Κάποτε ο κόσμος του ανθρώπου ήταν απλός: ο ουρανός και τα καιρικά φαινόμενα ήταν στην θέληση των θεών και η γη ήταν επίπεδη όσο και η παλάμη του χεριού του. Τη μετρούσε με δρασκελιές, ζύγιζε τους καρπούς της με κομμάτια σίδερου και μετρούσε τον χρόνο του πάνω της με τη σκιά του ήλιου ως το λιόγερμα.
Και ενώ ο κόσμος συνέχιζε να είναι απλός, τα μέτρα και τα σταθμά του μας έχουν μπερδέψει σήμερα! Τα περιστέρια τα κατέγραφαν σε ζεύγη [1]· τις μέλισσες, αν ήταν λίγες σε μ'σέλια· και αν ήταν πολλές, σε σμήνη. Τις ελιές και τις συκιές τις καταμετρούσαν σε ρίζες· το κρασί το υπολόγιζαν με ασκούς· τα σαπούνια τα πουλούσαν σε πλάκες· τα τσιγάρα σε τεμάχια, τα μακαρόνια αν ήταν χύμα, με το κιλό και αν τα χύμα ήταν σπασμένα («σπάσματα») κόστιζαν περίπου τα 2/3 του κιλού... Για να δούμε αν θα βγάλουμε άκρη...
Χρήματα και αξίες
Η δραχμή ήταν το νόμισμα του σύγχρονου ελληνικού κράτους από το 1832, αλλά τα «καλά» ξένα νομίσματα γινόντουσαν, φυσικά, δεκτά. Διαβάζουμε στην εφημερίδα "Ηχώ της Τήνου" (03.1886), ότι στα τέλη Μαρτίου του 1886 ανοίχτηκε το χρηματοκιβώτιο της Ιεράς Μονής όπου εκτός των 29.554,70 δραχμών υπήρχαν ακόμη 590 οθωμανικά τάληρα, 1.400 μονόφραγκα, 58 χρυσά οθωμανικά τάληρα, 50 αγγλικές λίρες, 30 οθωμανικές και μέχρι 1.500 εξάρια και μπεσλίκια. (Παλαιό τουρκικό νόμισμα, κράμα χαλκού και αργύρου).
Τα νομίσματα της Βενετίας για τις κτήσεις της στην Ανατολή ήταν η γαζέττα με υποδιαίρεση τα σολδίνια.
Τα οθωμανικά νομίσματα στα τέλη του 17ου αιώνα είχαν ως εξής: 1 σερίφι = 150 παράδες = 300 άσπρα. Από το 1760 μέχρι και την ελληνική επανάσταση, 1 ασημένιο γρόσι = 40 παράδες = 120 άσπρα. [2] Από τα 1830 στα βιβλία βέπουμε πιάστρα με υποδιαιρέσεις τα γρόσια. Το 1842, τα 1.000 πιάστρα αντιστοιχούν σε 300 δραχμές. Σε καταγραφή του 1855 στη Βωλάξ, βλέπουμε ότι μισή τουρκική λίρα κοστίζει 13.60 δραχμές, όσο, δηλαδή, όσο 80 οκάδες μιγάδι ("mighadia"). Στο χωριό ξέρουμε, από πολλές πηγές, ότι τα οθωμανικά ασημένια και χρυσά νομίσματα είχαν μεγάλη αξία και οι χωρικοί τα φύλαγαν σε μεταλικά κουτάκια από φάρμακα, ή τα τύλιγαν μέσα σε παλιά πανιά στον πάτο των καλαθιών. Αρκετά συχνά μάλιστα οι Βωλακίτες της Κωνσταντινούπολης έστελναν τούρκικες χρυσές λίρες στο όνομα της Παναγίας της Καλαμάν. (βλ. φωτό, από καταγραφή του 1871)
Όταν χανόντουσαν κάποια χρήματα υπήρχε μεγάλη λύπη. Σε ένα σημείο του Libro per ordine του χωριού βρίσκουμε ότι έπεσαν από την τσέπη ενός χωρικού, την ώρα που έσκαβε σε αμπέλι της εκκλησίας, γύρω στις 4 δραχμές και έψαξαν πολλές ώρες για να τα βρουν, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Και σε άλλα σημεία του ίδιου ενοριακού κώδικα διαβάζουμε για «χασούρα μονέδας» (1885).
