Γέννημα άγνοιας ή φόβου, απλής παράδοσης ή βαθιάς δεισιδαιμονίας, ψέματος, συγκάλυψης ή αποτροπής, ο φυσικός κόσμος εμπνέει και γοητεύει από τα θαύματα που κρύβει. Θαύματα υπαρκτά, θαύματα ανύπαρκτα. Παλιές ιστορίες με ιδιαίτερα σημεία, κρυφά περάσματα και στοιχειωμένα δέντρα, ανδρειωμένοι και γίγαντες, θηρία και τρομακτικοί αράπηδες, νεράιδες, λάμιες και επικίνδυνες στρίγκλες, αιθέριες μοίρες και φαντάσματα εμφανίζονταν σε όλους τους τόπους... Oι περισσότερες λαογραφικές ιστορίες της Βωλάξ αναφέρονται στις αγελούδες (ή αγγελούδες)...
Τα παλιά χρόνια όπου το χωριό δεν είχε ηλεκτρισμό και σκοτείνιαζε από νωρίς υπήρχε, από κοινού, αυτό που έβλεπες και αυτό που φανταζόσουν: περίεργες σκιές από τα δέντρα και τα φυτά, ζώα που τρομάζουν μες στη νύχτα και δεν κουνιούνται ούτε βήμα, «κοσμικό» φως από την πανσέληνο... Το σκοτάδι –που παρομοιάζεται με τον θάνατο– ήταν η αρχή του μύθου, έτοιμο πάντα να υποβάλλει κάθε άνθρωπο από το χωριό.
Πόσα διαφορετικά είδη ήχου μπορούσαν να σε αγχώσουν: γαύγισμα σκύλου, μουκανισμός αγελάδας, βέλασμα προβάτου, γκάρισμα γαϊδουριού, χλιμίντρισμα αλόγου και κοφτές φριμάξεις (το φύσημα των αλόγων από τα ρουθούνια τους). Συριγμός φιδιού, κακάρισμα κότας, ρεκασμός κοράκου, χουχούτισμα κουκουβάγιας, κοκούρισμα περιστεριού, κράξιμο πουλιού, τρυσμοί από τρυγόνια, βούισμα εντόμων, κοασμοί βατράχων...
Και όχι μόνο αυτά. Έχουμε ήχους που προκαλούνται όταν μια δέσμη ξύλων πέφτει απότομα στο χώμα στα Μάγια, όταν μια πόρτα ή ένα παράθυρο χτυπάει από τον αέρα στο Καμπί της Εκκλησιάς, όταν ο άνεμος περνάει μέσα από τις εσωτερικές σπηλαιώσεις στα Περάματα και τον Πετριάδο... Και ακόμη, ο ήχος που κάνουν τα νερά όταν κυλούν με ορμή από το βουνό στο Καράβι και ως χείμαρροι στην Γρίζα, στην Κανάλα και στην Βάρδα.
Ο Αντώνης, ο Φαντής γύρναγε ένα βράδυ από τη Βωλάξ προς το χωριό του Κουμάρου. Στο παλιό μονοπάτι που πήγαινε στον Κουμάρο, αριστερά, μετά την εκκλησία του Αγίου Μάρκου, άκουσε μια γοή, ένα βογκητό. Τρόμαξε πάρα πολύ, και υπέθεσε ότι ήταν οι αγελούδες, τα δαιμονικά ξωτικά με την γυναικεία μορφή. Επειδή είχε αρκετό φως από τον έναστρο ουρανό, πήρε «μια στάλα» δύναμη, και προχώρησε. Το βογκητό δυνάμωνε: ήταν ο Φραγκούλας που γύρναγε μεθυσμένος στο χωριό. Είχε πέσει σε ένα χαντάκι και είχε χτυπήσει ενώ δεν είχε τη δύναμη να σηκωθεί...
Και ο παππούς, όταν ήταν νέος, έβγαινε κι αυτός να πάει να τα πιεί με φίλους του από άλλα χωριά. Όταν γύρναγε μεθυσμένος πολύ αργά, και με την αγωνία ότι η γιαγιά θα τον ρωτούσε που ήταν, ξεκίναγε να λέει ιστορίες για «αγελλούδ'ς» που είδε ή του επιτέθηκαν σε διάφορα περίεργα και απρόσιτα σημεία έξω από το χωριό (και που ουδείς θυμάται τις ονομασίες που είχαν). Η γιαγιά κούναγε το κεφάλι συγκαταβατικά, του έβαζε να πιει ένα «ζεστό» και του έλεγε: «άντε να κοιμηθείς καημένε! Να γίνεις καλά το πρωί που θα πας στα χωράφια»...
Στην ιστοσελίδα της Κώμης [10.02.2010] διαβάζουμε: «Οι άνθρωποι που πάτησαν σ' αυτόν τον τόπο είχαν τις δικές τους άμυνες και σκαρφίζονταν διάφορους τρόπους για να προστατέψουν τις περιουσίες τους. Είναι γνωστό ότι και οι αγελούδες κάπως έτσι γεννήθηκαν. Κυρίως για να αποτρέψουν τον κόσμο να κινείται τα βράδια έξω από τα χωριά. Γιατί τα βράδια ήταν πιο εύκολο να κλέψεις χωρίς να σε δουν. Μην ξεχνάμε ότι το ηλεκτρικό άργησε να έρθει και ακόμη και όταν ήρθε, ο φωτισμός τις νύχτες ήταν ελάχιστος. Έστω λοιπόν και με αυτόν τον ανορθόδοξο τρόπο οι απώλειες στα κοτέτσια και στα περιβόλια περιορίζονταν.
