Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!

Από τις πρώτες πρωινές ώρες στα χωράφια και στα ζώα μέχρι το βαθύ απόγευμα οι κάτοικοι του χωριού δούλευαν ασταμάτητα. Μερικές φορές –κυρίως τον χειμώνα– φτιάχνοντας καλάθια και για να μη νιώθουν μοναξιά, τραγούδαγαν «για να περάσει η ώρα». Το καλοκαίρι όμως, που έβγαινε το γλυκό φεγγάρι, οι οικογένειες μεταξύ τους, οι παρέες με το ρακάκι τους και οι νέοι για τις κοπέλες του χωριού τραγούδαγαν και πέρναγαν πολύ όμορφα...

Η βωλακίτικη κοινωνία ήταν σχετικά εσωστρεφής. Έτσι, το τραγούδι (δεν θα αναφερθούμε σ' συτό το άρθρο για τα εκκλησιαστικά λατινικά άσματα που έψαλλαν οι κάτοικοι στην εκκλησία) και οι χοροί συνδέονταν με την κοινωνική και πολιτισμική αναπαραγωγή τους. Το χωρίς όργανα τραγούδι αποτελούσε μέρος της διαδικασίας καταξίωσης, αποδοχής αλλά και μύησης στο αξιακό τους σύστημα. Σ' αυτό αποσκοπούσε η υποχρέωση όλων να λάβουν μέρος στο τραγούδι. Αν κάποιος δεν τραγούδαγε του έλεγαν: «Γιατί δεν τραγουδάς; Τι έχεις;» ή τον παρότρυναν να τραγουδήσει και αυτός («Άντε ρε Μάρκο!»)

Η μουσική ζωή στο νέο Ελληνικό κράτος

Στο χωριό δεν υπήρχε κανένα μουσικό όργανο μέχρι και το τέλος του δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Μόνο στα διάφορα πανηγύρια, στις σημαντικές γιορτές του έτους, στις απόκριες και στους γάμους ερχόντουσαν κάποιοι βιολιστές και λαουτιέρηδες από τις γύρω περιοχές. Αν ξεκινήσουμε από πιο παλιά για να δούμε ότι στα αστικά κέντρα της Ελλάδας, δεν υπήρχε πλήθος μουσικών οργάνων. 

Ένα μικρό χρονικό-αναδρομή για τα πρώτα χρόνια μετά το 1821 και την τότε πρωτεύουσα της χώρας, το Ναύπλιο, μας δίνει ο Γ. Β. Τσονόπουλος: «Ευρισκόμεθα εις τα πρώτα έτη της εθνικής αποκαταστάσεως. Οι Τούρκοι απήλθον της Ελλάδος και το έθνος [...] καταρτίζεται ήδη εις μικράς κοινωνίας. [...] Η πρώτη τοιαύτη κοινωνία επήχθη εις το Ναύπλιον πέριξ της προσωρινής αντιβασιλείας και κατόπιν της πρώτης Αυλής. Δεν είναι ακριβώς γνωστόν, αλλά δεν χρειάζεται και πολλή μαντική δύναμις διά να μαντεύση τις, ποία ήτο η μουσική ανάπτυξις των χρόνων εκείνων. Οι ραγιάδες δεν έψαλλον ποτέ και η μουσική εν γένει ήτο δικαίωμα και απόλαυσις των δεσποτών. [...] Μετά την απελευθέρωσιν επεκράτει ακόμη το βαρύ και συρτόν και αποχαυνωτικόν άσμα του τούρκου δυνάστου. Εις τον άχαριν και άκομψον ήχον του ετονίσθησαν και τα πρώτα λυρικά τραγούδια του ελευθέρου ήδη λαού. Προ ολίγων ετών ήκουσα εις το Ναύπλιον εκατοντούτη γέροντα (σσ. συνεπώς γεννημένος πριν τον απελευθερωτικό αγώνα) ψάλλοντα έν άσμα της εποχής του, το οποίον μολονότι διά των λέξεων ηξίου να κεντήση την ευθυμίαν, διά του ήχου έφερε τα δάκρυα εις τους οφθαλμούς. Του άσματος εκείνου ενθυμούμαι την πρώτην στροφήν: Άνοιξε αμάν / άνοιξε κουζούμ / άνοιξε βαρελάκι. Λυπούμαι δε ότι δεν δύναμαι εδώ να αναπαραστήσω και την μουσικήν του [...]. Εις το Ναύπλιον εγένοντο αι πρώται εκτελέσεις μουσικής, εις οικίας εννοείται. Τρία βιολιά είχε τότε όλη η πόλις, αυτά δε, με έν ή δύο ακόμη, τα οποία υπήρχον εις τας Πάτρας, ησαν τότε ολόκληρος η μουσική οργανική αποθήκη της Ελλάδος. Διεσώζετο όμως, μέχρι εσχάτων εν Ναυπλίω γέρων τις, ο οποίος με μίαν λύραν πεντάχορδον, κρητικής κατασκευής και μη τελειοποιημένην, ήτο η γενική ορχήστρα του Ναυπλίου, η απαραίτητος δια πάσαν διασκέδασιν, δια τους γάμους, δια τας βαπτίσεις, δια τας εσπερίδας, δια τους χορούς». 