Μεγαλύτερα προβλήματα, τον 20ό αιώνα, υπήρξαν οι συνεχείς χρηματοπιστωτικές διαφοροποιήσεις. Η χρυσή λίρα Αγγλίας, μέχρι το 1920, κόστιζε 25 δραχμές. Στα τέλη του ίδιου χρόνου έφτασε τις 47 δρχ. και τις 99 δρχ. στα τέλη του 1921. Τις μέρες της Καταστροφής κόστιζε 140 δρχ., ενώ το 1926 «μετρούσε» περίπου τις 400. Από εκεί και μετά όποιος μπορούσε έκανε τις δραχμές του λίρες. Η αγγλική λίρα έγινε ένα καλό γαμήλιο δώρο στις πιο «πλούσιες» οικογένειες. Στις αρχές του 1936 η αντιστοιχία λίρας–δραχμής είχε φτάσει 1:870. Στη Κατοχή καταστράφηκε όλη η οικονομική υποδομή και έτσι στο τέλος του πολέμου (1944) μία χρυσή λίρα αντιστοιχούσε με 71 τρισεκατομμύρια δραχμές περίπου!
Προϊόντα και τιμές
Τα προϊόντα που αγόραζαν οι κάτοικοι της Βωλάξ τον 19ο αιώνα ήταν ελιές, λάδι, κολοκύθια, ρέγγες (τα βιβλία λένε «ρένκαι»), σκουμπρί («σκοβριά»), «πακαλιάρος» (ή όπως λένε, με λόγιο ύφος, οι καταγραφές «βακαλάγος»), κεχρί, σαπούνι, «παμπάκι», ρύζι, κουκιά, πατάτες και για το καλοκαίρι μυζήθρα («μυτζήθρα»).
Τα προϊόντα που πουλούσαν από τα χωράφια των εκκλησιών ήταν: ο καρπός [σσ. σιτάρι], το μιγάδι, το κριθάρι (1879), τα κλήματα [στα οποία το κράτος, εκείνα τα χρόνια, έβαζε φόρο], ο μούστος –προς 85 λεπτά το κοιλό, το κρασί («καρσί»), τα ξύδια («οξύδια») –τα οποία τα πουλούσαν με λαϊνια (1863), τα αμπελοφάσουλα («φασούλια»)–τα οποία τα μετρούσαν σε νάπους [3], τα βελανίδια –με την οκά, τα σύκα και τους όρνους –με το καντάρι...
Μεμονωμένες καταγραφές έχουμε για τα φύλλα από τις μουριές, τα κουκούλια (1857), τα απίδια –με την οκά, και τον ασβέστη. Υπάρχουν ακόμη πιο «εξεζητημένες» αγοραπωλησίες, όπως: μια «προβιά εκ προβάτου» προς 75 λεπτά (1863), ένα ρογί λάδι από τριαντάφυλλο –3.25 οκάδες προς 7.60 δρχ., μιάμισι οκά μπαρούτι «για μακασιές» προς 2.75 δρχ. και «δια την πώλησιν του νερού εις το πηγάδιον» (1857, 1878 κ.α.)
Στο βιβλίο Libro per Ordine του χωριού, που ξεκίνησε να γράφεται το 1849, έχουμε κάποιες ενδεικτικές τιμές βασικών ειδών:
μιγάδι | 1 κοιλό | 4 δρχ. | (1855) |
μιγάδι | 2 κοιλά | 7.60 δρχ. | (1856) |
μιγάδι | 3 νάποι | 3.25-3.50 δρχ. | (1856) |
μιγάδι | 3 κοιλά | 13.50 δρχ. | (1861) |
ψωμί | 1 τεμάχιο | 0.50 δρχ. | (1857) |
ψωμί | 2 τεμάχια | 1.40 δρχ. | (1857) |
λάδι | 3 οκάδες | 4.35 δρχ. | (1897) |
Από φύλλο της εφημερίδας "Ηχώ της Τήνου" [03.1884] διαβάζουμε τα εξής:
μοσχαρίσιο κρέας | 2.40 δρχ. η οκά |
βοδινό κρέας | 2.24 δρχ. η οκά |
πρόβατο | 1.70 δρχ. η οκά |
Από κατάστιχο της «Επιτροπής του Ναού της Μητροπόλεως» της Τήνου, του 1788, [Γεωργαντόπουλος, σ.123] βρίσκουμε:
Ο σίτος επωλείτο λιανικώς γροσ. | 1 και 20 μαϊδιά το κοιλόν |
Το κηρί | 2 γρόσια και 7 μαϊδιά η οκά |
Το έλαιον | 22 μαϊδιά η οκά |
Αι έγχελεις (χέλια) | 20 μαϊδιά η οκά |
Τα νίτικα (είδος ψαριού, κέφαλος) | 32 μαϊδιά η οκά |
Η λακέρδα | 22 μαϊδιά η οκά |
Τα φαγκριά | 1 και 10 μαϊδιά η οκά |
Τα κουκιά | 60 μαϊδιά το κοιλόν |
Οι ερέβινθες (ρεβίθια) | 58 μαϊδιά το κοιλόν |
Το άλας | 20 μαϊδιά το κοιλόν |
Ο μισθός του ψάλτου ήτο τότε 3 γρόσια τον μήνα
Ο μισθός του κανδηλανάπτου 1 γρόσι και 20 μαϊδιά.
