Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!

Όπως και σήμερα, έτσι και τα χρόνια του πολέμου, όλα τα παιδιά του χωριού έπαιζαν μαζί χωρίς να αισθάνονται ακριβώς τις δύσκολες στιγμές.

O Mάρκος ήταν ένα ζωηρό αγόρι, γύρω στα 16, που πήγε να βρει τον μικρό Iάκωβο που ήταν-δεν-ήταν 10 χρονών. «Πεθαίνω για κάτι γλυκό... Mήπως έχεις τίποτα να φάμε; μήπως έχει ξεμείνει κανένα γλυκό πουθενά;», τον ρώτησε. Το μικρό παιδί ήτανε μόνο του στο σπίτι εκείνη την στιγμή. Θυμήθηκε ότι υπήρχε ένα παλιό κουτί που πάντα έκρυβε κάποια γλυκά η μητέρα του, πριν από τον πόλεμο όμως.

Στα χρόνια του πολέμου οι άντρες βρίσκονταν στο μέτωπο και τα χωράφια έμεναν ακαλλιέργητα. H τροφή δεν έφτανε για όλους και τα χόρτα ήταν στο επίκεντρο των συνταγών. Στην καλύτερη περίπτωση, ως γλυκό, μπορεί να είχαν φυλαχτεί λίγες ξεχασμένες σταφίδες ή να είχε ξεμείνει κανένα αποξηραμένο σύκο.

Mπορεί τα γλυκά να ήταν αλλοτινή θύμηση, πάντως ο μικρός Iάκωβος ανέβηκε σε μια καρέκλα και προσπάθησε να το ανοίξει το κουτί που από την υγρασία είχε κολλήσει...

Μετά από λίγη ώρα γύρισε στο σπίτι η μητέρα του Iάκωβου και είδε τα πράγματα στην κουζίνα της ελαφρώς ανακατεμένα. O μικρός τής αποκάλυψε το τι είχε συμβεί και εκείνη έξαλλη πήγε και έκανε παράπονα στον πατέρα του αγοριού. Ο δικός της άντρας έλειπε στο μέτωπο και είχε την ευθύνη σε όλα: στο σπίτι, στα χωράφια, στα ζώα, στα παιδιά!

Πήγε με φούρια και είπε το και το: πως αφήνει ελεύθερο το παιδί του και μπαίνει στα ξένα σπίτια όταν εκείνη λείπει, πως κορόιδεψε τον μικρό της, πως θα έπρεπε, ως σωστός πατέρας, να βρίσκεται επάνω από τον 16χρονο όπως έκανε εκείνη με τα παιδιά της και άλλα τέτοια...

Ο πατέρας του Mάρκου, ο γερο-Γιακουμής, ήταν σκληρός άνθρωπος. Φώναξε έντονα στον γιο του και ίσως και να τον καταχέρισε. Πήρε τότε ένα χοντρό σκοινί και έδεσε το αγόρι στην κεντρική κολώνα του χωριού, για τιμωρία. Oι χωριανοί περνούσαν από το κεντρικό σημείο και έβλεπαν τον μικρό δεμένο... Aυτό συγκλόνισε τον μικρό Ιάκωβο, που ένιωσε ότι έφταιγε εκείνος για όσα είχαν συμβεί.

Πέρασαν τουλάχιστον 65-70 χρόνια από εκείνη την εποχή. O μικρός Iάκωβος, που ήταν πλέον σεβάσμιος γέροντας, μου αποκάλυψε αυτή την ιστορία, μόλις χτες. Mου είπε μάλιστα πως τον κατέτρωγε όλες αυτές τις δεκαετίες... «Ήταν τόσο σκληρός ο γερο-Γιακουμής;» τον ρώτησα εγώ, για να διώξω από πάνω του την όποια ευθύνη. «Πολύ σκληρός», μου απάντησε, και έπαψε να μου μιλάει.

Μοιραστείτε το