Η τελική επιλογή της Αθήνας ως πρωτεύουσας του νέου κράτους (1834) μετέφερε εκεί την μουσική κίνηση αλλά και στο επίνειο του Πειραιά. Στη νέα πρωτεύουσα, την κατεστραμμένη κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα, δεν υπήρχε ούτε ένα μουσικό όργανο. [Παναγιώτης Κουνάδης, Τα ρεμπέτικα - Ένα ταξίδι στο λαϊκό αστικό τραγούδι των Ελλήνων, τόμος 4, 2010] Το 1838 δημιουργείται από Βαυαρούς το πρώτο μουσικό στέκι στην Ιερά οδό, το εξοχικό καφενείο-μπυραρία που ονομαζόταν Το Πράσινο Δεντρί. Αυτοσχέδιες μουσικές ομάδες Βαυαρών έπαιζαν εκεί γνωστά κομμάτια της πατρίδας τους ενώ, ο Όθωνας έφερε μαζί του εξαρχής δύο στρατιωτικές μπάντες, του πεζικού και του ιππικού. 

Οι κάτοικοι της πρωτεύουσας είχαν μεγαλώσει με τα δημοτικά ηρωικά τραγούδια και αυτά τραγουδούσαν τις πρώτες δεκαετίες της νέας περιόδου. Εκτός αυτών, το μόνο άλλο είδος που αντηχούσε ήταν ο αμανές:

«Ο πλήρης μεν πάθους, αλλά μονότονος "αμανές", ο επί σεράν αιώνων μιάνας την ατμόσφαιραν της Ελλάδος και αποδιώξας και διαφθείρας την γνησίαν Ελληνικήν μουσικήν, είχε προσηλυτίσει πολλούς εκ των Ελλήνων. [...] Η ευρωπαϊκή μουσική, η μουσική της μελωδίας και της αρμονίας, δεν ηκούετο πουθενά» [Θεόδωρος Συναδινός, Ιστορία της Νεοελληνικής μουσικής 1824-1919, σελ. 5]

Ενδιαφέρουσα πηγή πληροφοριών για την περίοδο εκείνη αποτελούν και τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούνταν. Εντοπίζονται σε κείμενα και γκραβούρες, ξεκινώντας από το Ελληνόπουλο των νησιών του Αρχιπελάγους που παίζει ταμπουρά [γκραβούρα από γαλλικό βιβλίο, 1714]

Η μουσική στην Τήνο

Ο εθνολόγος Αλέκος Φλωράκης πιστεύει ότι επειδή η Τήνος για τρακόσια χρόνια δε βρισκόταν κάτω από τον τουρκικό ζυγό είχε η μουσική της ευρωπαϊκές επιρροές. Όμως, μια κοινωνία που υποδεχόταν πολλούς πολιτισμούς και είχε ανοιχτή επαφή δια θαλάσσης με την Πόλη, την Σμύρνη και γενικότερα με την καθ' ημάς Ανατολή είχαν σαν αποτέλεσμα την μεγάλη αποδοχή και αγάπη προς τα τραγούδια ανατολίτικου ύφους και τον αμανέ ειδικότερα, πόσω δε μετά την αθρόα εισροή προσφύγων το 1922.