Εν έτει δε 1794 ότε το βενετικόν φλωρί ετιμάτο γρόσια 7
Η κριθή ετιμάτο γροσ. 2 και 10 το κοιλόν
Το τζάμι 5 παράδες
Ο χρυσός το δράμι 6 γρόσια
Εν έτει 1803 η μέταξα γρ. 28 η οκά
Στο ίδιο διάστημα, το βενετικό φλουρί είχε 7 γρόσια και ο χρυσός 6 γρόσια το δράμι.
Αξίζει, πάντως,να έχουμε μια αίσθηση πόσο κόστιζε τι (ανά κιλό) στη σύγχρονη Ελλάδα, από έναν κατάλογο που έβγαλε το Υπουργείο Πολιτισμού μέσω του Νομισματικού Μουσείου:
Δημητριακά | ||
1834 | Ψωμί | 26 λεπτά |
1931 | Ψωμί Α ποιότ. | 5.49 δρχ. |
1931 | Ψωμί Γ ποιότ. | 4.56 δρχ. |
1975 | Ψωμί ημίλευκο | 8.30 δρχ |
1975 | Ψωμί λευκό | 9.25 δρχ. |
Ζυμαρικά | ||
1834 | Μακαρόνια | 62 λεπτά |
1931 | Μακαρόνια | 11.41 δρχ |
Γαλακτοκομικά | ||
1834 | Γάλα | 24 λεπτά |
1880 | Γάλα | 35 λεπτά |
1931 | Γάλα | 7.49 δρχ. |
1834 | Βούτυρο | 2.18 δρχ. |
1931 | Βούτυρο | 66.76 δρχ. |
1975 | Βούτυρο | 98.27 δρχ. |
Κρεατικά | ||
1834 | Κρέας | 51 λεπτά |
1880 | Κρέας | 80 λεπτά |
1931 | Κρέας | 20.39 δρχ. |
1975 | Κρέας | 70.14 δρχ. |
Ψάρια | ||
1834 | Βακαλάος π. | 62 λεπτά |
1931 | Βακαλάος π. | 13.10 δρχ. |
1975 | Βακαλάος π. | 64.96 δρχ. |
Λαχανικά | ||
1834 | Πατάτες | 25 λεπτά |
1931 | Πατάτες | 4.29 δρχ. |
1975 | Πατάτες | 7.50 δρχ. |
'Οσπρια | ||
1834 | Φασόλια | 36 λεπτά |
1931 | Φασόλια | 8.24 δρχ. |
1975 | Φασόλια | 37.02 δρχ. |
1834 | Αβγά (το ένα) | 3 λεπτά |
1931 | Αβγά (το ένα) | 1.47 δρχ. |
1880 | Ελαιόλαδο | 80 λεπτά |
1931 | Ελαιόλαδο | 20.21 δρχ. |
1975 | Ελαιόλαδο | 59.73 δρχ. |
1834 | Καφές | 2.10 δρχ. |
1931 | Καφές | 46.89 δρχ. |
1975 | Καφές | 145.47 δρχ. |
.
Μέτρα και σταθμά
Οι ιστορικές μονάδες μέτρησης αποτελούν ένα βασικό πρόβλημα γιατί δεν είναι γνωστό εκ των προτέρων σε ποιές σημερινές μονάδες αντιστοιχούν. «Το πρόβλημα είναι ακόμη πιο αισθητό και έντονο για τις μικρές κοινωνίες των νησιών, όπου χρησιμοποιούσαν συχνά δικές τους εμπειρικές μονάδες, που μόνο κατ' όνομα αντιστοιχούσαν στις ομώνυμες μονάδες μέτρησης που ίσχυαν γενικότερα, αλλά ακόμα και στα γειτονικά νησιά», τονίζει ο π. Μάρκος Φώσκολος.
»Στα γειτονικά νησιά ίσχυε ακόμη πιο περίπλοκο σύστημα, το οποίο μέχρι στιγμής δεν έχει κωδικοποιηθεί πλήρως για να καθοριστούν επακριβώς οι ισχύουσες αντιστοιχίες, τόσο ως προς το βασικό βενετικό ή τουρκικό σύστημα της εποχής όσο και ως προς τα ισχύοντα σήμερα».
Ας δούμε, λοιπόν τα μέτρα χωρητικότητας καρπών, υγρών και επιφάνειας που υπήρχαν στο χωριό (κατ' αλφαβητική σειρά):
Μπόσες, λαϊνια, οκάδες, καντάρια...
