Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!

Τα παλιά τα χρόνια ο ουρανός ήταν πιο κοντά στη γη! Μια οργιά απείχε! Ήταν μια εποχή που στο χωριό, μαζί με τους κατοίκους, συμμετείχαν και οι επάνω: υπήρχε ο Θεός, οι άγιοι κι οι άγγελοι. Όλοι μαζί. Σε κοινές ιστορίες...


Ο Άι-Νικόλας

–Λίγο πιο έξω από το Παράδεισο –μια απόσταση όσο από δω μέχρι τα Λουτρά– υπάρχει ένα καφενεδάκι όπου πάνε εκεί και παίζουνε σκαμπίλι οι Άγιοι. Χαρτάκι με τα πάντα: λεφτά, κόζια, ρακιές... Οι άγγελοι, τώρα, τους φυλάνε τα λεφτά (γιατί έχουν μαζευτεί πολλά) και παρακολουθούν και το παιχνίδι. Καφετζής στο μέρος αυτό είναι ο Άι-Νικόλας.

Μια φορά, που λες, βούλιαξε στο Κάβο Ντ' όρο ένα βαπόρι και πνιγήκανε ένα τσούρμο ναυτικοί που ήτανε μέσα. Ε πάνε που λες, στον Παράδεισο και δεν τους έβανε ο Άγιος Πέτρος μέσα, γιατί σε κάθε λιμάνι είχανε και άλλη εκεί κοπέλα αφήσει. Τραβάνε, λοιπόν, κατά τη Κόλαση, αλλά ούτε κι εκεί τους δεχτήκανε. Στέλνανε, λέει, λεφτά στους δικούς τους, να έχουν κατιτίς να φάνε –για βοήθεια που λέμε. Έγινε λοιπόν μεγάλη φασαρία με τους ναυτικούς: ούτε 'δω μπορούσαν να πάνε, ούτε 'κει, φώναζαν κι αυτοί, μεγάλος χαμός εγένηκε. Αφήνει τότε, ο Άι-Νικόλας το καφενέ, τραβάει προς τον Θεό, του λέει το και το. Υπάρχει ένας χώρος ανάμεσα στη Κόλαση και τον Παράδεισο, πόσα θες, τέλος πάντων, να στα δώσω να βάλουμε τους ναυτικούς εκεί δα. Είχε λεφτά τώρα ο Αι-Νικόλας, από τα χαρτιά, τα 'δωσε του Θεού, τους βόλεψε τους ναυτικούς. Από τότε, όλοι οι ναυτικοί τον είχαν για προστάτη τους.

Ο Ζώρζης με την Ειρήνη γι' αυτό εβάφτισαν το παιδί τους Νικολή. Έτσι που λες...
–Άντε να πιούμε μια, όλο μιλάτ' εσείς!


Βοήθεια από τον Άγγελο

–Άκου μια ιστορία. Ήτανε Φώτα. Ήτανε ένα βοριαδάκι, τι να σου πω: βοριάς Bωλακίτης! Πολύ δυνατός, που δεν μπορούσες να βγάλεις έξω το πρόσωπό σου.
–Βρε για όνομα!
–Ναι! Ανέβηκε ο παπάς που λες, να μας κρύψει τον Χριστούλη που είχε γεννηθεί και τον είχαμε στη φάτνη. Κι εγώ όταν ερχόμουν από την εκκλησία πίσω: βράδυ, σκοτάδια. Όταν λοιπόν, γυρίσαμε από την εκκλησία, ήρθε ο αέρας να με πάρει από τη βεράντα μου. Είπα εγώ, εκείνη την ώρα, ο καημένος ο παπάς πως θα πάει στην Αγάπη τώρα, με τέτοιο αέρα και βροχές. Ήταν ο μακαρίτης ο Ντον Σωτήρης. Εκεί, λοπόν, που του έλεγα ήρθε ένας αέρας μέσα στην βεράντα μου, επήρε τα φρύγανα απ' τα χέρια μου, που ξέρεις παλιά βάζαμε και φρύγανα. Μπήκα γρήγορα μέσα στο σπίτι. Και έλεγα πως θα πάει στο σπίτι του ο άνθρωπος αυτός, με σκοτάδια και με τέτοιο κρύο. Τέλος πάντων, εγώ μπήκα μέσα στο σπίτι και άναψα τα φώτα και είχαμε ένα φώσι τότε, καντηλάκι. Φαναράκι καλύτερα, όχι ηλεκτρικά, ακόμα δεν είχανε βάλει ηλεκτρικά. Τα παιδιά μου μικρά όλα. Πήγαμε με τα φαναράκια, ζεστάναμε το φαΐ μας να πάμε στο κρεβάτι μας. Τα ρούχα μας όλα μουσκεμένα. Τέλος πάντων βρεμένα-ξιβρεμένα αυτά είχαμε. Εφάγαμε μια σούπα, ξέρω εγώ τι είχαμε, πήγαμε και κοιμηθήκαμε. Όμως, ο κακόμοιρος ο παπάς έφυγε
με τέτοια φασαρία και αέρα...