Ο Αντρίκος και ο Κακάλας ήταν από αυτούς που τους άρεσαν και τραγουδούσαν με επιτυχία μανέδες στη Βωλάξ. Γνωστός περιπλανόμενος καλλιτέχνης ήταν και ο γερο-Καλιούπας (από τον Φαλατάδο;) ο οποίος γνώριζε βιολί και τραγούδαγε με την βροντερή φωνή του επιτυχημένους αμανέδες της εποχής.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1880 το φαινόμενο παίρνει ευρείες διαστάσεις και ως τα τέλη του αιώνα υπάρχει πλήρης επικράτηση αυτού του είδους. Ο Γεώργιος Δροσίνης γράφει στο άρθρο του "Τρεις μέρες εν Τήνω", [εφ. Εστία, 1883]για τα μουσικά δρώμενα στα καφέ αμάν της Τήνου:

«Οι άνδρες ροφώσι μακαρίως ναργιλέν, και μόνον επί μιας τραπέζης φαίνεται αποστίλβων εντός ποτηρίων ο ερυθρός οίνος της Τήνου, θαυμάσιος δια το άρωμα αυτού, βαρύνων όμως τον νουν ως οινόπνευμα. Περί την τράπεζα ταύτην κάθηνται δέκα άνθρωποι, εν οις δύο μουσικοί, ο μεν βιολιντζής ο δε λαγουτιέρης ανακρούοντες ανατολικήν μελωδίαν. Εξομολογούμαι την μουσικήν μου αμαθίαν, ουδενός μουσικού συνθέτου την αρμονικήν γλώσσαν εννοώ και αισθάνομαι τόσον, όσον τας ηδυπαθείς, τας μαλθακάς εκείνας ανατολικάς μελωδίας, αίτινες μονοτόνως κελαρύζουσαι επί των γλυκυτάτων φωνών της έκτης και της έβδομης θέσεως του βιολίου, φαίνονται ως υποδηλούσαι όλα τα απόρρητα των ασιατικών σεραγιών: τους ερωτικούς στεναγμούς, τα γλυκύτατα σορμπέτια, τα περιπαθή δάκρυα, τας ευώδεις καπνοσύριγγας και τα μεθυστικά φιλήματα των Ουρί. Και μάλιστα όταν ο εμπειρικός καλλιτέχνης, ο βιολιντζής αυτός, σύρων το τόξον επί των χορδών εν αμιμήτω τέχνη [...] αναδίδει ήχους υποτρέμοντας ως φθόγγους υπερτάτου πάθους, αισθάνομαι αυτούς δίκην οξυτάτων αιχμών εισχωρούντας εν τη καρδία και μεταδίδοντας εκεί ισχυρόν το ρίγημα της συγκινήσεως και της μέθης...» 

Tα ρεμπέτικα

Ο αμανές ήταν ζυμωμένος μέσα στις λαϊκές τάξεις γιατί τα δίστιχα των μανέδων αποτελούσαν, στη συντριπτική τους πλειονότητα, κραυγές απόγνωσης και πάθους, όχι μόνο ερωτικές αλλά και προερχόμενες από τις δύσκολες –έως άθλιες– συνθήκες ζωής. Πολλοί τραγουδιστές που πέρασαν ή γεννήθηκαν [1] στη Τήνο ασχολήθηκαν με το τραγούδι που σήμερα το ονομάζουμε ευρύτερα ως ρεμπέτικο. 

Δύο σημαντικοί ρεμπέτικοι δίσκοι 78 στροφών, των αρχών της δεκαετίας του '30, βρίσκουμε σε σπίτι του χωριού:

Ελένη, Ελενάρα μου (από δίσκο 78 rpm)

α. Ελένη Ελενάρα μου (Pathe X-80155), 1930
Σύνθεση: Αντώνης Νταλγκάς (Διαμαντίδης) / Ερμηνεία: Γρηγόρης Ασίκης
Ένα τραγούδι που είχε 5 εκτελέσεις μέσα στη δεκαετία, δείγμα ότι είχε μεγάλη επιτυχία. Στο τέλος του τραγουδιού ακούγεται ένας όμορφος μανές:

       [...]
       Τη μάνα σου τη μάισσα
       θα 'ρθω να την μεθύσω,
       να πέσει ν' αποκοιμηθεί
       να σε γλυκοφιλήσω.

       Για να σου πω τον πόνο μου
       Ελένη ζηλεμένη μου
       πο' 'χω στα σωθικά μου
       και καίει την καρδιά μου.