ΑΓΚΑΛΙΑ
Τα ξυλοκάρβουνα –που προέκυπταν κυρίως από τις τοπικές βελανιδιές– τα υπολόγιζαν με το βάρος. Τα φρύγανα, τα αχινοπόδια και τα ρείκια, όμως, τα μετρούσαν με τον όγκο και μάλιστα με μια ιδιαίτερη μονάδα μέτρησης όγκου, την αγκαλιά! Σε κάθε ανακαίνιση των εκκλησιών αλλά και στις επισκευές των σπιτιών χρειαζόντουσαν ασβέστη. Για την παραγωγή του απαιτούμενου ασβέστη υπήρχαν (ελάχιστα) ασβεστοκάμινα. Για το ψήσιμο του ασβέστη χρειάζονταν περί τις 1.200 αγκαλιές φρύγανα και κρατούσε η καύση τους τουλάχιστον 24 συνεχόμενες ώρες. Η συνολική παραγωγή ήταν περίπου 150 με 200 καντάρια άνυδρου ασβέστη όπου το καντάρι αντιστοιχούσε με 44 οκάδες. [4]
Ο φούρνος για το ψήσιμο των ψωμιών, στο χωριό, χρειαζόταν 3 αγκαλιές φρύγανα, ενώ τα ζώα τα φόρτωναν με έξι μεγάλες αγκαλιές (τρεις από κάθε πλευρά) για να τροφοδοτήσουν τους φούρνους που είχαν τα διπλανά χωριά.[Μωραϊτης, σελ. 381]
ΑΣΚΟΣ
Βασικό μέτρο χωρητικότητας υγρών. Υποδιαιρέσεις του η παλιάτσα και το μπουκάλι. Στις διάφορες ενοριακές καταγραφές εμφανίζεται ιταλικά ως udro. Επειδή ο ασκός βρισκόταν μέχρι πρόσφατα σε ισχύ ως μέσο μεταφοράς μούστου, κρασιού και ρακής, και οι συμφωνίες πώλησης γινόταν με βάση τον ασκό, μπορούμε να γνωρίζουμε πως ο κανονικός ασκός ζύγιζε, χοντρικά, 35 οκάδες κρασί (= 44.87 κιλά).
Ο Φώσκολος υπολογίζει [Τηνιακά Ανάλεκτα, τόμος 3, σελ. 258] ότι:
1 ασκός = 2 παλιάτσες = 16 μπουκάλια (42 - 45 κιλά)
1 παλιάτσα = 8 μπουκάλια (20 - 22 κιλά)
1 μπουκάλι (2.5 - 2.7 κιλά)
ΓΡΑΝΤΑ
Οι βαθμοί οινοπνεύματος στον μούστο. Κατ' επέκταση και το εργαλείο για την καταμέτρησή τους. Υπάρχει και περιοχή με το ίδιο όνομα, στην Κώμη, όπου δίπλα στη δεξαμενή έφτιαχναν κρασί.
ΖΕΥΓΑΡΙΑ
Η έκταση στα αγροτεμάχια υπολογιζόταν κατά προσέγγιση με τις ζευγαριές, δηλαδή, όσο μια μέρα όργωμα με τα ζώα... Σήμερα μπορούμε να υπολογίσουμε ότι μια ζευγαριά ήταν περίπου 2 στρέμματα.
ΚΑΝΤΑΡΙ
Ένα σύνηθες μέτρο βάρους στις συναλλαγές ήταν το καντάρι, που το πήραμε από τους Τούρκους και ζύγιζε 44 οκάδες (δηλαδή 56,111 χλγ.). Την ονομασία του την πήρε από την συγκεκριμένη ζυγαριά (αραβ. κιντάρ). Οι Τούρκοι του Κεμάλ, όμως, στα μέσα της δεκαετίας του '30 δημιούργησαν το νέο καντάρι, ώστε να ισούται με 100 χλγ., με φυσικό επακόλουθο να δημιουργηθούν μικροπροβλήματα στις συναλλαγές των Τηνιακών στην Πόλη και στην Σμύρνη. [5] Το πιο παλιό έγγραφο του χωριού (γι' αυτή τη μονάδα μέτρησης) αναφέρει ότι ο Andreas Ferigo έδωσε 4 candari di calcina.
Το –ας το πούμε «επίσημο»– καντάρι του χωριού, το είχε η Εκκλησία για να υπολογίζει την απόδοση των προϊόντων από τα αγροτεμάχιά της. Μάλιστα έχει βρεθεί καταγραφή (γύρω στο 1870) για την επιδιόρθωσή του ώστε να λειτουργεί με ακρίβεια και να μην παραπονιέται κανένας από τους χωρικούς.
