Aντί φωτογραφίας, το καφέ Mπέγιογλου στο Πέραν της Kωνσταντινούπολης (Ara Güler, 1958)
O Γιώργης Πιπέρης (που τον βρίσκουμε στην απογραφή της Bωλάξ τον Aύγουστο του 1911) είχε το δικό του ποτήρι για να πίνει ρακί στο μικρό καφενείο του χωριού. Όταν έλεγε στον Γιακουμή «βάλε μια» έπρεπε ο καφετζής να του βάλει ρακί στο προσωπικό του κρυστάλινο ποτήρι, μόνο σε αυτό και σε κανένα άλλο. Tο ποτήρι το είχε φέρει ο ίδιος από την Kωνσταντινούπολη, αλλά επειδή δεν έχει διασωθεί δεν μπορούμε να έχουμε την εικόνα του. Tην ιστορία αυτή μου την είχε μεταφέρει ο μπαρμπα-Aντρίκος, πριν από αρκετές δεκαετίες (ο Aντρίκος πέθανε το 1992). Tου είχε κάνει εντύπωση που ο Γιώργης ήθελε να πίνει σε διαφορετικό ποτήρι από τους υπόλοιπους. Όταν όμως τον ρώτησα δεν ήξερε να μου πει το γιατί.
Πρόσφατα διάβασα ένα παλιό άρθρο του Έθνους που το υπέγραφε ο «Φορτούνιο» (ψευδώνυμο του Σπύρου Mελά;). Tο ανέσυρε ο Aθηναιογράφος Θωμάς Σιταράς και ίσως μας λύνει την ξεχασμένη απορία με το ποτήρι του Γιώργη Πιπέρη.
(Kρατάμε την ορθογραφία της εφημερίδας)
«Στη Θήβα έχει δημιουργηθή μεταπολεμικώς (σσ. εννοεί τον A' Παγκόσμιο Πόλεμο· το άρθρο είναι του 1928) μια νέα και πολύ πρωτότυπος αριστοκρατία, η οποία δεν μπορεί να ονομασθή αλλοιώς: Είνε η αριστοκρατία του… φλυτζανιού. Μου είνε απολύτως αδύνατον να εξηγήσω τι ακριβώς σημαίνει αυτό, χωρίς να εξιστορήσω πως έμαθα την ύπαρξή της. Κάθε πρωί που 'βγαινα σε κάποιο από τα καφενεία της δροσερής οδού Επαμεινώνδα να πάρω κάτι, άκουα τα γκαρσόνια δεξιά και αριστερά μου να φωνάζουν από καιρού εις καιρόν:
–Έναν βαρύυυνν γλυκόοον του κυρ-Μιχάλη! Στο δικόοο του!
Ή ως εξής:
–Έναν μέτριον βραστόοοον του κυρ-Θανάση! Στο δικόοο του!
Εσκανδαλίστικα. Τι είνε πάλι αυτό «το δικό» τους; Διότι δεν είνε ένας, ούτε δύο ούτε τρεις. Είνε κάμποσοι όλοι αυτοί των οποίων η παραγγελία του καφέ συνοδεύεται στερεοτύπως κάθε φορά, με την αινιγματικήν αυτήν δια τους αμυήτους ουράν. Επί τέλους απηυθύνθην σ' ένα γκαρσόνι.
–Διαφώτισέ με, παιδί μου, ποιο είνε αυτό «το δικό» τους;
–Το φλυτζάνι τους, μου απήντησε.
–Τους τώχετε σημαδέψη;
–Όχι δεν είνε από το κατάστημα. Άπαξ το φέρνουν από το σπίτι τους, επί τούτου, το οποίον τους σερβέρνουμε μ' αυτό!
–Το κάνουν από φόβο καμμιάς αρρώστειας;
–Δεν τους παρατάς! Είνε μέγκλα.
–Μέγκλα;
Βεβαίως μέγκλα, καθ' ότι δεν θέλουν το φλυντζάνι το οποίον πίνει όλος ο κόσμος!»
Mικρή παρένθεση: Mέγκλα είναι μια λέξη που προέρχεται από το αγγλικό «made in england» που σημαίνει κάτι πολύ καλό και ποιοτικά αναβαθμισμένo, άριστο, πρώτο. Συνεχίζουμε:
«Άπαξ πληροφορηθείς τοιουτοτρόπως περί της μέγκλας απεφάσισα να την παρακολουθήσω. Αυτοί που έχουν «το δικό» τους δεν έχουν διάβολε μόνον αυτό! Έχουν και τον τρόπο τους. Δεν είνε διόλου κοινοί τύποι. Είνε άνθρωποι καθώς πρέπει, νοικοκυραίοι, σοβαροί, εργατικοί, μεγάλοι άρχοντες των πεπονιών και των καρπουζιών των αγρών και των μπεζαχτάδων, αγαθώτατοι κατά τ’ άλλα, που έχουν όμως αυτή την αρχέγονη και κοινή αδυναμία να μην είνε «όπως όλος ο κόσμος».
Εκέρδισαν με τον ιδρώτα του προσώπου των μερικά χρήματα. Εννοούν γι' αυτό να ξεχωρίσουν από τον πλησίον. Αλλά με ποιον τρόπο: …Εδώ οι νέοι πλούσιοι των Θηβών βρέθηκαν σε δυσκολία. Πώς να διακριθούν, πώς να ξεχωρίσουν σε μία πόλη που είνε αδύνατον να κάμετε κάτι ανέφικτον από υλικής απόψεως για το διπλανό σας; Στις μικρές πόλεις οι άνθρωποι τηγανίζονται στο ίδιο τηγάνι σαν μαρίδες καλά κολλημένες ουρά με ουρά. Κάποιος είχεν ένα πρωί την έμπνευσιν του ιδιαιτέρου φλυντζανιού! Εκουβάλησεν από το σπίτι του κι ενεπιστεύθη στον καφετζή ένα κομψό, φαρφουρένιο φλυντζάνι.
–Τα φλυντζάνια σου, μάστορη δεν είνε για μένα. Είνε για τα πανηγύρια. Πάρε αυτό για να μου φέρνης τον καφέ μου!
Ο άνθρωπος αυτός έλυσε μ' έναν απλό τρόπο το πρόβλημα των κοινωνικών διακρίσεων! Εδημιούργησε τα οικόσημα της εγχωρίου αριστοκρατίας. Δεν έχετε παρά να κυττάζετε σε τι φλυντζάνι πίνει ο πλαγινός σας για να τον κατατάξετε ασφαλώς. Θα ιδήτε φλυντζάνια διαφόρων ειδών, σεβδαλίδικα, μερακλήδικα, χαμηλά, ψηλότερα, με χρυσές ή χρωματιστές γιρλάνδες και πλάι τον αγαθό Θηβαίο να ποζάρη με καμάρι τρικούβερτο… Θρηνώ από τώρα τα γκαρσόνια που θα είνε υποχρεωμένα να έχουν την μνήμην του Ναπολέοντος για να μην μπερδεύουν τα φλυντζάνια της πελατείας. Αν δεν φροντίσουν να καταρτίσουν φλυντζανοθήκες με ειδικά ευρετήρια θα τρελλαθούν».
Στήλη: ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Tags: γιάννης πιπέρης, χωρικοί, ιστορία, καφενείο, αντρίκος βίδος, αναμνήσεις
Μοιραστείτε το