Ντερμπεντέρισσα του Ψυρρή (Pathe X-80155), 1930
Σύνθεση: Αντώνης Νταλγκάς (Διαμαντίδης) / Ερμηνεία: Γρηγόρης Ασίκης

β. Η νέα χήρα (Odeon Ελλάδος, GA-1574), 1931
Σύνθεση: Ιάκωβος Μοντανάρης / Ερμηνεία: Ρόζα Εσκενάζυ
Ο δεύτερος δίσκος, σε Ελληνική εταιρία, ίσως της κορυφαίας τραγουδίστριας των Ρεμπέτικων, Ρόζας Εσκενάζυ.

Κακούργα Πεθερά (από δίσκο 78 rpm)

Κακούργα πεθερά (Odeon Ελλάδος, GA-1574), 1931
Σύνθεση: Ιάκωβος Μοντανάρης / Μουσική: Μάρκος Βαμβακάρης / Ερμηνεία: Ρόζα Εσκενάζυ, Ζαζ. Κασιμάτης
βλ. παρακάτω ιστορία

Αναφορές, για εκείνα τα χρόνια, έχουμε και στο διπλανό χωριό του Σκαλάδου από τον π. Ρόκκο. Το μεταφέρουμε για να έχουμε την αίσθηση της εποχής: «O Mπάρμπα-Αλέκος, κρατώντας ψηλά ένα μπουκάλι κρασί, έλεγε με το χαρακτηριστικό του χιούμορ: "Ηυτό του μπουκάλ' έχ' μέσα τριώ λουγιώ τραγούδια: πάνου-πάνου τραγ΄δάκια, στα μ'σά καντάδις κι κάτου-κάτου αμανέδις!" Ένας, μάλιστα, αμανές για το κρασί, που τον έλεγαν με πολύ μεράκι και πολλά "αμάν", ήταν και αυτός: 

       "Αμάν, αμάν! Ένα σκολήκι ψόφιο
       το πίνω και με πίνει.
       Να το σκοτώσω δεν μπορώ,
       Να φύγω δεν μ' αφήνει!

       Αμάν! Αμάν!"» 
[π.Μ. Φώσκολος-π. Ρ. Ψάλτης, Το χωριό και η ενορία Σκαλάδου Τήνου, Αθήνα 2009, σελ. 128]

Τα γραμμόφωνα

Είναι προφανές ότι όσο πιο αστική ήταν η κοινωνία τόσο μεγαλύτερες ήταν η ευρωπαϊκές επιρροές. Έτσι, την πρώτη εμφάνιση γραμμοφώνου στις Κυκλάδες, την είχαμε στην Σύρο στα τέλη Ιουνίου του 1905: «Από της παρελθούσης εβδομάδος έκαμε την εμφανισίν του εις την πόλιν μας εν ωραιότατον και πολύ δυνατόν γραμμόφωνον το οποίο εμφανίζεται μόνον το εσπέρας εν τοις ξενοδοχείοις και μετά εν τη πλατεία. Παίζει δε πολλά και πολύ ωραία κομμάτια από μελοδράματα άτινα ευχαριστούσιν τους φιλομούσους Συριανούς μας». Το γραμμόφωνο αυτό είχε τη λογική του κατοπινού juke-box. Διάλεγες από τις πλάκες το τραγούδι που σου άρεσε και πλήρωνες για να το ακούσεις: «Το δε δισκάκι του πάντοτε είναι πλήρες από πεντάρες». [Εφ. Ήλιος, 1.07.1905]

Μέχρι και την δεκαετία του '30, δεν υπήρχε κανένα όργανο στο χωριό που να παράγει μουσική, είτε αυτό ήταν μουσικό όργανο είτε γραμμόφωνο. Ραδιόφωνα δεν υπήρχαν ακόμη γιατί δεν είχε φτάσει ο ηλεκτρισμός (η ιδέα του γενικού εξηλεκτρισμού στα Πάνω Μέρη γεννήθηκε το 1955, αλλά μόλις στις 6.08.1966 επετεύχθη!) [1] αλλά και λατέρνα δεν θυμάται κανείς χωρικός να πέρασε από τη Βωλάξ.