ΚΟΙΛΟ
Στη συνέχεια, σαν μονάδα μετρήσεως όγκου των δημητριακών, είχαν τα κοιλά. Ο Μωραϊτης εξηγεί: «Όχι, όμως, αυτά με τη σημερινή τους έννοια και βάρος, αλλά όγκος βάρους περίπου 20 οκάδων ανάλογα με το είδος. Ένας γεμάτος γκαζοντενεκές (άδειο δοχείο πετρελαίου) με κριθάρι, για παράδειγμα, ήταν μισό κοιλό, δηλαδή 10 οκάδες». Στα παλιά έγγραφα της Βωλάξ γραφόταν με λατινικά στοιχεία ως chilo'. Τον Νοέμβριο του 1850 διαβάζουμε: «179 hocie di musto ... chilo' a Santa Paraskevi 71.60 (δρχ.)» Ο Ψάλτης αναφέρει ότι το 1 κοιλό Κων/πόλεως αντιστοιχούσε σε 25-30 κιλά.
ΚΟΥΡΟΥΠΙ, ΛΑΪΝΙ, CESTELETO
Λογικά δεν αποτελούν μέτρα χωρητικότητας αλλά τρόποι αποθήκευσης. Δεν μπορούμε, όμως, να το πούμε με σιγουριά.
ΚΟΦΑ
Mερικές φορές το αμπέλι δε μετριέται με βάση την παραγωγή κρασιού, αλλά την παραγωγή σταφυλιών, οπότε τότε χρησιμοποιείται ως μονάδα μέτρησης η κόφα (κάποτε γίνεται λόγος για μικρή κόφα).
ΛΙΜΠΡΑ
Η λίμπρα (λίβρα ή λίτρα) είναι η γνωστή μονάδα βάρους (αλλά και χωρητικότητας) των παλαιότερων χρόνων. Στην Τήνο, του 17ου αιώνα, μετρούσαν το μετάξι με τις λίμπρες. Η ενετική λίμπρα (477.05 γρ.) είχε πάμπολλες υποδιαιρέσεις: 12 ουγκιές, 72 ξάγια ή 1.728 καράτια ή 6.912 κόκκους (σπόροι σιταριού)... Πάντως, δεν την έχουμε βρει στα έγγραφα του χωριού.
ΜΟΖΖΑ
Η βενετική mozza είναι το βυζαντινό μόδιο, που το διαιρούσαν σε 4 staia ή stara και ισοδυναμούσε με 333,268 κιλά. (Το κρητικό μόδιο είχε τη διπλάσια ακριβώς εξίσωση).
ΜΠΟΣΣΑ
Στους ενοριακούς κώδικες της Βωλάξ την βρίσκουμε ως μπόζα (στα ιταλικά ως μπότσα). Διαβάζουμε: «Την 2 Γιουνίου, από τον Γιάννην Καλούμενον, δια 15 μπόζες κρασί του έτους 1859, έλαβα δρχ. 15». Η Ζέτα Παπαγεωργοπούλου γράφει:«1 μπότσα = 2 οκάδες = 2.564 γραμμάρια. Η μπότσα ήταν μονάδα μέτρησης υγρών και χρησιμοποιούνταν κυρίως στις οινοπαραγωγές περιφέρειες Αττικής, Ευβοίας και Πελοποννήσου για τη μέτρηση του μούστου, σε σχέση με την οκά, που ήταν μονάδα μέτρησης βάρους στερεών και υγρών». –βλ. Μπουκάλι
ΜΠΟΥΚΑΛΙ
Υποδιαίρεση της παλιάτσας πρέπει να ήταν το μπουκάλι (boccale) που η ονομασία της προερχόταν από το βενετικό μετρικό σύστημα και αντιστοιχούσε σε 2,682 κιλά. Το βενετικό boccale είχε διπλή ονομασία και ονομαζόταν bozza.
ΝΑΠΟΣ
Ξύλινο σκεύος από ατόφια καρυδιά, σε σχήμα λεκάνης, με σταθερές, λογικά, διαστάσεις. Από τον 16ο μέχρι και τον 18ο αιώνα μετρούσαν με αυτό τα δημητριακά. Επειδή η ζαχαροπλαστική θέλει ακρίβεια στην μέτρησή της –σε αντίθεση με την μαγειρική που μπορεί να είναι πιο «χαλαρή»– πολλές γυναίκες χρησιμοποιούσαν το σκέυος του νάπου μέχρι και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, για το ζύμωμα των γλυκισμάτων.
Ο Μωραίτης θεωρεί ότι η πιθανή χωρητικότητά του ήταν 15 οκάδες ενώ ο Φώσκολος 8 οκάδες (= 12.5 κιλά περίπου) μετά από υπολογισμό 4 διαφορετικών ξύλινων δοχείων που κατόρθωσε και βρήκε. Πιθανή εξήγηση της διαφοροποίησης ήταν α. στις διαστάσεις τους, αφού κάθε σκέυος είχε αρκετές αποκλίσεις από το άλλο και β. στο υλικό κατασκευής του.