–Δημητράκη μου πήρες μπισκότα; Κεράστε το παιδί, στη ντουλάπα έχω το κουτί.
–Του τα έδειξα πριν, δε θέλει.
–Ευχαριστώ, πιο μετά... Λοιπόν, ο παπάς έφυγε...
–Ο παπάς που λέτε, έπεσε σε ένα ρέμα, του έσβησε και το φαναράκι του, άρχισε να φωνάζει: Βοήθειαα! Βοήθειαα! Βοήθειαα! Ακούει μια φωνή: Ποιος είσαι και τι θες; Είμαι, λέει, ο παπάς. Και τι θέλεις; Θέλω βοήθεια: μου πήρε ο αέρας το φανάρι και δεν ξέρω που είμαι και που βρίσκομαι. Και έχω χαθεί, είμαι μέσα σε μια ρεματιά, στα σκοτάδια και βρέχομαι...Περίμενε, του λέει η φωνή, και 'γω θα 'ρθω να σε βοηθήσω. Τον ρωτάει ο παπάς: Ποιος είσαι συ; Ο Άγγελος είμαι, μη φοβάσαι! Εγώ, θα σε βοηθήσω. Μόναχα να μου λες συνέχεια κάτι για να μη χάσω τα ίχνη σου. Μίλαγαν αυτοί μεταξύ τους. Του είπε ο Άγγελος: Μη τυχόν και φύγεις από 'δω γιατί...
Ε, κάποια στιγμή γυρεύοντας τον παπά, τον βρήκε.
Ο Άγγελος είχε πάντα επάνω του ένα κουτί σπίρτα. Τράκα, τράκα, τράκα, τράκα... αλλά ο δυνατός αέρας δεν άφηνε τα σπίρτα να ανάψουν. Οπωσδήποτε, όμως, βρήκε μια στιγμή το φανάρι και τ' άναψε. Ήταν ο Άγγελος της Ζωζεφίνας.
–Να σε πάω στο χωριό να ξεκουραστείς.
–Δεν μπορώ, μου 'σβησε το φανάρι και πρέπει να πάω στην Αγάπη να κάνω λειτουργία.
Του λέει: Αν πρέπει να πας, θα σε πάω εγώ στ' Αγάπη που' χω φακό. Αν σου ξανασβήσει το φανάρι πως θα πας; Τον πήγε μέχρι το σπίτι του, τον ανέβασε απάνω· ήταν πολύ ψηλές οι σκάλες στο παπαδικό, στ' Αγάπη. Λέει, πήγαινε ν' αλλάξεις να κοιμηθείς γιατί θα πουντιάσεις. Ο Δον Σωτήρης αποκρίνεται: Δεν μπορώ να πάω να κοιμηθώ γιατί πρέπει να πάω να λειτουργήσω, κι αν δεν λειτουργήσω τώρα, το πρωί δεν βρίσκω κανένα στην εκκλησία... Άντε εσύ, χτύπησε την καμπάνα, λέει του Άγγελου. Ο καημένος κι αυτός πήγε, την χτύπησε και ξαναέφυγε για τη Βωλάξ.

Το πρωί, να η πεθερά μου –η πεθερά μου ήταν η γιαγιά τους· ξέρεις– Ε, λέω, μητέρα, τι ώρα ήρθεν ο Άγγελος δεν τον πήρα είδηση. Α! λέει, άστα, μην ερωτάς. Έκανε ένα καλό απόψε. Έτσι κι έτσι...

