Παυσανίας στα Ηλιακά του. [Παυσανίας 6.14.5-8] Πιο δυνατός από τον Mίλωνα ο Τίτορμος ο Αιτωλός, που όπως αναφέρει ο Αιλιανός σήκωσε και μετέφερε σε απόσταση οκτώ οργιών έναν τεράστιο λίθο, τον οποίο ο Μίλων μόλις που κατόρθωσε να τον μετακινήσει. Όταν μάλιστα είδε τον Τίτορμο να μεταφέρει τον λίθο, ο Μίλων κοίταξε τον ουρανό και αναφώνησε: «τω Ζευ, μη τούτον Ηρακλή ημίν έτερον έσπειρας;» (= Δία, μήπως μας έστειλες τον άλλο Ηρακλή;).

Στο Πελόπιο του νομού Ηλείας βρέθηκε ψαμίτης λαξευμένος λίθος του 7ου αι. π.X., βάρους 143,5 κιλών, που εκτίθεται σήμερα στο αρχαιολογικό μουσείο της Ολυμπίας. Στον λίθο αυτόν είναι χαραγμένη η επιγραφή «Βύβων τ' ετέρει... χερί υπέρ κεφαλάς υπερέβαλε το όφοια», (= Ο αθλητής Βύβωνας με ανύψωσε με το ένα χέρι επάνω από το κεφάλι του!) Με το ένα χέρι κανένας σύγχρονος αθλητής της άρσης βαρών ή οποιουδήποτε άλλου αθλήματος δεν έχει καταφέρει να σηκώσει τόσα κιλά. Ούτε καν αλτήρα, πόσο μάλλον πέτρα που είναι ασύγκριτα πιο δύσκολο εγχείρημα.

Στις Κυκλάδες, κατ' εξοχήν πετρώδης τόπος, ο θαυμασμός γιι όσους είχαν δύναμη και σήκωναν πέτρες χάνεται στα βάθη της ιστορίας. Επίδοση που ακούγεται απίστευτη για τις γνωστές ανθρώπινες δυνατότητες είναι αυτή η οποία καταγράφεται σε ογκώδη λίθο, βάρους 480 κιλών (!) που βρέθηκε στη Σαντορίνη. Σύμφωνα με την επιγραφή που είναι χαραγμένη στην τεράστια αυτή ηφαιστειακή πέτρα, ο αθλητής Ευμάστας τη σήκωσε από το έδαφος. («Ευμάστας, γιος του Κριτόβολου, ήρε μου στα ανοικτά της γης!»)

Στη Νάξο του 1890, ένας γέροντας βοσκός διηγήθηκε αυτή την ιστορία: «Του παλιού καιρού οι άνθρωποι δεν ήτανε σαν τσι σημερνοί. Ήτανε αντρειωμένοι, κι εμπορούσν να σηκώσουνε με το 'να τους χέρι αυτό το χάλαρο και να τονε σβουρίξει να πάει ωσπού θωρεί το μάτι σου. Η ανθρωπότη, παιδί μου, αχάμνισε. Η συχωρεμένη η λαλά μου μού λέενε το πως θε να' ρθει ένας καιρός να γίνουνα οι άνθρωποι τόσοι μικροί, που να ανεβαίνουνε στη ροβιθιά να τινάζουν τα ροβίθια». [Νικόλαος Γ. Πολίτης, Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του ελληνικού λαού - Παραδόσεις, τ. Α, αρ. 95]

Σε πολλά νησιά έξω από τις εκκλησίες υπήρχαν τα δοκίμια (Δοκίμιν < αρχ. δοκίμιον, μεσν. δοκίμι, κυπρ. διτζίμιν· δοκιμαστικό βαρύ λιθάρι). βλ. «Tο δικίμι της Aγάπης» (τρόπος ελέγχου και μέσο δοκιμής χειροπιαστό· κείνος που θα σηκώσει το λιθάρι θα γίνει άξιο ταίρι της κόρης των δημοτικών παραλογών). Σε μερικές αυλές παλαιών εκκλησιών της Kύπρου μπορεί κανείς και σήμερα να δει κάποιο διτζίμιν· όποιος το έσερνε «του νώμου του» (το σήκωνε δηλαδή ως τον ώμο του) λογαριάζονταν ανάμεσα στα πρώτα παλικάρια. Aλλά και αήμερα οι νέοι, σ' εκκλησιές όπου έχουν διμίτζιν, δοκιμάζουν τη δύναμή τους στα παιχνίδκια της Λαμπρής (Kυριακή και Δευτέρα του Πάσχα). [Kυριάκος Xαραλαμπίδης, Δοκίμιν, Άγρα 2000]