Στη Βωλάξ (αλλά και στην Ποταμιά και τον Τριαντάρο) ο νάπος κατασκευαζόταν από βούρλα («βρούλα»), ενώ σε άλλα χωριά (π.χ. Αγάπη, Καρδιανή, Στενή κ.λπ.) αναφέρεται πως είχε τη μορφή μικρού βαρελιού, με «ντούγιες» και «στεφάνια» και μια λαβή. «Ντούγες ή δούγες είναι τα επεργασμένα στενόμακρα κομμάτια ξύλου από τα οποία αποτελείται το βαρέλι. Τα "μπάνια" είναι τα κομμάτια ξύλου από τα οποία αποτελούνται υτα φούντια, τα καπάκια του βαρελιού». [Ζέτα Παπαγεωργοπούλου]
Ο νάπος εκτός από δοχείο είναι και γεωργικό μέτρο που υπολογίζει την παραγωγή σιτηρών, γι' αυτό και μπερδεύεται συχνά με το πινάκιο. –βλ. πινάκιο.
Από το Libro per Ordine της Βωλάξ (1862): κ(ο)ιλά, πάτσες (μπόσσες), λαήνη (λαγίνι).
ΟΚΑ, ΔΡΑΜΙΑ
Άλλη μία μετρική μονάδα του τουρκικού συστήματος που ήταν σε χρήση στα βαλκανικά κράτη και στην Αίγυπτο. Η οκά ορίσθηκε στην Ελλάδα το 1836 με κάποιες μικρές διαφορές: η ελληνική ήταν 1.280 γραμμάρια, η τουρκική 1.282 γρ. και η αιγυπτιακή 1.237 γρ. Αυτό που γνώριζαν όμως όλοι ήταν ότι ισοδυναμούσε με 400 δράμια. [6] Η οκά, ως μέτρο χωρητικότητας ήταν διαφορετική για κάθε υγρό εξαιτίας της πυκνότητας του εκάστου υγρού! [7] Τελικά, καταργήθηκε στις 14.04.1959 [8] με την καθιέρωση του κιλού (1.000 γραμμάρια). Τα δράμια (dramme στα παλιά βιβλία του χωριού) ήταν υποδιαίρεση της οκάς. [9]
ΟΡΓΙΑ
Μονάδα μέτρησης μήκους ήταν η οργιά, όσο δηλαδή το άνοιγμα των δυό χεριών «ενός άντρα».
ΠΑΛΙΑΤΣΑ
Υποδιαίρεση του ασκού. Όπως και για τα προηγούμενα μέτρα, έτσι και για την παλιάτσα (pagliazza) έχουμε μαρτυρίες από άλλα χωριά για την χωρητικότητά της, που, όμως, αποκλίνουν σε πολύ μεγάλο βαθμό: από 6 έως 10 οκάδες (= 7.50 - 13 κιλά)! [Πολέμης Δημήτριος, Οι Αφεντότοποι της Άνδρου, 1995, σελ. 118]
ΠΑΣΟ, ΤΗΡΟΣ
Την φράση «Πήγαινε με το πάσο σου» την ξέρουμε όλοι. Σημαίνει να περπατάς κανονικά. Πάσο ήταν το μήκος ενός κανονικού βηματισμού. Ο τήρος, πάλι, ήταν όση περίπου η απόσταση μιας κανονικής ντουφεκιάς. Από το σημείο του πηροβολισμού μέχρι εκεί που έφταναν τα σκάγια, μέχρι εκεί που τηράς...
PENESE, MISTACHI
Mέτρα χωρητικότητας για το λάδι. Δεν γίνεται λόγος γι αυτά σε βωλακίτικους κώδικες παρά μόνο σε άλλα καθολικά χωριά της Τήνου. Δεν γνωρίζουμε σε τι αντιστοιχούν.
ΠΙΝΑΚΙΟ
Το διαβάζουμε ως «πινάκιο σποράς». Το πινάκιο αντιστοιχεί (εμπειρικά) σε 2 - 2.5 στρέμματα και ο νάπος σε 0.56 - 0.60 στρέμματα. Πινακιάδα είναι η έκταση που καλύπτει η σπορά ενός πινακίου. Το πινακάκι («πνακάκ'») είναι μικρότερο του νάπου σκεύος. Το επόμενο μέγεθος είναι το ξυλόναπο («ξ'λόναπο») και μετα ο νάπος.
Τα σύκα τα μετρούσαν με νάπους (= 16 κιλά) και με πινάκια (= 64 κιλά). Η αντιστοιχία βάρους μεταξύ σιτηρών και σύκων διαφέρει λίγο: 1 νάπος κριθάρι αντιστοιχεί σε 1.28 νάπους σύκα.