Ο πρώτος που έφερε γραμμόφωνο στα Πάνω Μέρη ήταν, περί το 1930, ο Νικόλαος Βερδάρης από το Καμάρι και ο Νικόλαος Σιγάλας στον Κουμάρο. [Απόστολος Μωραϊτης, Δήμος Σωσθενίου Τήνου, σ. 373] Το πρώτο γραμμόφωνο στο χωριό πρέπει να το είχε ο Μπρούνος στα τέλη της δεκαετίας του '30 [2] και το οποίο έπαιζε μόνο σε διάφορες γιορτές. Το δεύτερο γραμμόφωνο του χωριού αγοράστηκε το 1943 από τον Γιώργο τον Μάγγο από κάποιο συριανό σπίτι, με ανταλλαγή κηπευτικών προϊόντων. 

Μέσα στον πόλεμο του '40 οι συριανοί αστοί είχαν μεν πλούσια σπίτια με πολλά βιβλία και βαριά έπιπλα, δεν είχαν όμως πρόσβαση σε βασικές τροφές για τα προς το ζειν. Η φτώχεια και η ανέχεια τους έκανε να ανταλλάξουν τα βαριά τους έπιπλα για λίγες ντομάτες ή όξυνης ποιότητας λάδι...

Φυσικά, μαζί με το γραμμόφωνο υπήρχε και μια παρτίδα δίσκων 78 στροφών με μεγάλες επιτυχίες της εποχής, και οι οποίες μας δείχνουν την μουσική που άκουγαν –μεταξύ άλλων– οι κάτοικοι του χωριού. 

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα τραγούδια που άκουγαν οι κάτοικοι του χωριού (είτε μέσα από τους δίσκους είτε από αυτά που μάθαιναν οι ψυχοκόρες από την εποχή που δούλευαν στα καλά σπίτια της Αθήνας και της Πόλης) ήταν όχι τόσο τα λαϊκά αλλά μάλλον της μέσης αστικής τάξης σαν αυτά που παιζόντουσαν στα Επτάνησα ή την Σμύρνη. Ο Αρώνης περιγράφει αυτά τα τραγούδια: «Παρμένα ή επηρεασμένα από τη μουσική της Ιταλίας και της Μεσευρώπης, ναπολιτάνικα, ρουμάνικα, ουγγαρέζικα. Χαρούμενα και πεταχτά, τα περισσότερα, προσαρμόζονται, αισθητικά στην τεχνική και τους εκφραστικούς τρόπους της Δύσης και συνοδεύονται από μουσικά όργανα που τα διαφοροποιούν, ακόμη παραπάνω, από τα καθαυτό τραγούδια του λαού». [Ν. Χ. Αρώνης, Εφ. Μικρασιατική Ηχώ, 1970]

Πολλά από τα τραγούδια ήταν στη λογική της καντάδας, μελωδικά κι ευχάριστα. Καντάδες ήταν οι σερενάτες της μεσαίας τάξεως, τραγούδια που τα τραγουδούσαν όταν έδυε ο ήλιος και που κυριάρχησαν στα Επτάνησα. Τα τραγούδια αυτά αντηχούσαν θέματα όπως η αγάπη, τα άνθη, γενικότερα η φυσική ομορφιά με τη θάλασσα και η αθωότητα του ερωτικού καλέσματος. Άλλα πάλι «έβλεπαν» τις κοσμικές χαρές, όπως το κρασί, και τις λοιπές επίγειες ηδονές.

Ο πόνος που έβγαζαν οι αμανέδες βρισκόταν και σ' αυτά τα τραγούδια. Έχουμε βρει δίσκο 78 στροφών (Odeon 101263) με Το γελεκάκι (σε στίχους του Κεφαλλονίτη Γιάννη Θεοδωρίδη και μουσική του Σπύρου Ολλανδέζου):

Το γελεκάκι
        Το γελεκάκι που φορείς
        εγώ στο ’χω ραμμένο
        με πίκρες και με βάσανα
        τό 'χω φοδράρισμένο

        ’Αντε το μαλώνω το μαλώνω
        άντε κ’ ύστερα το μετανοιώνω
        άντε το μαλώνω και το βρίζω
        άντε την καρδούλα του ραγίζω

        Φόρατο μωρό μου, φόρατο μικρό μου
        γιατί δε θα το ξαναφορέσεις άλλο πια
        Φόρατα για νά 'σαι, για να με θυμάσαι
        για μετάξι έχω τα σγουρά σου τα μαλλιά.

