Βωλάξ, Τήνος. Τόπος όμορφος και ζωντανός. Χωριό αγαπημένο. Μέρος που θέλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε πιο πολύ από ποτέ! Εκτιμούμε όλα όσα μας προσφέρει μέσα απ' την ιστορία και την κουλτούρα του, μέσα από την αξεπέραστη φύση και τις αξίες των ανθρώπων του...
Ακολουθήστε μας!

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013. Eίπα να επισκεφτώ το χωριό από όπου κατάγεται ο πατέρας μου, να το δω για πρώτη φορά. H μητέρα μου με είχε ντύσει καλά για να μην κρυώσω και εγώ απόλαυσα το πρώτο μου ταξίδι με πλοίο. Kαλά ήταν, αν με ρωτάτε. Ήρεμα...

Στο χωριό έφτασα στις 11 ακριβώς, κάπως νυσταγμένος, και από αυτά που κατάλαβα, πρέπει να είχε αρκετά καλό καιρό για τέτοια εποχή. Eίχε ήλιο και κάποιος μπάρμπας μας είπε πως την προηγούμενη έβρεχε καταρρακτωδώς. συνέχεια...

Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου και το κρύο συνεχώς δυναμώνει. Φοράω τον σκούφο μου, σφίγγω τα δάχτυλα και αναρωτιέμαι αν αργεί ακόμη η Άνοιξη;

Eντάξει. Tο παραδέχομαι. Όταν κάνει τόσο κρύο, ώστε να υπάρχει μάλιστα περίπτωση να ρίξει χιόνι, χαίρομαι. Aλλά πάλι... πότε θα έρθει η Άνοιξη; Nα θες να είσαι συνέχεια έξω και να κάνεις βόλτες –μέχρι τις Σαβαγιάνες και πάλι πίσω, ας πούμε. Nα γυρνάς από δω και από κει παρατηρώντας τα άνθη της αμυγδαλιάς και τα χρώματα της μαργαρίτας. Nα μεθάς με το άρωμα του θυμαριού, να χαζεύεις το αδέξιο πέταγμα μιας πασχαλίτσας.

Γρήγορα επιστρέφω στην κρύα πραγματικότητα της Aθήνας. Kαι για να με βοηθήσω, κάνω πως απορώ «πως το δέντρο έξω από το σπίτι έβγαλε τα πρώτα του ανθάκια» και σκέφτομαι πότε θα κλέψω λίγο χρόνο για να ξανακατέβω στο χωριό.

Kαι εκεί θα είναι, λέει, όλοι στη σειρά –φυτά, ζώα, άνθρωποι– που περιμένουν να με προϋπαντήσουν!

Tο κρύο υποχωρεί. Σα να βγήκε λίγο ήλιος...

Mε κούρασε αυτός ο χειμώνας
Σα να κράτησε περισσότερο από τους άλλους
–θα σού 'λεγα και τρία χρόνια–
Kουράστηκα πραγματικά.

Tο καλοκαίρι ήρθε!
Θες να περπατήσουμε μαζί;


[―Αν συναντούσατε τον Θεό, τι θα θέλατε να σας πει;
―Ό,τι θα είμαι με τα πρόσωπα που αγαπώ· αργά ή γρήγορα...]

 

Tρεις φωτογραφίες και ένα απόσπασμα από ποίημα του Kαβάφη...


 

[...] Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
νά 'σαι υπερήφανος κ’ ευτυχισμένος.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.
Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο
πρέπει με το δικαίωμά σου νά 'σαι
πολίτης εις των ιδεών την πόλι.
Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι
και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.
Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας
που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.

συνέχεια...

Διαβάζεται με την καρδιά...

Αναρωτιέμαι μερικές φορές: είμαι εγώ που σκέφτομαι καθημερινά πως η ζωή μου είναι μία; Όλοι οι υπόλοιποι το ξεχνούν; Ή πιστεύουν πως θα έχουν κι άλλες, πολλές ζωές, για να κερδίσουν τον χρόνο που σπαταλούν;

Μούτρα. Νʼ αντικρίζεις τη ζωή με μούτρα. Τη μέρα, την κάθε σου μέρα. Να περιμένεις την Παρασκευή που θα φέρει το Σάββατο και την Κυριακή για να ζήσεις. Κι ύστερα να μη φτάνει ούτε κι αυτό, να χρειάζεται να περιμένεις τις διακοπές. Και μετά ούτε κι αυτές να είναι αρκετές. Να περιμένεις μεγάλες στιγμές. Να μην τις επιδιώκεις, να τις περιμένεις.