Ημερολόγιο και ώρες
Στην Τήνο η καθολική κοινότητα του νησιού ακολουθούσε κατά την περίοδο της βενετοκρατίας το νέο ημερολόγιο, το Γρηγοριανό (στους ενοριακούς κώδικες υπήρχε η ένδειξη S.N.= stile nuovo), από τις αρχές του 17ου αιώνα, ενώ η ορθόδοξη κοινότητα το παλαιό, το Ιουλιανό. Αρχικά στην καθολική κοινότητα ορίστηκε να ακολουθήσει το νέο ημερολόγιο, αλλά μετά από αντιρρήσεις κλήρου και λαού, ο Πάπας έδωσε την άδεια επιστροφής στο παλαιό. Από καθαρή σύμπτωση και μόνο, η άδεια αυτή δεν έφτασε στο νησί, επειδή έγινε αλλαγή επισκόπου του νησιού! Έτσι, η καθολική κοινότητα συνήθισε στο νέο ημερολόγιο και δεν υπήρχαν άλλες διαμαρτυρίες ή προβλήματα. [11]
Τα παλιά τα χρόνια η καμπάνα της εκκλησίας χτύπαγε μία φορά στις 12:00 το μεσημέρι στη λογική του ραλογιού. Από περιγραφή της Μαρίας Βίδου του Μάγγου, γνωρίζουμε ότι στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν υπήρχε ετοιμόγεννη στο χωριό, ειδοποιούσαν τους συγχωριανούς που βρισκόταν στα χωράφια με μία καμπανιά ότι γεννήθηκε αγόρι και με δύο ότι γεννήθηκε κορίτσι...
Αλλαγή της ώρας ειχαμε στα χωρία το 1916.
Από το κείμενο της εφημερίδας Τηνιακά Μηνύματα (φ. 290) βλέπουμε ένα ενδιαφέρον άρθρο για την θερινή ώρα με σκοπό την εξοικονόμηση ενέργειας μέσα από ένα μικρό σημείωμα του επισκόπου Ματθαίου Βίδου:
«[...] Στα 1907 ένα Άγγλος φυσικός, ο William Willet, πρότεινε στη διεθνή κοινότητα (σσ. την θερινή ώρα). Την πρότασή του την υιοθέτησε η Βουλή των Κοινοτήτων στα 1916, οπότε και εφαρµόστηκε το «Βρετανικό θερινό ωράριο» όπως ονοµάστηκε, σύµφωνα µε το οποίο οι δείκτες των ρολογιών προχωρούσαν κατά µία ώρα µπροστά κατά το καλοκαίρι. Ήταν η εποχή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέµου και επειδή όλες τις χώρες τις ενδιέφερε η εξοικονόµηση ενέργειας, υιοθέτησαν το βρετανικό σχέδιο.
Όταν έγινε η πρώτη αλλαγή του θερινού ωραρίου στα 1916 δεν υπήρχαν πολλοί στον τόπο µας που να έχουν φορητά προσωπικά ρολόγια. Με δυσκολία υπήρχε ένα ρολόι σε κάθε σπίτι. Οι Τηνιακοί ακόµα ρεγουλάρανε τη ζωή τους, ως αγρότες που ήταν, µε τον ήλιο, βασιζόµενοι σ’ αυτό το αλάνθαστο τρόπο µέτρησης του χρόνου. Στα χωριά µας υπήρχαν ακόµα µερικά ηλιακά ρολόγια, ιδιαίτερα στα παπαδικά, αφού ο εφηµέριος ήταν επιφορτισµένος να σηµαίνει µε τις καµπάνες του ενοριακού ναού, που αντηχούσαν σε βουνά, σε ρεµατιές και σε χωριά, το Angelus κάθε πρωί, το µεσηµέρι και το βράδι. Και οι πιστοί, εκτός από το να προγραµµατίσουν την αναχώρησή τους για το χωράφι ή την επιστροφή τους στο σπίτι, έκαναν το Σταυρό τους και απήγγειλαν τον Αγγελικό Χαιρετισµό προς την Παναγία: «Angelus Domini nuntiavit Mariae (Ο άγγελος του Κυρίου ανήγγειλε στη Μαρία) Ave Maria...»