Τα τραγούδια

Οι Βωλακίτες μαζεύονταν αργά το απόγευμα (βράδυ για τα δεδομένα της εποχής) και τραγουδούσαν διάφορες καντάδες όπως το Απόψε, την κιθάρα μου:

       Απόψε, την κιθάρα μου
       Απόψε, την κιθάρα μου, τη στόλισα κορδέλες
       και στα καντούνια περπατώ, για τσ' όμορφες κοπέλες

       Απόψε, να μην κοιμηθείς, παρά να καρτερέψεις
       ν' ακούσεις την κιθάρα μου, και έπειτα να πέσεις

       Για σε, τα γιούλια μάζεψα, για σε και τ' άλλα τ' άνθη
       απόψε σ' ονειρεύτηκα, κι ο ύπνος μου εχάθη


Βλέπουμε ότι τα επτανησιώτικα τραγούδια είχαν μεγάλη πέραση, όπως το παιδικό ποίημα/τραγούδι του Διονύσιου Σολωμού Την είδα την Ξανθούλα:

Την είδα την Ξανθούλα
       Την είδα την Ξανθούλα,
       την είδα 'ψες αργά
       που εμπήκε στη βαρκούλα
       να πάει στην ξενιτιά.

       Εφούσκωνε τ' αέρι
       λευκότατα πανιά
       ωσάν το περιστέρι
       που απλώνει τα φτερά

       Εστέκονταν οι φίλοι
       με λύπη με χαρά
       και αυτή με το μαντίλι
       τους αποχαιρετά.

Στην άλλη πλευρά του δίσκου από Το γελεκάκι είχαμε και το Με λεν μπεκρή σε διωδία Κ. Κοντόπουλου και Ν. Τουμπακάρη. Στο τραγούδι αυτό δικαιολογείται το πιοτό αφού γίνεται για... δυο ματάκια γαλανά:

Με λεν μπεκρή
       Με λεν μπεκρή, 
       πού το 'χουν βρει; 
       Αφού ρουφώ τη μέρα 
       δύο κρασιά 
       στην καθισιά 
       και τρία παραπέρα. 

       Ποτήρι χθες 
       είπα ποτές 
       στα χείλια μου δε βάνω 
       κι όπου καλό 
       ρε το κολλώ 
       στη κάνουλα επάνω. 

       [...]

       Τους μπεκρήδες κι αν δικάσουνε, 
       άδικα θα με κρεμάσουνε. 
       Μπέκρος δεν είμαι 
       αλλά αν το τραβώ 
       είναι για δυο ματάκια γαλανά. 
       Για να ξεσκάω 
       τα κοπανάω 
       τις νύχτες και τα δειλινά.

Σε επόμενο άρθρο θα καταγράψουμε τα τραγούδια που βρήκαμε στις παλιές πλάκες γραμμοφώνου του χωριού και θα μπορέσετε να ακούσετε και κάτι, ακριβώς όπως το άκουγαν εκείνα τα χρόνια... 

Οι περιφερόμενοι μουσικοί

Αξίζει να αναφέρουμε ότι τα πρώτα 110 χρόνια (1821-1931) η μόνη μουσική κίνηση προερχόταν από τους ντόπιους βιολιτζήδες που συγκίνησαν ολόκληρες γενιές. Ερχόντουσαν ντουέτο, ο ένας είχε βιολί και ο άλλος λαγούτο. Οι βιολιτζήδες που πέρναγαν από το χωριό ήταν σπουδαίοι. Οι πιο γνωστοί ήταν ο Γαβνέλος από το Αγάπη και ο Νίκος ο Φώσκολος ή Νταής από το Κτικάδο. Ο πολύτεκνος αυτός καλλιτέχνης ήταν ένας από τους γνωστότερους περιφερόμενους τροβαδούρους του νησιού και έφυγε δυστυχώς πολύ γρήγορα. Την περίοδο της Κατοχής εμφανίστηκε και ο Στελάκης, ένας τυφλός βιολιτζής από την Στενή [4].

Κάποτε ερχόντουσαν και κάποιοι μουσικοί (ο ένας σίγουρα ήταν ο Γιώργης ο Τζανουλίνος) με τσαμπούνα, από τον Φαλατάδο. Αυτοί ερχόντουσαν κάποια βράδια για παρέα και κρασοκατάνυξη, κάτι σαν βεγγέρες, χωρίς να παίρνουν χρήματα.

