Λόγω πιθανής ζωοκλοπής (συνήθως από κάποιο διπλανό χωριό) τα ζώα σημαδεύονταν. Το σημάδεμα γίνεται όταν τα κατσίκια και τ' αρνιά είναι ακόμα μικρά. Μ' αυτά τα σημάδια ξεχωρίζουν τα μπουλούκια και γνωρίζουν οι τσοπάνηδες τον ιδιοκτήτη των προβάτων. Το σημάδεμα γίνεται στα αυτιά, στο δεξί ή στο αριστερό. Αν, πάλι, είναι πολλά τα κοπάδια τότε γίνεται και στα δυο μαζί. Στην Τήνο, και ειδικά στο χωριό Βωλάξ, η συγχνώτηση του ανθρώπου με τα ζώα που εκτρέφει δεν αποτελούν κοπάδι αλλά κάποιες μονάδες αφού ο αριθμός των κατσικιών και των αρνιών ποτέ δεν ήταν πολύ μεγάλος ώστε να θεωρούνται «κοπάδια».
Για την ιστορία, λανθασμένη αποδεικνύεται η εντύπωσή μας ότι η λεία της ζωοκλοπής είναι πάντοτε τα πρόβατα ή τα κατσίκια –μιλώντας, φυσικά, για όλη την επικράτεια της χώρας. Σε νομοσχέδιο που συζητήθηκε στη Βουλή των Ελλήνων [Ιούνιος 1911], διαβάζουμε: «Εάν ο κλέψας βουν, ίππον, κάμηλον, βούβαλον, ημίονον, όνον, πρόβατον, αίγα ή χοίρον, πριν έτι εξετασθή παρά της Αρχής ή παρά του Δικαστηρίου, ενήργησεν άνευ βλάβης τρίτου τινός την απόδοσιν ή την πλήρη αποκατάστασιν του αφαιρεθέντος πράγματος, τιμωρείται με φυλάκισιν δεκαπέντε μέχρι τεσσαράκοντα ημερών».
Άσαμα είναι τα ασημάδευτα ζώα (η λέξη χρησιμοποιείται στο Λασίθι της Κρήτης). «Σαμιά» είναι το σημάδεμα στο Λασίθι. Στην Δυτική Αχαΐα, σημάδεμα με κόψιμο του αυτιού στα γιδοπρόβατα λέγεται «πισοκούκι». Το σχίσιμο για το σημάδεμα στο αφτί λέγεται «σχιζαύτι» (Δυτική Αχαΐα). Η ηλεκτρονική ταυτότητα (μέσω μικροτσίπ) άρχισε από τα μέσα της δεκαετίας του '90.
Σύμφωνα λοιπόν με τα σημάδια που έχουν τα πρόβατα στα αυτιά τους, διακρίνονται [Δημήτρης Λουκόπουλος, Ποιμενικά της Ρούμελης, 1930] σε:
Ασήμαδα Το σημάδι τους ήταν ότι... δεν είχαν καθόλου σημάδι.
Κουτσάφτικα Όταν έκοβαν στα ζώα την άκρη του αυτιού. Αν ήταν κομμένο το δεξί είχαμε «κουτσάφτικα από το δεξί», αν το αριστερό «κουτσάφτικα από το αριστερό», αν και τα δυο «κουτσάφτικα κι από τα δύο». Αυτή η λογική ισχύει και για τα υπόλοιπα σημάδια.
Κομποδάφτικα Όταν η διχάλα γινόταν στο πλάι και το αυτί έμοιαζε σαν "κομποθιασμένο".
Μπροστοκλείδωτο Όταν έκοβαν το αυτί λίγο στο πλάι και κατά εμπρός.
Ξοράφτικο Όταν ψαλίδιζαν λίγο το αυτί στο πλάι.
Πισωκλείδωτο Αν έκοβαν λίγο το αυτί στο «ριζάφτι» (στην βάση του αυτιού).
Σκαλάφτικο Όταν έκοβαν το αυτί στο πλάι και έφτιαχναν μια σκάλα.
Σκιζάφτικο Αν γινόταν σχισματιά στο αυτί.
Σταυράφτικο Όταν γίνονταν τρεις κοψιές στο αυτί.