»Πού τα θυµηθήκαµε όλα αυτά; Ψάχνοντας στα αρχεία των ενοριών µας… Στις 30 Ιουλίου του 1916 έφτασε στα χέρια των εφηµερίων της Τήνου ένα µικρό σηµείωµα του επισκόπου Ματθαίου Βίδου, µε ηµεροµηνία 26 Ιουλίου, που τους έκανε γνωστό ότι η ώρα άλλαξε και πως µετατέθηκε κατά 25 πρώτα λεπτά νωρίτερα και να κανονίσουν την ώρα που θα σηµαίνουν το Angelus κάθε µεσηµέρι. Αυτό είναι το ολιγόλογο σηµείωµα και το εντοπίσαµε στο ενοριακό Αρχείο του Σκαλάδου:
CANCELLARIA EPISCOPALIS Εκ της Επισκοπής Τήνου,
τη 26 Ιουλ. 1916
TENENSIS ET MICONENSIS
Αριθ. 40
Αιδέσιµε Κύριε Εφηµέριε,
Συµφώνως τω από 27 Ιουνίου ε.ε. Β(ασιλικώ) ∆ιατάγµατι, από της προσεχούς Παρασκευής, καθ’ όλην την Ελλάδα, άπαντα τα ωρολόγια δέον να τεθώσιν εµπρός κατά 25 λεπτά όπως είναι η διεθνής ώρα, συνεπώς δε και οι κώδωνες των Εκκλησιών να κρούωσι έκτοτε την µεσηµβρίαν 25 λεπτά ενωρίτερον παρ’ άλλοτε. Γνωρίσατε παρακαλώ τα ανωτέρω και τοις λοιποίς Εφηµερίοις της υµετέρας περιφερείας.
Μεθ’ υπολήψεως
Ο Γραµµατεύς της Επ. Τήνου,
Ματθαίος Φιλιππούσης
[1] Μία μόνο φορά υπήρχε περιστεριώνας στην μακραίωνη ιστορία της Βωλάξ. Η παλαιότερη μνεία για περιστεριώνα στο νησί ανάγεται στα 1670 στην Οξωμεριά.
[2] Η αξία του ημερομίσθιου των Τηνιακών (και όχι μόνο), που πήγαιναν στην Πόλη τον 16ο αιώνα ως ανειδίκευτοι εργάτες, ήταν 8 κιλά ψωμί ή 2 1/2 κιλά ρύζι ή πάνω από 2 κιλά αρνί. Αντίστοιχα το ημερομίσθιο των τεχνιτών («μαίστρων») ήταν 1 1/2 ή 2 φορές υψηλότερο από αυτό του ανειδίκευτου εργάτη.
[3] Ο μισός νάπος φασολιού από την Άγια Βενεράντα κόστιζε 1.50 δαχμές γύρω στα 1855.
[4] Στα τέλη του 19ου αιώνα (1895) βλέπουμε ότι η Εκκλησία της Βωλάξ έδωσε 8 μεροκάματα για άσπρισμα με ασβέστη, για όλες τις εκκλησίες και τα ξωκλήσια του χωριού, προς 20 δραχμές.
[5] Εδώ θα πρέπει να προσεχθεί ότι το παλιό cantaro ή cantaio, στην Ιταλία –γνωστό και σαν ιταλικό καντάρι– ήταν υποδιαιρούμενο σε 100 ροτόλι (79.342 χλγ.) γι αυτό και κάποια εκκλησιαστικά έγγραφα της εποχής μπορούν να μας μπερδέψουν ακόμη πιο πολύ.
[6] Οι οκάδες μετατρέπονται σε χλγ. εάν πολλαπλασιασθούν επί 1,28, ενώ η μετατροπή χλγ. σε οκάδες γίνεται αν πολλαπλασιασθούν επί 0,78125.
[7] Η ακριβή της βάση ήταν το λάδι: « Ορίζεται ότι το δοχείον επί του οποίου αναγράφεται οκά ελαίου πρέπει να περιέχει έλαιον ζυγίζον μίαν οκάν», ενώ, για τα πιο αραιά υγρά όπως το οινόπνευμα η οκά είχε όγκο 1.618,2 κυβικά εκατοστά.
[8] Οι προσπάθειες να πάψει να υφίσταται ξεκίνησαν πριν το 1935.
[9] Τα δράμια αρχικά ήταν ίσα προς τα 2/3 της αττικής δραχμής (48 κόκκους). Τα ελληνικά δράμια ήταν 3,206 γραμμάρια ενώ τα τούρκικα 3,203. Στην Αλγερία έφταναν τα 4,266 γρ.
[10] Από αυτό το είδος του χωραφιού πήρε το όνομά του το χωριό Κάτω Κλείσμα, που αναφερόταν σε κάποιο μεσαιωνικό ή βενετσιάνικο φέουδο(«φέγδο»).
[11] Περισσότερα για το ημερολόγιο των καθολικών κοινοτήτων στην εργασία του π. Μάρκου Φώσκολου, Τηνιακά Μηνύματα, αρ. 150-154 (Ιούλιος 1991-Ιανουάριος 1992) και η οποία υπάρχει στον κυβερνοχώρο.
Για την μεταφορά: mix_09.2015
Στήλη: ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Tags: έρευνα, ημερολόγιο, ώρες, δράμια, κόφα, κουρούπι, ζυγαριά, ασκός, μέτρα, σταθμά, κόστος, προϊόντα, χρήματα, συναλλαγές, 1 σχόλιο
Ενα σχόλιο