 


[1] Ο Γιώργος Βιδάλης ανήκει στην πρώτη γενιά των μεγάλων μουσικών και ερμηνευτών της πρωτεύουσας της Ιωνίας και είναι από τους πρωτοπόρους που δημιούργησαν το μουσικό ύφος στη Σμύρνη, την περίοδο που αναπτύχτηκε και εξελίχτηκε η Σμυρνέικη Εστουδιαντίνα.Γεννήθηκε το 1884 στη Σμύρνη από ευκατάστατους γονείς τηνιακής καταγωγής και στα παιδικά του χρόνια, παράλληλα με το σχολείο, ασχολήθηκε με την ψαλτική και γρήγορα εξελίχτηκε σε ένα εξαίρετο ψάλτη. To ρεπερτόριό του εκτείνεται από την οπερέτα και την επιθεώρηση ως τα «βαριά» ρεμπέτικα. Άρχισε να ηχογραφεί στη Σμύρνη πριν την καταστροφή του '22, ενώ ήταν ο πρώτος που ξεκίνησε στην Ελλάδα με την γερμανική εταιρία Odeon να ηχογραφεί το 1924. Όταν ήρθε στην Αθήνα, το 1922, βρήκε αμέσως δουλειά –σαν τραγουδιστής– στα καλύτερα μουσικά στέκια της εποχής, όπως τα κέντρα Αραράτ και Μουρούζη στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας (δρόμος με πολλούς Τηνιακούς). Ασκώντας την ψαλτική, έψελνε κάθε Κυριακή, στην Καθολική εκκλησία του Αγ. Διονυσίου στην Αθήνα. Ξεπέρασε τα 300 τραγούδια μέχρι και τον τελευταίο δίσκο του το 1932. Από νεαρή ηλικία ήταν εξαίρετος χορευτής και δεν έχανε ευκαιρία να αποδείξει τις ικανότητές του αυτές. Πέθανε από καρκίνο στις 2.07.1948 στην Αθήνα. [Παν. Κουνάδης - Αλκ. Μάρκος]

Ο μεγάλος Στελλάκης Περπινιάδης, τραγουδιστής, συνθέτης, στιχουργός και κιθαρίστας γεννήθηκε στην Τήνο το 1899. Ήταν κορυφαία φωνή με τεράστιες δυνατότητες και ένας από τους τραγουδιστές με τη μεγαλύτερη διάρκεια παραμονής στη δισκογραφία. Παρά το γεγονός ότι ήταν το πρώτο όνομα της εποχής του, βοήθησε τα περισσότερα νέα πρόσωπα του τραγουδιού. Πρωτοεμφανίστηκε στη δισκογραφία το 1929 και έχει στο ενεργητικό κοντά στα 450 τραγούδια στις 78 στροφές. Ήταν ο μόνος τραγουδιστής που υπέγραψε συμβόλαιο αποκλειστικότητας με τηνColumbia για περισσότερα από 20 χρόνια. Πέθανε στην Αθήνα στις 4.09.1977. [Παν. Κουνάδης]

[2] Δεν θυμούνται οι παλαιότεροι κάτοικοι ακριβώς σε ποιόν ανήκε. Εκτιμούν ότι αυτός πρέπει να ήταν ο Μπρούνος, και μάλλον ήταν Χριστούγεννα όταν το είχε φέρει να το δείξει με χαρά σε κάποια από τις οικογένειες του χωριού. Τελευταία, μού είπε ο μπαρμπα-Αλέκος ότι γραμμόφωνο στο χωριό είχε παλιά ο Γερώνυμος της Ρόζας της Βουργάρας.

[3] Μετά τον πόλεμο, περί το 1950, ήρθαν τα πρώτα ραδιόφωνα με υγρές μπαταρίες. Λένε πως το πρώτο ανήκε στον (τότε εφημέριο του χωριού) δον Αντώνιο Αρμακόλα.

[4] Στο βιβλίο του Μωραϊτη βρίσκουμε κι άλλους όπως οι Αδελφοί Άνδροβικ γνωστοί ως Στανισλαγάδοι, από την Καλλονή, ο Μάρκος και ο Νίκος Ζαλώνης από την Στενή, ο Νταντάρας, ο Γκιάκες και ο Μάρκος Βιδάλης ή Καλιούπας από τον Φαλατάδο, ο Τοτός από την Μουσουλού, οΤαντέλλας από την Καλλονή και άλλοι. Οι περισσότεροι –αν όχι όλοι– από αυτούς πέρασαν από το χωριό.

 

Για την μεταφορά: mix_07.2015

Μοιραστείτε το