»Σήμερα δεν πιστεύουμε στις αγελλούδες. Ο κόσμος έπαψε να πιστεύει σε μεσαιωνικού τύπου δοξασίες. Πολλές φορές "αγελλούδα" ήταν είτε ένας μεθυσμένος που δεν κατάφερε να φτάσει σπίτι του, ή ένα ζευγάρι. Στις πιο ακραίες περιπτώσεις ήταν σχεδιασμένο από εκείνους που μετακινούσαν τα "λαθραία" [..]».
Σιγά-σιγά κάθε τι μη συνηθισμένο, όπως σημάδια στα πόδια, φουσκάλες στα χέρια κ.λ.π., αποδίδονταν και αυτά στις αγελλούδες. Ο λαογράφος Νικόλαος Γ. Πολίτης είχε καταγράψει [τέλη της δεκαετίας του 1890] την παρακάτω ιστορία από την Μύκονο: «Σε μια ρεματιά που λέγεται Ρουσουνάρα, κοντά στη Χώρα, πλένουν όλη την ημέρα οι γιαλούδες. Είναι νέες ασπροφόρες, και πολλές γυναίκες τις είδαν να πλένουν και ν' απλώνουν τα ρούχα τους στον ήλιο να στεγνώσουν. Και σ' άλλα μέρη της Μύκονος, κοντά σε στέρνες ή σε ρέματα, είδαν πολλές το καλοκαίρι τις γιαλούδες να πλένουν. Μα άμα τις ιδεί καμιά, αμέσως αφανίζονται.
»Καμιά φορά το καλοκαίρι, όταν κάνει πολλή ζέστη και δε σείεται φύλλο κι αγκάθια κι ό,τι βρει μπροστά του και η ζέστη γίνεται μεγαλύτερη, που πολλών φουσκαλιάζουν απ' αυτή τα χέρια ή ό,τι άλλο μέρος του σώματός των είναι γυμνό. Όποιος λοιπόν βγάζει φούσκες, λέει πως οι γιαλούδες τον πιάσανε, και του δίνουν αγιασμό και του κάνουν ευχέλαιο για να γιατρευτεί [...]».
Μόλις δει κάποιος αυτά τα ξωτικά, εκείνα εξαφανίζονται κατευθείαν, γι αυτό και χωρικοί που πήγαιναν παρέα ή δούλευαν μαζί στα χωράφια, δεν τα έβλεπαν απαραίτητα όλοι. Οι περισσότεροι, όμως, πίστευαν στα «στ'χιά», όπως η συγχωρεμένη η κυρά Λίζα (φωτογραφία), μια γυναίκα που ήξερε τις περισσότερες και τις πιο απίστευτες ιστορίες για όλα αυτά τα δαιμονικά πλάσματα να σου διηγηθεί. Και δεν ήταν η μόνη μέσα στο χωριό...
Όμως, και σε άλλα νησιά του Αιγαίου υπήρχαν αναφορές σε ξωτικά και σε δαιμονικά πνεύματα με γυναικείες μορφές. Η Μedtech, οι γονείς τής οποίας κατάγονταν από τη Χίο, αναφέρει (στην ιστοσελίδα esoterica.gr) μια ιστορία που της αφηγήθηκε η γιαγιά της: «Η γιαγιά μου μού ιστόρησε ότι την πρώτη νύχτα του γάμου της με τον παππού μου, ακούγονταν ξυσίματα και κτυπήματα στην πόρτα του σπιτιού επί μακρόν. Τότε ο παππούς μου στάθηκε στο κέντρο του δωματίου και τέντωσε τα χέρια του, σχηματίζοντας σταυρό με το σώμα του. Σε λίγο η πόρτα έσκασε προς τα μέσα, με τέτοια δύναμη, που διέλυσε το μεγάλο σιδερένιο υποστήριγμα που είχε το ένα φύλλο από πίσω της. "Έσκασε το κακό", μου είπε χαρακτηριστικά. Αυτό προήλθε, κατά τη γιαγιά μου, από τις αγελούδες. Μου έχει διηγηθεί και άλλα παράξενα φαινόμενα που είχαν συμβεί στην ίδια ή σε μέλη της οικογένειας της, αλλά αυτό, με φόβισε πιο πολύ απ' όλα».
Πριν ποστάρουμε αυτό το κείμενο, ρωτήσαμε κάποιους ακόμη αν έχουν δει αγελλούδες και το αρνήθηκαν. Μετά από λίγο, όμως, προχώρησαν και αυτοί σε κάποιες ανεξήγητες στιγμές που τους έκαναν να τρομάξουν. Αλλά αυτές οι στιγμές, θα είναι θέμα κάποιου νέου άρθρου, σύντομα...
Για την μεταφορά: mix_07.2015
Στήλη: ΔΕΙΣΙΔΑΙΜΟΝΙΕΣ
Tags: δεισιδαιμονίες, λαογραφία, αγελούδες, διηγήσεις, τοπωνύμια, λίζα ξενοπούλου
Μοιραστείτε το