–Δημήτρη μου σίγουρα δε θες κάτι; Έχω και σοκολατάκια, στο διπλανό κουτί.
–Ευχαριστώ. Να! Παίρνω ένα μπισκότο. Λοιπόν;

– Λοιπόν, κάποια στιγμή ύστερα από μέρες, πήγε ο παπάς στη Χώρα. Μαζεύτηκαν όλοι εκεί. Και οι παπάδες, οι Χωραΐτες, ρωτούσανε: πως πέρασες εσύ τα Χριστούγεννα; πως εσύ; πως εσύ; πως περάσατε στα χωριά; Λέει, ο Ντον Σωτήρης, την ιστορία του με το παλιοφάναρο, από το Βωλάξ στ' Αγάπη. Την ακούει που λες ο Ντον Γιώργης και την επόμενη στη Διδαχή...
–Στο κύρηγμά του...
–Στο κύρηγμά του, ναι. Λέει: Λέτε ότι δεν κάνει θά'ματα ο Θεός; Να! Ένα θαύμα που συνέβει στον Ντον Σωτήρη, που δεν ημπορούσε να πάει στο χωριό του και ήρθεν ο Άγγελος και τον βοήθησει! Μέχρι την Χώρα έφτασε η είδηση, που ένας Άγγελος τον έσωσε, που του άναψε το φανάρι, που τον πήγε σπίτι του και χτύπησε την καμπάνα του και πήγαν όλοι στην εκκλησία κι ας ήταν αργά το βράδυ! Λέτε πως δεν κάνουνε θαύματα μα ιδού τα θαύματα! Όλοι οι παπάδες του νησιού μάθαμε την ιστορία αυτή... Οι άλλοι τώρα, στην εκκλησία, τρελλαθήκανε. Εξεπλάγησαν. Πήγε Άγγελος... Πώς αυτό; Πως εκείνο;... Ο παπάς όμως έφυ'εν, δεν είπε κάτι άλλο.

Πάνε, ρωτάν την αδερφή μου, που ήταν ανηψιά του παπά, μήπως ξέρει περισσότερα. Λέει, δεν μας λες, αυτά που είπε ο Ντον Γιώργης είναι σωστά; Ε, αφού το λέει, έτσι θα 'γινε. Ήταν κι αυτή μπλεγμένη όμως, γυρνάει σε μένα: Δεν μου λες Μαρία. Τι να σου πω; Ε, να, είπεν ο μπάρμπας –μπάρμπα τον ελέγαμε εμείς– αυτά κι αυτά. Εγώ, λέω, να σου πω: Ήταν αλήθεια. Έλα μωρέ που ήταν αλήθεια, μου λέει η αδερφή μου, ένας άγγελος εκεί. Ε! αλήθεια ήταν της λέω!
–Μα τι λες τώρα, τρελλάθηκες;
–Δεν τρελάθηκα αλλά ήταν ο... κουνιάδος μου ο Άγγελος!

–Μα το κεράσατε το παιδί τίποτα; Έχω μπισκότα στο κουτί...

 

 

Bρε λες;

Θυμάμαι την Ζαζά ένα καλοκαίρι, στα τελευταία της, να πίνει κρυφά έξω από την Σακριστία, στη στροφή. Eγώ τότε ήμουν με μακριά μαλλιά και ελαφρύ υπογένειο. Καλοκαίρι ήταν και φόραγα ένα άσπρο μακό/πουκάμισο, κάτι τέτοιο, και πήγαινα προς το Άπλωμα. Με είδε να πλησιάζω προς το μέρος της και στην αρχή μου φάνηκε ότι πήγε να κρυφτεί. Έβαλε το μπουκάλι πίσω από την πλάτη της και με ξανακοίταξε αμήχανα. Εγώ συνέχισα να περπατάω προς το μέρος της για να πάω εκεί που ήθελα. Μόλις έφτασα σε μια απόσταση πέντε μέτρα από κείνη, σηκώθηκε όρθια απότομα. Μόλις έφτασα δίπλα της, μου λέει: «Σαν τον Χριστό είσαι!» Της χαμογέλασα και της λέω: «Γειά σας θεία!» Τότε με ξανακοιτάει στα μάτια και μου λέει: «Με μπέρδεψες έτσι όπως είσαι και νόμιζα ότι ερχόσουν για μένα... Χθες ορκίστηκα στο Χριστό ότι θα το κόψω...»

Υπήρχε μια εποχή που στο χωριό, μαζί με τους κατοίκους, συμμετείχε κι ο ουρανός! Υπήρχε ο Θεός, οι άγιοι κι οι άγγελοι. Όλοι μαζί. Σε κοινές ιστορίες...

Μοιραστείτε το