Τρυπάφτικο Όταν το τρυπούσαν το αυτί στη μέση.
Φουρκάφτικα Όταν έκοβαν στην κορυφή στο αυτί ψαλιδιά από δω, ψαλιδιά από κει και γινόταν κάτι σαν διχάλα, φούρκα.
Στην ευρύτερη περιοχή της Στενής Τήνου τα χαράγματα στο αυτί, με τους συνδυασμούς και τις παραλλαγές τους, έχουν τα εξής ονόματα: κλους, κόκκα, κοσόλιβο, κόμμα, λιβόκομμα, ορθόσχισμα, τρύπα κ.α. [Απόστολος Μωραΐτης, Δήμος Σωσθενίου Δήμου, 1994]
Και ενώ το κράτος απαγορεύει, διώκει και τιμωρεί τη ζωοκλοπή, αυτή συνεχίζει να υπάρχει ως φαινόμενο "ιδεολογίας", τρόπου ζωής και ένδειξης δύναμης και παληκαριάς. [βλ. Ολύμπιος Δαφέρμος, Κοινωνική μάστιγα και "καπετανιλίκι", περ. Αντί, τ. 267, 3.08.1984] Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα εμφανίζεται σε φαινόμενα αυτοδικίας εις βάρος των ζώων. Εξάλλου, μέχρι πρόσφατα, κάτοικος του χωριού ζήτησε να απομακρυνθούν τα ξένα κατσίκια από το χωράφι του και μας ανέφερε προπηλακισμό από τον ιδιοκτήτη των ζώων...
Ζωϊκά προστάγματα
Λένε ότι η φωνή των κατοίκων της Βωλάξ είναι πολύ δυνατή, και τα ζώα ανταποκρίνονται αμέσως! Ο Κώστας Καιροφύλας γράφει το 1930: «Η φωνή των (σσ. Τηνιακών) είναι ζωηρά και δυνατή. Δύο κάτοικοι δύνανται ευκόλως να ομιλούν και να συνενοούνται εξ αποστάσεως ημισείας λεύγης. Ο συγγραφεύς παρετήρησεν ότι δεν έχουν την αυτήν φωνήν όλοι οι κάτοικοι, αλλ' οι μεν κατοικούντες εις τα ορεινά μέρη έχουν τραχείαν και δυνατήν φωνήν. Η διάκρισις αύτη είναι καταφανεστέρα μεταξύ των κατοίκων του χωρίου Αγάπη, ευρισκομένου μεταξύ δύο βουνών και του χωρίου Κουτικάδου, ευρισκομένου επί κλιτύος». [Καιροφύλας, σ.195-197]
Είναι γνωστή η ατάκα του Θανάση Βέγγου, ντυμένος γεροβοσκός: «Α'τα πρ'άτα σαλάγα τα!» Συχνά ακούμε την προστακτική: «σαλάχατα» (το σωστό είναι σαλάγα τα, εκ του ρήματος σαλαγ-έω/ώ = αναδίνω βοή, οδηγώ βοσκήματα με φωνές). Στο λήμμα «σαλαγώ», μεταγενέστερο ρήμα της ελληνικής, βρίσκουμε: < σαλαγή = ανησυχία, πάταγος, θόρυβος < σάλος = η εν τη θαλάσση επικρατούσα ενίοτε αναταραχή, ο κλυδωνισμός του σκάφους, το «σκαμπανέβασμα». Σημαίνει: ηχώ, θορυβώ, κάνω κρότο, βουίζω (ο Ησύχιος εξηγεί: σαλαγεί = ταράσσει). Το σαλαγώ της νέας ελληνικής έχει παραπλήσια σημασία (= οδηγώ το κοπάδι με φωνές).