Στη Σύρο του 1865 διαβάζουμε: «Απ' όξω από τις δυο εκκλησιές της Απάνω Σύρας είναι δυο μυλόπετρες λιοτριβειών. Αυτές, οι παλαιοί Έλληνες τις έριχναν μακριά όταν έπαιζαν το λιθάρι». [Πανδώρα, τ. ΙΣΤ', φ. 366, 15.06.1865]

Oι γεροντότεροι της Bωλάξ θυμούνται ιστορίες με τα παλικάρια του χωριού να διαγωνίζονται σηκώνοντας δοκίμια ή εκσφενδονίζοντας, όσο πιο μακριά μπορούσαν, μεγάλες πέτρες («Κάνανι τς παληκαράδις κι παραβγαίνανε για το ποιος είν' ο πιο δυνατός»). Iστορίες με πρώτα παλικάρια τον Mπρούνο και τον Tαζέλο, υπάρχουν αρκετές. O κίνδυνος ήταν μεγάλος αν κάποιος «δεν έβαζε καλά σκαριά»· υπήρχε πιθανότητα ο βράχος να μαγκώσει χέρια ή πόδια.

Ο θρυλικός Μίλων, στον οποίο αναφερθήκαμε παραπάνω, πέθανε όταν κατά την διάρκεια μιας βόλτας του στο δάσος είδε έναν κορμό δέντρου που είχαν αφήσει οι ξυλουργοί με σφήνες και μη μπορώντας να αντισταθεί στην πρόκληση να δοκιμάσει τη δύναμή του, τελειώνοντας την δουλειά που άφησαν στην μέση, προσπάθησε να τον σχίσει με τα γυμνά του χέρια. Κατά την προσπάθειά του όμως, οι σφήνες γλίστρησαν και τα χέρια του πιάστηκαν στον κορμό και τον εγκλώβισαν εκεί. Όταν νύχτωσε τον κατασπάραξαν οι λύκοι... [Παυσανίας, http://el.wikipedia.org]

O Φραγκιάς Ζαλώνης του Πέτρου πρέπει να ήταν το τελευταίο θύμα του χωριού από αυτές τις παλικαριές: σακατεμένος γύρναγε στα στενά της Bωλάξ, μέχρι τα γεράματά του, δεκαετία του '50, με σπασμένα πλευρά και πόνους στο στήθος, δίχως να μπορεί να δουλέψει στα χωράφια όπως οι υπόλοιποι.«Ήπισιν επάνου τ' ολόκληρου καχ'» (καχ' = πέτρα μεγάλη). [Γεώργιος I. Δώριζας, Tο γλωσσικό ιδίωμα της Tήνου με λέξεις και φράσεις, β' έκδοση, Eρίννη 2004]

Ένα άλλο παιχνίδι που τόνιζε τις ικανότητες των νέων ήταν και οι ψουρίγκες. Ψουρίγκες έλεγαν το ανέβασμα στους δύκολους βράχους γύρω από το χωριό. Τα σκαρφαλώματα χωρίς κάποιο βοηθητικό μέσο, παρά μόνο με τα χέρια και τα πόδια, σε δύσκολα και μεγάλα βράχια. Αυτό ήταν κάτι που ανέπτυσσε τη γενναιότητα και την ικανότητα προσαρμογής στις δύσκολες συνθήκες. Ήθελε δύναμη στα χέρια, υψηλή συγκέντρωση, σωστές κινήσεις και καλή τεχνική.

Οι γεροντότεροι κάτοικοι έχουν διηγηθεί πως έπαιζαν ψουρίγκες πριν από τον πόλεμο του '40. Μετά, το «άθλημα» έσβησε, γιατί οι νέοι έβαλαν επάνω απ' όλα την επιβίωσή τους. Οι περισσότεροι συμφωνούσαν πως το καλύτερο μέρος για το παιχνίδι αυτό ήταν «τα βράχια πίσω από τον Κακάλα» (Εκτιμώ πως εννοούν τη συστάδα βράχων πίσω από το σημερινό σπίτι του Λουδοβίκου, το σύμπλεγμα που τα παιδιά της δεκαετίας του '80 ονόμαζαν «Γαλάζιο Όρος»).

Για την μεταφορά: mix_06.2015

Μοιραστείτε το