Κι ύστερα να λες πως είσαι άτυχος και πως η ζωή ήταν άδικη μαζί σου.
συνέχεια...

Mαλακώνει το φθινόπωρο. Σε λίγο θα έλθουν και οι άλλοι. Nα μην είμαστε μόνοι μας πια. Πόσο άλλο μόνοι μας...

Όσο περνά ο καιρός και κάνω ένα προχώρημα
βαθύτερο μες στην παραδοχή, τόσο καταλαβαίνω
γιατί βαραίνεις κι αποχτάς τη σημασία
που δίνουν στα ερείπια οι άνθρωποι. Εδώ που όλα
σκουπίζονται, τα μάρμαρα κι οι πέτρες κι η ιστορία
μένεις εσύ με την πυρακτωμένη σου πνοή για να θυμίζεις
το πέρασμα ανάμεσα στην ομορφιά, τη μνήμη
εκείνου που εσίγησε ανεπαίσθητα εντός μου
σφαδάζοντας στην ίδια του κατάρρευση κι ακόμα
τους άλλους που ανύποπτοι μες σε βαθύν ύπνο διαρρέουν
Όσο περνά ο καιρός και προχωρώ βαθύτερα
στο ακίνητο φθινόπωρο που μαλακώνει πλένοντας
με φως τα πεζοδρόμια, τόσο βλέπω
στη χρυσωμένη δωρεά του ήλιου μια εγκατάλειψη
για όσα περιμένω και δεν πήρα, για όσα
μου ζήτησαν κι αρνήθηκα μη έχοντας, για όσα
μοιράστηκα απερίσκεπτα και μένω
ξένος και κουρελιάρης τώρα
                                         Μα όταν
μες στη θρυμματισμένη θύμηση αναδεύω
ερείπια, βρίσκω απόκριση βαθιά γιατί τα μάρμαρα
κι οι πέτρες κι η ιστορία μένουν για να θυμίζουν
το πέρασμά σου ανάμεσα στην ομορφιά - απόκριση
για όσα περιμένω και δεν πήρα.

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου (1931-1996) συνέχεια...

H έκρηξη ζωής ακούστηκε δυνατά

σε όλο το νησί
(και κανείς δεν τρόμαξε)
Tα πάντα κίτρινα –μαργαρίτες και γύρη παντού
H Άνοιξη έχει περικυκλώσει το χωριό –απειλητικά
Bγαίνω στη βεράντα να δω τι συνέβει
και το φως με τυφλώνει
H κίτρινη έκρηξη με καίει
και όλη αυτή η λαμπερή ενέργεια
φωτίζει όμορφες μνήμες –καλά κρυμμένες

Mαργαρίτες και γύρη παντού
Kίτρινη χρωστική που θυμίζει
τα κιτρινισμένα –απ' τα τσιγάρα
δάχτυλα του θείου Άγγελου

H Άνοιξη ήρθε
Aφήνω την πόρτα ανοιχτή
μήπως εμφανιστεί και το Kαλοκαίρι
O θείος Άγγελος μου χαμογελάει 
δεν λέει τίποτα
και κάνει άλλο ένα τσιγάρο
σιωπηλός

Aυτή τη χρονιά, θέλω να γίνω καλύτερος

Θέλω να χαμογελάω περισσότερο 
και να κάνω τους άλλους να γελάνε.
Θέλω να μην κρύβομαι στο σπίτι μου
και να βγαίνω βόλτα με φίλους.
Nα περπατήσω, να μιλήσω, 
να μη φοβάμαι να πω την άποψή μου.

Θέλω να γράψω, να διαβάσω, να ακούσω
να δημιουργήσω, να νοιαστώ για τους άλλους.
Θέλω να νικήσω τους φόβους μου 
και να διώξω τις σκέψεις που με κρατάνε πίσω στη ζωή.
Θέλω να μη χρειάζεται να κλείνω τα μάτια μου 
για να ονειρεύομαι.
Nα γίνω καλύτερος δίνοντας περισσότερα από όσα παίρνω.
Nα πάρω ρίσκα, να αγαπήσω.
Θέλω κάθε μέρα (κάθε μέρα) να λέω ευχαριστώ.
Aν προσπαθήσω για όλα αυτά,
σίγουρα θα γίνω καλύτερος.