Ο Μωραΐτης κάνει μια πρώτη προσπάθεια καταγραφής ζωϊκών κλήσεων, προτροπών, παροτρύνσεων κ.λπ. που υπάρχουν στην Τήνο:
κατσίκια
αίικ, αίικ (μάζεμα ζώων όταν αυτά είναι σκορπισμένα για σύκα και πρασινάδες)
(μ)πρρρρ
βοειδή
αλλαξομιστέ ή αλεξιμαστέ (αντιστροφή πορείας κατά τη σπορά)
αράπ
λαξ
ος
μουλάρια
ντε (από το άντε, πάμε) ή ντέιιιιι
Τα μουλάρια είχαν την φήμη του κακού και δύστροπου χαρακτήρα. Από την άλλη τα μουλάρια ήταν πιο δυνατά από τα άλογα και πιο ανθεκτικά. Είχαν μεγάλη αντοχή σε συνεχή εργασία. Μπορούσαν να κουβαλήσουν φορτία μέχρι και 150 κιλά για 30-40 χιλιόμετρα. Σπάνια ένα μουλάρι προσβάλλεται από ασθένειες από τις οποίες προσβάλλεται εύκολα το άλογο, όπως οι κωλικοί, οι παθήσεις των άκρων, μολύνσεις κλπ. Αντέχουν καλύτερα σε ακραίες καιρικές συνθήκες όπως το τσουχτερό κρύο το χειμώνα και η αφόρητη ζέστη το καλοκαίρι. Είναι λιτοδίαιτα, με τρομερή ενέργεια και γρήγορο χρόνο ανάρρωσης. Διακρίνονται, επίσης, για την ικανότητα τους να κινούνται με ασφάλεια σε δύσβατες περιοχές. Εκεί που το άλογο κυριολεκτικά τα χάνει το μουλάρι παραμένει ατρόμητο, λόγω του ψύχραιμου χαρακτήρα του. Το μουλάρι έχει την ικανότητα του προσανατολισμού και της μνήμης, ώστε πάντα να βρίσκει το σωστό δρόμο με αξιοθαύμαστη ακρίβεια. [Αποστόλος Μ. Ζαφράκας, Ο Ίππος και η εκτροφή του]
γαϊδούρια χιου
επάνω χιου/ντε (ανήφορος)
κάτω χιου/ντε (κατήφορος)
μέσα χιου/ντε (δεξιότερα)
έξω χιου/ντε (αριστερότερα)
Μικρό γλωσσάρι:
Γίννος: Γαϊδουρομούλαρο. Το μουλάρι προέρχεται από την διασταύρωση των δύο ειδών ίππος (άλογο) και όνος (γαϊδούρι). Το μουλάρι (Ημίονος) είναι η διασταύρωση επιβήτορα όνου με φοράδα ενώ η διασταύρωση επιβήτορα ίππου με ονοφοράδα ονομάζεται κοινώς γαϊδουρομούλαρο (Γίννος).
Παλιβή (η) = Λευκή κατσίκα με μαύρα πόδια και πρόσωπο
Ζουλάπι (το) = Αγρίμι
Μιλιόρα (η) = Η προβατίνα η πρωτόγεννη
Λαγιαρνί (το) = Αρνί με μαύρο τρίχωμα (Ήπειρος). Είναι γνωστό το δημοτικό:
Τὸ λαγιαρνί
Ἔβγα Γκόλφω μ᾿ στὸ βουνό,
ἔχω δυὸ λόγια νὰ σοῦ πῶ,
νὰ τὰ πεῖς τ᾿ ἀφέντη σου,
νὰ τοῦ κάψεις τὴν καρδιά.
Βγῆκαν κλέφτες στὸ βουνὸ
γιὰ νὰ κλέψουν ἄλογα
κι ἄλογα δὲν ηὕρανε
προβατάκια πήρανε.
Ἄχ! Ἄχ! πήρανε τὸ λαγιαρνὶ
ποὖχε τὸ χρυσὸ μαλλί,
τὸ ἀσημένιο κέρατο
καὶ τὸ χρυσὸ κουδούνι.
Προβατάκι μ᾿
κατσικάκι μ᾿
λαγιαρνάκι μ᾿ ἄχ!
Τὸ πήρανε καὶ πᾶν
ἄιντε μαννούλα μ᾿ πᾶν
καὶ πίσω δὲν κοιτᾶν.
Πηγή πληροφοριών υπήρξε: agrogi.eu, stephanion.gr
Για την μεταφορά: dvidos, 7_2015
Στήλη: ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ
Tags: χωρικοί, καθημερινότητα, ασχολίες, προστάγματα, πανίδα, ζώα, έρευνα, κτηνοτροφία
Μοιραστείτε το